Monday, November 21, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧΙ): Ζεν, φαντασιώσεις και μια πολιτική κρίση


Μια και το προηγούμενο ποστ είχε αρκετό σουξέ, σκέφτηκα να ποστάρω και κάτι ακόμα γύρω από το ίδιο θέμα –για την ακρίβεια γύρω από την ίδια κατάσταση. Θέλω να πω, το θέμα του δημοψηφίσματος κάηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το ανέβασμα του ποστ (παρόλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν εξαιρετική ιδέα και λυπάμαι που δεν προχώρησε), όμως το ευρύτερο πρόβλημα της κατάστασης στην Ελλάδα ούτε λύθηκε, ούτε και πρόκειται να λυθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Όταν λυθεί δε, είμαι σχεδόν απολύτως σίγουρος ότι η λύση του δε θα έχει καμία σχέση με αυτό που οι περισσότεροι συμπατριώτες μου θεωρούν ως «λύση» και ότι η βελτίωση της κατάστασης θα περάσει μέσα από διαδρομές που οι περισσότεροι είτε δε φαντάζονται, είτε αν φαντάζονται τις θεωρούν επιδείνωση και όχι βελτίωση!


Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: καθώς το μπλογκ αυτό δεν είναι πολιτικό αλλά... θρησκευτικό, δεν είναι πρόθεσή μου να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με το ποια θα είναι η πιθανότερη (κατ’ εμέ) εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, ούτε ποια θα είναι η ευμενέστερη (επίσης κατ’ εμέ) εξέλιξη για την ελληνική κοινωνία –έτσι κι αλλιώς, η μελλοντολογία είναι ανοησία (και όχι μόνο βουδιστικά μιλώντας) και έτσι κι αλλιώς αυτά που θα γίνουν θα γίνουν, οπότε ας τα δούμε και ας τα σχολιάσουμε μετά. Προς το παρόν αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και πώς αυτό σχετίζεται με τις διδασκαλίες ενός ινδού διανοητή που έζησε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.

Πολύ απλά μιλώντας, το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό στο οποίο αποπειράται να δώσει μια λύση ο βουδισμός: δηλαδή η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και η προσφυγή στις φαντασιώσεις. Ή, αν προτιμάτε, η αντικατάσταση της πραγματικότητας από τις φαντασιώσεις. Όσο περνάει ο καιρός, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι όλα τα προβλήματα ανάγονται τελικά σε προσωπικά και ότι στη βάση τους βρίσκουμε πάντα αυτή ακριβώς την παρεξήγηση ή την αδυναμία, τελικά του ανθρώπου να αποδεχτεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα φαντάζεται ή όπως τα θέλει αλλά όπως είναι. Ακόμα και το πιο σκληροπυρηνικό τεχνικό πρόβλημα, αν αναλυθεί αρκετά, εκεί καταλήγει –τουλάχιστον από τη βουδιστική σκοπιά!

Το πρόβλημα της Ελλάδας αυτή τη στιγμή είναι οικονομικό, λένε οι περισσότεροι. Σαφώς, όμως το οικονομικό πρόβλημα κρύβει πίσω του ένα βαθύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα· η Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα αντιμετωπίζει μια κρίση που πάει πέρα από τη φοροδιαφυγή των ελλήνων, όμως αν η Ελλάδα ήταν οργανωμένη διαφορετικά, η θέση της απέναντι στην ευρύτερη κρίση θα ήταν κι αυτή διαφορετική όπως είναι διαφορετική η θέση της Γερμανίας ή της Γαλλίας. Οι λόγοι που δεν είναι οργανωμένη διαφορετικά είναι κοινωνικοί και, όπως ήδη έχουν αρχίσει να επισημαίνουν αρκετοί σχολιαστές, έλληνες και ξένοι, έχουν τη βάση τους σε ορισμένες πολιτισμικές ιδιομορφίες της χώρας και του λαού της, ιδιομορφίες που διαμορφώνουν τελικά ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα.

Από την οικονομία στην κοινωνία και από εκεί στις βαθύτερες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες –όλα αυτά είναι σχετικά εύκολα ερμηνεύσιμα ιστορικά και κοινωνιολογικά. Και λέω «σχετικά εύκολα» επειδή ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να προτιμάει να αγνοεί την ιστορία και την κοινωνιολογία και να αρκείται στις βολικές επεξηγήσεις του τύπου «φταίνε οι πολιτικοί», «φταίει η παγκόσμια κρίση», «φταίνε τα ξένα συμφέροντα», «φταίνε οι πλούσιοι» κ.λπ. Όμως και αυτές οι επεξηγήσεις δείχνουν ότι το πρόβλημα στη βάση του είναι προσωπικό και άπτεται της ίδιας αδυναμίας να μη θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα και να καταφεύγουμε σε φαντασιώσεις.

Στα χρόνια που παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου (και όχι πάντα φορώντας βουδιστικά γυαλιά), βλέπω να επαναλαμβάνεται στερεότυπα το ίδιο φαινόμενο: οι άνθρωποι δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτό που ζουν και θέλουν κάτι διαφορετικό –συνήθως κάτι περισσότερο, όμως το πρόβλημα εδώ δεν είναι η απληστία, είναι η πάσης φύσεως διαφοροποίηση. Και βεβαίως είναι θεμιτό να θέλει κανείς να βελτιώσει τη ζωή του και να καταβάλλει προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση· τα πράγματα γίνονται προβληματικά όταν οι προσπάθειες αυτές κατευθύνονται αποκλειστικά από τη φαντασία και αγνοούν την πραγματικότητα.

Κατά την άποψή μου, τις τελευταίες δεκαετίες, οι έλληνες ζουν κατευθυνόμενοι από τις φαντασιώσεις τους. Έχουν υιοθετήσει ένα μοντέλο ζωής το οποίο περνάει μέσα από την κατανάλωση και δη την κατανάλωση ακριβών αγαθών, μέσα από την εξίσωση της χώρας με τις χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ και, γενικότερα, μέσα από την αποδοχή ενός μοντέλου σκέψης και τρόπου ζωής που διαμορφώθηκε στη Δύση από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα και που εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραδόξως, η πλειονότητα των ελλήνων δε σκέφτηκε ότι είναι αδύνατον να αποδεχτείς 100% ένα ξένο μοντέλο διότι είναι...  ξένο· μ’ άλλα λόγια, προέρχεται από χώρες με άλλου τύπου ιστορία και κοινωνική οργάνωση και, συνεπώς, με άλλου τύπου νοοτροπία.

Παρόλα αυτά, προτιμήσαμε και εν πολλοίς προτιμούμε ακόμα, να κινούμαστε με βάση αυτό το μοντέλο χωρίς να σκεφτόμαστε ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι εξ ορισμού καταδικασμένη να αποτύχει. Όταν δε, φτάσαμε να βλέπουμε μπροστά μας ότι πλέον έχουμε μπει στην τελική ευθεία προς την απόλυτη αποτυχία, εξακολουθούμε να μη βλέπουμε την πραγματικότητα και καταφεύγουμε στις εύκολες απαντήσεις που ανέφερα παραπάνω. Εν ολίγοις, εξακολουθούμε να μη βλέπουμε την πραγματικότητα· ούτε αυτή που ζούσαμε επί δεκαετίες, ούτε τις συνέπειές της που ζούμε τώρα, ούτε τη σχέση μεταξύ τους. Το πιο απαισιόδοξο δε, είναι ότι όσο δεν τη βλέπουμε τόσο βέβαιο είναι ότι η πραγματική μας κατάσταση θα γίνεται χειρότερη!

Αν κάποιος δεν έχει αντιληφθεί ήδη που μπαίνει ο βουδισμός Ζεν σε όλα αυτά, να το επισημάνω και ευθαρσώς: ο Βούδας άρχισε να ερευνά τον εαυτό του και την κατάσταση γύρω του όταν συνειδητοποίησε ότι ως εκείνη τη στιγμή είχε ζήσει αποκομμένος από την πραγματικότητα (για όσους δε θυμούνται τα βασικά της ιστορίας του Γκοτάμα, ήταν πρίγκιπας και ο βασιλιάς πατέρας του δεν του επέτρεπε να βγει από το παλάτι και να δει πώς ζούσε ο λαός, φοβούμενος ότι ο νεαρός θα αφιερωνόταν στη φιλοσοφία και δε θα ασχολιόταν με την... οικογενειακή επιχείρηση). Έχουμε λοιπόν ένα σύστημα σκέψης το οποίο στηρίζεται στη σειρά σκέψεων: δεν έχω επαφή με την πραγματικότητα, αυτό μου δημιουργεί πρόβλημα αντίληψης, θέλω να πάψω να έχω αυτό το πρόβλημα αντίληψης και, άρα, αποκτώ επαφή με την πραγματικότητα. Η δε συνειδητοποίηση που οδήγησε τον Γκοτάμα να γίνει βούδας ήταν ακριβώς αυτή: ότι μόνο έχοντας σαφή συναίσθηση της πραγματικότητας και δρώντας απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει ιδωμένο πέρα από τα φίλτρα που κατασκευάζει ο νους λόγω των αδυναμιών και των ανασφαλειών μας, μπορούμε να ζήσουμε μια ζωή που βγάζει νόημα· σε αντίθετη περίπτωση, απλώς κυνηγάμε την ουρά μας, δημιουργώντας φαύλους κύκλους.

Βεβαίως οι φαύλοι κύκλοι μπορούν να σπάσουν. Και η κατάλληλη στιγμή για να σπάσει ένας φαύλος κύκλος είναι τώρα –και δεν εννοώ «τώρα» με την έννοια του Νοεμβρίου του 2011 και της συγκεκριμένης πολιτικό-κοινωνικής συγκυρίας αλλά το εκάστοτε «τώρα». Αν συμφωνούμε ότι κατά βάση το πρόβλημά μας είναι ένα πρόβλημα προσωπικό, το οποίο οδηγεί σε ένα πρόβλημα πολιτισμικό και από εκεί σε ένα κοινωνικό και οικονομικό, ας το λύσουμε πρώτα σε προσωπικό επίπεδο. Ας δούμε τι πραγματικά θέλουμε και τι μπορούμε να θέλουμε –εννοώ τι από αυτά που θέλουμε είναι εφικτό και αντιστοιχεί στις πραγματικές μας δυνατότητες, καθενός ξεχωριστά- και ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να για το αποκτήσουμε. Ας αγνοήσουμε για μια φορά το «ευρωπαϊκό όραμα» ή το «όραμα της μεγάλης και σημαντικής Ελλάδας» καθώς «όραμα» είναι μια άλλη λέξη για τη «φαντασίωση» και ας κινηθούμε με βάση αυτό που ξέρουμε ότι πραγματικά μπορούμε και θέλουμε.

Για κάποιους –πιθανότατα για όλους- μια τέτοια συνειδητοποίηση θα οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές και σε ένα παρόν και εγγύς μέλλον με πολλές δυσκολίες. Όμως δε γίνεται διαφορετικά καθώς κάθε ξύπνημα είναι ξεβόλεμα και δυσάρεστο. Αν προκειμένου να μπορέσουμε να ζήσουμε πιο ήρεμοι και με πραγματικές προοπτικές, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη φαντασίωση της «ευρωπαϊκής Ελλάδας» και πρέπει να προσαρμοστούμε με την πραγματικότητα της «βαλκανικής Ελλάδας», ας κάνουμε αυτό ή ας αποφασίσουμε ότι θέλουμε όντως τόσο πολύ να κάνουμε πραγματικότητα την «ευρωπαϊκή Ελλάδα», ας δουλέψουμε χίλιες φορές περισσότερο για να περάσουμε μέσα από όσα πέρασαν οι ευρωπαϊκές χώρες για να φτάσουν σήμερα να είναι αυτό που είναι και το οποίο θέλουμε κι εμείς να γίνουμε –δεν πιστεύω ότι δε γίνεται, αλλά πιστεύω ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά από όση είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι περισσότεροι.

Το είπα στην αρχή και το ξαναλέω: δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι η διεθνής συγκυρία είναι άσχετη με την καθημερινότητα που βιώνει αυτή τη στιγμή ο ελληνικός λαός. Πιστεύω όμως ότι αν ο ελληνικός λαός (για την ακρίβεια, αν καθένας από τους ανθρώπους που τον αποτελούν) λειτουργούσε λιγότερο με το θυμικό και περισσότερο με τη λογική, θα είχε και κάποια εφόδια για να αντιμετωπίσει τη διεθνή συγκυρία. Ο καπιταλισμός περνάει διαρκώς από διάφορες κρίσεις· για την ακρίβεια, οι κρίσεις είναι μέρος του συστήματος αυτού και θα λυθούν από το ίδιο το σύστημα, αγνοώντας την πραγματικότητα ενός εκάστου. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς για να αμυνθούμε (και ακόμα περισσότερο για να νικήσουμε –αν το ζητούμενο είναι αυτό) είναι να αντιληφθούμε τι ακριβώς έχουμε μπροστά μας, πώς λειτουργεί και ποια είναι η θέση μας απέναντί του, πράγμα που σημαίνει ότι θα αντιληφθούμε και ποια είναι η θέση μας γενικώς, χωρίς φαντασιώσεις και χωρίς υπεκφυγές. Και, αν δεν έχω παρεξηγήσει απολύτως ό,τι έχω διαβάσει περί βουδισμού τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μόνη γνώση που έχει αξία είναι η γνώση του ποιος είμαι (*).



(*) Θα αφήσω να περάσει ασχολίαστη η ειρωνεία που εμπεριέχεται στο πόσο θεμελιώδης ήταν αυτή η γνώση για την αρχαία ελληνική σκέψη.

Friday, November 4, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧ): Ζεν και η τέχνη του δημοψηφίσματος


Παρακάμπτοντας με χάρη (που λέει ο λόγος) τις δικαιολογίες περί της χρονικής απόστασης από το τελευταίο ποστ, πηγαίνω πάραυτα στο θέμα μου, το οποίο όπως λέει και ο τίτλος, σχετίζεται με την πολιτική επικαιρότητα των τελευταίων ημερών. Ναι, αναφέρομαι στις τρικυμιώδεις τέσσερις τελευταίες ημέρες και, κυρίως, στο θέμα του δημοψηφίσματος το οποίο ανήγγειλε ο πρωθυπουργός. Δυστυχώς, λόγοι ανωτέρας βίας με κράτησαν μακριά από τον υπολογιστή τις τελευταίες δυόμισι μέρες και τώρα που κάθομαι να γράψω το κείμενο αυτό (βράδυ Παρασκευής στην Ιαπωνία και πρωί-μεσημέρι Παρασκευής στην Ελλάδα), οι πιθανότητες το κείμενο να βρεθεί εκτός θέματος είναι πολλές. Ωστόσο, επειδή η συγκεκριμένη σκέψη είναι σημαντική (ή έτσι πιστεύω, τουλάχιστον!), επιτρέψτε μου να την εκθέσω και αν πέσει στο κενό, έπεσε· για κείμενο σε ένα μπλογκ πρόκειται άλλωστε, οπότε δεν έχω καμιά βλέψη να χαραχτεί σε γρανίτη και να κληροδοτηθεί στις επόμενες γενεές.

Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι η ανακοίνωση του πρωθυπουργού για δημοψήφισμα σχετικά με το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, με τη θέση της χώρας στην ΕΕ και με τη συμμετοχή της στο ευρώ, είναι ίσως η πιο ζεν πράξη που έχει κάνει έλληνας πολιτικός, τουλάχιστον στα χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου –ίσως και στη νέα ελληνική ιστορία. Και είναι εντελώς κρίμα ότι οι συνθήκες τελικά θα οδηγήσουν στο να μη γίνει το δημοψήφισμα (την ώρα που γράφεται το κείμενο αυτό, οι πιθανότητες να αποφευχθεί το δημοψήφισμα αυξάνονται διαρκώς, τουλάχιστον από ό,τι διαβάζω και ακούω τόσο στα ελληνικά, όσο και στα διεθνή ΜΜΕ). Επειδή δε, νομίζω ότι η παραπάνω δήλωση (περί ζεν πράξης εκ μέρους του πρωθυπουργού) πιθανότατα θα παρεξηγηθεί (γενικώς τον έχω αυτόν τον φόβο αλλά ειδικά αυτή την περίοδο, τον έχω ακόμα και περισσότερο, δεδομένης της γενικότερης ανησυχίας και, κυρίως της σύγχυσης που προκύπτει από την υπερπληροφόρηση), εξηγούμαι πάραυτα.

Ο βουδισμός, και δη ο βουδισμός Ζεν έχει έναν και μοναδικό στόχο: να θέσει τον άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του –αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σχεδόν σε κάθε συζήτηση περί του ιστορικού Βούδα, υπενθυμίζεται ότι επρόκειτο για έναν κανονικό ανθρώπου ο οποίος έζησε τη ζωή του, συνειδητοποίησε ορισμένα πράγματα τα οποία και δίδαξε και στη συνέχεια πέθανε και πάει. Υπενθυμίζοντας την ανθρώπινη φύση του Βούδα, οι δάσκαλοι του Ζεν προσπαθούν να αποτρέψουν τους ακροατές τους να αντιμετωπίσουν το Βούδα σαν θεό και, άρα, να του μεταφέρουν την υπευθυνότητά τους –όπως δηλαδή γίνεται με τους πάσης φύσεως θεούς, ανεξαρτήτως γεωγραφικού μήκους και πλάτους, ιστορικού χρόνου και πολιτισμού. Είναι εύκολα αντιληπτό λοιπόν, ότι αν ο βουδισμός Ζεν θέλει να αποτρέψει ακόμα και αυτού του τύπου τη μετάθεση ευθυνών, η μετάθεση ευθυνών σε θέματα πιο απλά και καθημερινά δε συζητιέται καν!

Αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει κάποια θέματα που στη βάση τους είναι απλά και καθημερινά –η έντασή τους, δεν αλλάζει (ή, έστω, δε θα πρέπει να αλλάζει) τη φύση τους (και για να μην παρεξηγηθώ, θέματα που δεν είναι απλά και καθημερινά είναι οι πάσης φύσεως θεομηνίες, οι λιμοί, οι πόλεμοι κ.λπ.). Και επειδή είναι απλά και καθημερινά, πρέπει να αντιμετωπιστούν ανάλογα: να εντοπιστεί που είναι η αιτία τους και να καταπολεμηθεί. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα δεν είναι παρά η συνέπεια πολλών δεκαετιών (για την ακρίβεια, περίπου διακοσίων χρόνων –δηλαδή από συστάσεως ου ελληνικού κράτους) ανωριμότητας, όχι μόνο εκ μέρους των πολιτικών αλλά και, κυρίως, εκ μέρους των ελλήνων πολιτών –δηλαδή όλων ημών. Ειλικρινά, όσο και αν το σκέφτομαι, και λόγω μιας σειράς συμπτώσεων ευτυχών και δυστυχών, το σκέφτομαι περίπου από το 1985, δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που να μαστίζει την ελληνική κοινωνία και το οποίο να μην ανάγεται, τελικά στην έλλειψη ωριμότητας εκ μέρους των ανθρώπων που την αποτελούν. Και αν υπάρχει περίπτωση να λυθούν τα προβλήματα, αυτό θα γίνει μόνο αν οι έλληνες αποφασίσουμε να ωριμάσουμε.

Τι σημαίνει αυτό; Αυτό ακριβώς που λέει και ο βουδισμός: να τεθούμε αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας, να αποφασίσουμε πραγματικά τι είναι αυτό που θέλουμε και να βάλουμε μπροστά ό,τι απαιτείται για να το κατακτήσουμε. Και προς αυτή την κατεύθυνση, η απόφαση του πρωθυπουργού να διεξάγει δημοψήφισμα ήταν ίσως ό,τι καλύτερο είχε (ή θα είχε, καθώς όπως έγραψα παραπάνω, πιθανότατα το δημοψήφισμα δεν πρόκειται να γίνει) γίνει για τους έλληνες. Δηλαδή κάτι που θα μας έβαζε να σταθούμε μπροστά στον καθρέφτη, να αποφασίσουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, να πράξουμε προς αυτή την κατεύθυνση και στη συνέχεια να ζήσουμε με τις συνέπειες. Αντί δηλαδή από τη συνηθισμένη πρακτική όπου όλοι ψηφίζουν αυτόν που πιστεύουν ότι θα τους εξυπηρετήσει, παρακάμπτοντας εντελώς την πολιτική του (όχι αυτή που θα εφαρμόσει –ακόμα και αυτή που υπόσχεται να εφαρμόσει) και στη συνέχεια αντιδρούν, το δημοψήφισμα είναι μια μοναδική ευκαιρία όλοι να εκφραστούν επί μιας συγκεκριμένης πολιτικής και μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης. Και, όπως έγραψα παραπάνω, να σηκώσουν το βάρος της επιλογής τους.

Φυσικά ακόμα και η υποψία μιας τέτοιας περίπτωσης αντιμετωπίστηκε με πανικό εκ μέρους απάντων των «ενδιαφερομένων» –και βάζω εδώ το «ενδιαφερόμενοι» σε εισαγωγικά επειδή οι πραγματικοί ενδιαφερόμενοι είναι οι έλληνες πολίτες στο σύνολό τους και όχι οι πολιτικοί. Το γιατί αντιμετωπίστηκε με πανικό είναι μάλλον προφανές: η αστική δημοκρατία είναι καλή, αρκεί οι πολίτες λένε αυτό που θέλει η εκάστοτε κυβέρνηση –αν οι πολιτικοί εμπιστεύονταν τόσο πολύ την κρίση του ελληνικού λαού, δεν είχαν κανένα λόγο να αντιδράσουν με τόσο έκδηλο τρόπο στην προοπτική ενός δημοψηφίσματος. Τι μπορεί να πει κανείς, ας πούμε βλέποντας αντιδράσεις όπως αυτή του υπουργού οικονομικών; «Η θέση της Ελλάδας μέσα στο ευρώ είναι μια ιστορική κατάκτηση της χώρας που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το κεκτημένο αυτό του ελληνικού λαού δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.», φέρεται να είπε ο υπουργός. Συγνώμη, αλλά αν πρόκειται για κάποιο κεκτημένο του ελληνικού λαού (το πώς έφτασε να είναι κεκτημένο είναι θέμα για άλλη συζήτηση), βεβαίως και μπορεί να τεθεί από αμφισβήτηση –από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Αυτόν δηλαδή τον λαό τον οποίο ένα πιθανό δημοψήφισμα καλεί να κάνει ακριβώς αυτό.

Αυτό που ακολούθησε την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος δεν είναι παρά η απεγνωσμένη προσπάθεια ανθρώπων που δεν θέλουν επ’ ουδενί να αμφισβητηθεί η δική τους αντίληψη για το καλό της Ελλάδας –και αυτό δεν έχει καμία σχέση με το τι πραγματικά θέλει ο ελληνικός λαός. Αν οι έλληνες πολίτες θέλουν να ζήσουν με τη δραχμή και εκτός ΕΕ, οφείλουν να το παραδεχτούν (πρωτίστως καθένας και στη συνέχεια ως κοινωνία προς την παγκόσμια κοινωνία), να εκλέξουν κυβερνήτες που θα συμβάλλουν στην υλοποίηση μιας τέτοιας πορείας και στη συνέχεια να βάλουν το κεφάλι κάτω και να δουλέψουν προς την κατεύθυνση αυτής της υλοποίησης· δε νομίζω ότι είναι αδύνατο, απλώς προϋποθέτει δουλειά και φαντασία που, ως τώρα, δεν έχω δει να αφθονούν στην Ελλάδα. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος και πολύ θα ήθελα να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα ώστε να δούμε αν μπορεί να συμβεί ή όχι. Φευ, όπως δείχνουν τα πράγματα, η ευκαιρία για ένα τέτοιο πείραμα μάλλον δε θα υπάρξει καθώς οι άνθρωποι που διοικούν τη χώρα έχουν στα χέρια τους αρκετούς μηχανισμούς «σωτηρίας» των πολιτών από τον εαυτό τους –εν προκειμένω, την αποφυγή του δημοψηφίσματος.

Είμαι δημοσιογράφος αλλά δεν είμαι ούτε οικονομικός, ούτε πολιτικός συντάκτης· μ’ άλλα λόγια, αυτά που γράφω παραπάνω ενδέχεται να μη βγάζουν κανένα οικονομικό ή πολιτικό νόημα. Επειδή, ωστόσο, οι σελίδες αυτού του μπλογκ ασχολούνται με το βουδισμό και ειδικά με το βουδισμό Ζεν και ειδικά με το βουδισμό Ζεν όπως τον διδάσκει ο Μπραντ Ουόρνερ και πριν απ’ αυτόν ο Γκούντο Νισιτζίμα και ο Κόντο Σαουάκι, αυτό που με ενδιαφέρει είναι αυτά που γράφω παραπάνω να βγάζουν βουδιστικό νόημα. Και για τον βουδισμό Ζεν, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να βλέπουμε την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς φαντασιώσεις, χωρίς ευσεβείς πόθους, χωρίς πίστη και χωρίς προκατάληψη. Η πραγματικότητα που ζούμε, είναι αυτή που προέκυψε από τις πράξεις μας και αν μπορεί να αλλάξει, μπορεί να αλλάξει μόνο, επίσης από τις πράξεις μας. Το δημοψήφισμα του πρωθυπουργού είναι μια ευκαιρία να πράξουμε κάτι –θα είναι κρίμα αν πάει, και αυτή, χαμένη.

ΥΓ
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πιστεύω πραγματικά ότι ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε το δημοψήφισμα διότι θέλησε να βάλει τους έλληνες ενώπιους ενωπίοις –ειλικρινά δεν έχω ιδέα γιατί το έκανε, ούτε και με ενδιαφέρει πολύ να μάθω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πού θα μπορούσε να οδηγήσει ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Και γι αυτό δεν έχω καμία αμφιβολία!

Sunday, April 24, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΙΧ): Επί του πρακτέου


Αν και το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων έξι εβδομάδων το έχω περάσει προσπαθώντας (και, σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνοντας) να ενημερωθώ για όσα συμβαίνουν στην Ιαπωνία, υπάρχει ένα είδος πληροφορίας το οποίο έχω καταφέρει να αποφύγω. Και αυτό είναι οι τηλεοπτικές εικόνες· πιο συγκεκριμένα, οι εικόνες από την καταστροφή στο Τοχόκου. Βεβαίως, όταν λέω «έχω καταφέρει να αποφύγω» δεν εννοώ 100% –από τη στιγμή που βλέπω το ΝΗΚ, το (εξαιρετικό) κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ιαπωνίας, κάποιες από τις εικόνες της καταστροφής είναι αναπόφευκτο να περάσουν από τα μάτια μου, όμως ακόμα και τότε, κάνω ό,τι μπορώ για να μην τις δω. Και ο λόγος είναι ένας: δε θέλω η αντίληψή μου να χρωματίζεται από τα έντονα συναισθήματα που προκαλούν οι εικόνες αυτές καθώς αυτού του είδους η συναισθηματική αντίδραση εμποδίζει την καθαρή πράξη.

Επειδή κινδυνεύω να παρεξηγηθώ, να κάνω σαφές από τώρα το εξής: Ναι, όλη αυτή η ιστορία με την καταστροφή στην Ιαπωνία με έχει επηρεάσει συναισθηματικά –είναι απολύτως αδύνατον να μη σε επηρεάσει ένα τόσο μεγάλο γεγονός με τόσες πολλές και ανάμεικτες συνέπειες. Ακόμα και αν μείνει κανείς στο πρώτο επίπεδο (πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πόσοι άνθρωποι έμειναν άστεγοι, πόση προσπάθεια χρειάζεται για να επιστρέψουν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση κ.λπ.) τα μεγέθη είναι τεράστια, ακόμα και για τα δεδομένα μιας τόσο αναπτυγμένης χώρας –ίσως μάλιστα αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι ακριβώς επειδή πρόκειται για μια τόσο αναπτυγμένη χώρα, καθώς όλοι μας ζούμε τα τελευταία εκατό χρόνια υπό το κράτος της παρεξήγησης ότι η ανάπτυξη μπορεί να μας προφυλάξει από τα πάντα.

Λέω «παρεξήγησης» και όχι «ψευδαίσθησης» επειδή είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη μπορεί να μας προφυλάξει από πολλά. Σίγουρα όμως όχι από τα πάντα (ναι, αυτό το κομμάτι της πεποίθησής μας είναι στα όρια της ψευδαίσθησης). Μην έχει κανείς καμία αμφιβολία: το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο που οι συνέπειες θα ήταν πολύ χειρότερες σε μια λιγότερο αναπτυγμένη χώρα –αν μη τι άλλο, ο αριθμός των νεκρών στον αντίστοιχο σεισμό-τσουνάμι της Ινδονησίας, τα Χριστούγεννα του 2004 (περισσότεροι από 230.000) μας δίνει μια γλαφυρή επιβεβαίωση, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη και όλες τις άλλες ιδιαιτερότητες-διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Βεβαίως, οι συνέπειες κάθε τέτοιας μεγάλης καταστροφής μπορούν (και πρέπει) να αποτελέσουν αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις προτεραιότητες της ανθρωπότητας και με τον τρόπο που οργανώνει το παρόν και το μέλλον της, όμως το συγκεκριμένο θέμα θα ήταν πιο αρμόζον σε ένα μπλογκ πολιτικής κατεύθυνσης. Προς το παρόν, θα ήθελα να παραμείνω στο θέμα της εικόνας και της πράξης.

Επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκίνησα, λοιπόν, η άποψή μου ότι καλά έκανα (και κάνω) που απέφυγα τις εικόνες από την καταστροφή της 11ης Μαρτίου, επιβεβαιώθηκε προχθές όταν είδα για πρώτη φορά, μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της ημέρας. Διάφοροι γνωστοί από το Ίντερνετ πρότειναν με τα καλύτερα λόγια ένα ντοκιμαντέρ του National Geographic και επειδή εμπιστεύομαι την κρίση τους, αποφάσισα να παρακάμψω την απόφασή μου να αποφύγω τις εικόνες και έκατσα να το δω. Το ντοκιμαντέρ υπάρχει σε άφθονα μέρη στο Ίντερνετ, οπότε όποιος θέλει μπορεί να το δει και να σχηματίσει τη δική του γνώμη –αυτό που μπορώ να πω εγώ, είναι ότι πρόκειται για μια ακόμα εξαιρετική δουλειά από το National Geographic η οποία καταφέρνει να δείξει το μέγεθος της καταστροφής χωρίς να γίνεται μακάβρια ή αισθησιακή και χωρίς ιδιαίτερα σχόλια. Αν θέλει κανείς να δει κάποιες εικόνες από τον σεισμό και το τσουνάμι της Ιαπωνίας, καλά θα κάνει να ξεκινήσει από εκεί και, ενδεχομένως, και να τελειώσει εκεί.

Όταν τελείωσε το ντοκιμαντέρ (η διάρκειά του είναι περίπου 45 λεπτά) ωστόσο, συνειδητοποίησα το εξής: πέρα από τη συναισθηματική αναστάτωση, το ντοκιμαντέρ δε μου πρόσφερε απολύτως τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα στις εικόνες του που δεν το είχα ήδη πληροφορηθεί από τις πηγές που παρακολουθώ τον τελευταίο ενάμιση μήνα και δεν υπήρχε τίποτα που, ακόμα και αν δεν είχα παρακολουθήσει τις συγκεκριμένες πηγές, δε θα είχα μάθει με μια, έστω, επιπόλαια ανάγνωση των στοιχείων σε ένα απλό κείμενο· θεωρώ ότι κάθε στοιχειωδώς ευφυής άνθρωπος μπορεί ακούγοντας τα στοιχεία να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει «περίπου 30.000 νεκροί και αγνοούμενοι», «ολοκληρωτική ισοπέδωση σχεδόν όλης της βορειοανατολικής ακτογραμμής της χώρας» κ.λπ. Συνεπώς, το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός τέτοιου ντοκιμαντέρ είναι, περίπου, μηδέν.

Ακόμα περισσότερο, κάθε τέτοιο ντοκιμαντέρ (και, υπενθυμίζω, αναφέρομαι σε δουλειές που δεν έχουν ως αποκλειστικό κίνητρο τον αισθησιασμό) δεν μπορεί παρά να ξεγλιστρήσει σε μονοπάτια που έτσι κι αλλιώς ξεφεύγουν από τον χώρο της ενημέρωσης. Οι παραγωγοί του National Geographic, ας πούμε, δεν έπεσαν στη γνωστή παγίδα που έπεσαν (και πέφτουν και θα πέφτουν) οι ερασιτέχνες τηλεορασάδες ανά την υφήλιο, να ντύσουν τις εικόνες με βαρύγδουπες μουσικές και έντονα κόκκινα γραφικά ώστε να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ωστόσο, δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν ένα σάουντρακ το οποίο, καίτοι πολύ πιο διακριτικό (απλωτοί ήχοι από συνθεσάιζερ) σαφώς έκανε πιο έντονη τη συναισθηματική διαταραχή του θεατή –και μάλιστα με τρόπο αρκετά πιο αδιόρατο. Βεβαίως οι άνθρωποι κάνουν τηλεόραση, οπότε δεν μπορεί κανείς να περιμένει θαύματα, όμως τελικά αυτό που μένει στον θεατή (ή, τουλάχιστον, σε αυτόν εδώ τον θεατή), είναι ότι είδε μια ταινία.

Και εδώ μπαίνει το πιο σπουδαίο σημείο αυτής της συζήτησης: κάθε εικόνα που προέρχεται από μια οθόνη είναι ακριβώς αυτό –μια ταινία. Δεν είναι η πραγματικότητα, ακόμα και αν είναι μια συρραφή από (κυρίως) ερασιτεχνικά βίντεο των ανθρώπων που έζησαν αυτή την πραγματικότητα. Ακόμα και αν απομονώσουμε ένα και μόνο καρέ από τα βίντεο που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν αμέτρητες πληροφορίες που δε μεταφέρονται από την εικόνα επειδή (α) η εικόνα είναι ένα μέρος μόνο κάθε πραγματικότητας, και, (β) επειδή ακόμα και αυτή μας έρχεται από αλλού –δεν είναι η εικόνα που βλέπουμε εμείς με τα μάτια μας, εκείνη τη στιγμή. Επειδή, ωστόσο, η εικόνα είναι πράγματι τόσο έντονη, βραχυκυκλώνουμε το μυαλό μας ώστε να πιστεύει ότι βιώνει αυτό που βλέπουν τα μάτια μας. Και αυτό είναι απολύτως λάθος και απολύτως αντιπαραγωγικό, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς.

Κάθε κατάσταση που βρίσκεται μπροστά μας, απαιτεί μια συμμετοχή· ο τρόπος της συμμετοχής προσδιορίζεται από την ίδια την κατάσταση και από τις αρχές που έχουμε επιλέξει να καθορίζουν τη ζωή μας. Αν αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία υπάρχει ένα πρόβλημα (και το γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς –δε χρειαζόμαστε το ντοκιμαντέρ του National Geographic για να το μάθουμε) και θεωρούμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι, το κάνουμε. Ναι, είναι τόσο απλό και, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες της εποχής μας, μπορούμε να το κάνουμε χωρίς καν να χρειαστεί να πάμε στην Ιαπωνία (αν δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο). Υπάρχουν εκατοντάδες πρότζεκτ/δράσεις που έχουν στόχο τη βοήθεια των ανθρώπων αυτών, οπότε καθένας μπορεί να διαλέξει ποιο του ταιριάζει περισσότερο (ή
ποιο εμπιστεύεται περισσότερο) και να το υποστηρίξει. Αυτό είναι πράξη, έστω και δια αντιπροσώπου –ναι, με δεδομένη τη μορφή των κοινωνιών μας, μερικές φορές χρειάζεται να αρκεστούμε σ’ αυτό. Από την άλλη, η συνεχής έκθεση σε εικόνες, δεν είναι πράξη –απλώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση της συμμετοχής και, στην ουσία, υπέρ-τονώνει το εγώ μας (λες και δεν είναι αρκετά υπερτονωμένο!)

Στη βάση της διδασκαλίας του Βούδα, βρίσκεται η εξέταση του εγώ και, στη συνέχεια, η εξάλειψή του· το συγκεκριμένο κομμάτι της βουδιστικής διδασκαλίας έχει προκαλέσει αρκετή σύγχυση σε πολύ κόσμο ενώ στη βάση του είναι πολύ απλό: το ζητούμενο δεν είναι να πάψουμε να υπάρχουμε αλλά να συνειδητοποιήσουμε ποιο κομμάτι της ύπαρξής μας λειτουργεί παραγωγικά και ποιο όχι και από εκεί και πέρα, να λειτουργούμε με βάση το πρώτο και όχι το δεύτερο. Αν μια σκέψη και μια πράξη δεν έχουν στόχο να βελτιώσουν μια κατάσταση, είναι σχεδόν απολύτως βέβαιο ότι έχουν στόχο να τονώσουν (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας ή την αίσθησή μας ότι έχουμε εαυτό. Και, με το συμπάθιο, αν δε μας αρκεί η πραγματικότητα για να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εαυτό, κάτι κάνουμε λάθος...

Tuesday, April 12, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (XVIII): Ένα βιβλίο από το Ίντερνετ για την Ιαπωνία


Για μια ακόμα φορά αρχίζω ένα ποστ λέγοντας «για μια ακόμα φορά», όμως οι επείγουσες καταστάσεις χρειάζονται και επείγοντα μέτρα! Επιτρέψτε μου αυτή τη φορά να ξεφύγω πολύ (νομίζω) από το Ζεν και να γράψω για κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό –για ένα project που φτιάχτηκε 100% μέσα στο Ίντερνετ και το οποίο έχει σαν στόχο του τη βοήθεια των θυμάτων από την καταστροφή στην Ιαπωνία. Πρόκειται για το e-book «2:46: Aftershocks: Stories from the Japan Earthquake» το οποίο συνελήφθη ως ιδέα στο Twitter, ολοκληρώθηκε εντός μιας εβδομάδας και κυκλοφορεί πλέον από το Amazon (.com και .co.uk). Το βιβλίο περιέχει μαρτυρίες –τόσο σε μορφή κειμένου, όσο και σε μορφή φωτογραφιών- των ανθρώπων που έζησαν τον μεγάλο σεισμό και δίνει ένα μοναδικό στιγμιότυπο εκείνης της πρώτης ημέρας, χωρίς την τρομολαγνεία των ΜΜΕ και χωρίς τις υστερικές κορώνες τόσο αυτών που είναι υπέρ της πυρηνικής ενέργειας όσο και αυτών που είναι κατά.

Τα έσοδα του βιβλίου θα δοθούν στο σύνολό τους στον Ιαπωνικό Ερυθρό Σταυρό –κανείς δεν εισπράττει ούτε ένα σεντ και ακόμα και το Amazon δέχθηκε να μην κρατήσει τη νόμιμη προμήθειά του. Πέρα από τους «ανώνυμους» που έχουν συμβάλλει στο περιεχόμενο μπορεί κανείς να δει και ονόματα όπως αυτό του Ουίλιαμ Γκίμπσον και της Γιόκο Όνο, ενώ το όλο πράγμα έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών μεγάλων και μικρών ΜΜΕ και είμαι σίγουρος ότι θα κινήσει και ακόμα περισσότερο όσο περνούν οι μέρες. Αυτό που κάνει το πράγμα ενδιαφέρον, τουλάχιστον για μένα, είναι η ιντερνετική του διάσταση: οι άνθρωποι που έφτιαξαν το βιβλίο δε γνωρίζονται μεταξύ τους· ΟΚ, ίσως κάποιοι να γνωρίζονται καθώς πολλοί από αυτούς είναι ξένοι που ζουν στην Ιαπωνία, όμως οι περισσότεροι συμμετέχουν ευαισθητοποιημένοι μόνο από τα tweets που αντάλλαξαν τις πρώτες μέρες μετά τον σεισμό. Και αυτό για κάποιον που ζει στο Ίντερνετ (ναι, ξέρω, ξέρω αλλά διαβάστε παρακάτω) είναι πολύ αξιόλογο.

Η ενασχόλησή μου με το Ίντερνετ πάει αρκετά χρόνια πίσω –για την ακρίβεια, αρκετά χρόνια πριν ασχοληθώ σοβαρά με το Ζεν. Τότε, μέσω διαφόρων στηλών που είχα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και μέσω ενός πρώτο-μπλογκ που λεγόταν S.N.A.F.U. (μπορείτε να το βρείτε εδώ
είναι ρέπλικα καθώς το πρωτότυπο σάιτ έχει κατέβει εδώ και πολύ καιρό) έγραφα, αρκετά ρομαντικά και, ίσως με κάποια αφέλεια, ότι το Ίντερνετ μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων προς το καλύτερο. Αν και πλέον εξακολουθώ να το πιστεύω, τα χρόνια που μεσολάβησαν με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η ολοένα και αυξανόμενη διείσδυση του Ίντερνετ στη ζωή μας έχει ορισμένες δυσάρεστες συνέπειες ως προς την αντίληψή μας για την πραγματικότητα –ναι, αυτό έχει σχέση με το Ζεν! Εν ολίγοις, η συμμετοχή στα online πράγματα, μας κάνει συχνά να μπλεκόμαστε σε μια παραίσθηση και να θεωρούμε ότι ο online κόσμος είναι το ίδιο με τον αληθινό, κάτι που δεν ισχύει αλλά που το αισθανόμαστε τόσο έντονα ώστε τελικά λειτουργούμε σαν να ισχύει.

Παρόλα αυτά, το Ίντερνετ είναι κομμάτι της ζωής πολλών από εμάς και επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε, επικοινωνούμε και φερόμαστε. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, όπως αυτή του συγκεκριμένου project/βιβλίου μπορεί να επηρεάσει και τη ζωή πολλών άλλων –ανθρώπων που δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ και που πιθανότατα δεν πρόκειται και να γνωρίσουμε ποτέ. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους συντελεστές αλλά –βασικά- στους ανθρώπους που θα πάρουν τα χρήματα από τον Ιαπωνικό Ερυθρό Σταυρό και που η πραγματικότητά τους θα αλλάξει προς το καλύτερο, έστω και λίγο. Αν το Ίντερνετ εξακολουθεί να προσφέρει τέτοιες δυνατότητες (και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις προσφέρει), προσωπικά πιστεύω ότι αξίζει το ρίσκο των δυσάρεστων συνεπειών του· σε τελική ανάλυση, είναι στην κρίση καθενός να διατηρήσει το ένα του πόδι (και κατά προτίμηση και τα δύο) στην πραγματικότητα και να μη χαθεί μέσα στη φαντασίωση του εικονικού κόσμου.

Αν και το θέμα σηκώνει πάρα πολλή συζήτηση (και σχετική με το Ζεν καθώς βρισκόμαστε σε ένα μπλογκ που σχετίζεται με το αντικείμενο), προς το παρόν θα μείνω στο βασικό μου point: κάντε κλικ στο σχετικό λινκ αριστερά επάνω ή εδώ http://www.quakebook.org/ πηγαίνετε στο σάιτ, δείτε περί τίνος πρόκειται και, αν το αντέχετε, αγοράστε ένα αντίγραφο ή πείτε το παραπέρα –στο Twitter, στα μπλογκ, στο Facebook ή όπου αλλού έχετε πρόσβαση (για τους λιγότερο Ιντερνετοποιημένους, υπάρχει και αφισέτα την οποία μπορείτε να τυπώσετε και να κολλήσετε κάπου). Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι έχω ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ιαπωνία όμως ακόμα και αν παρακάμψετε το δικό μου ενδιαφέρον, το project αξίζει και ο σκοπός είναι καλός.

Wednesday, March 30, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (XVII): Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος


Είναι περίεργο πώς μερικά πράγματα που συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια, μένουν στη μνήμη σου και αποκτούν σημασία μετά από, γκχμμμ, πολλά χρόνια. Πάρτε για παράδειγμα τον τίτλο του ποστ αυτού: οι σημερινοί σαραντάρηδες (και, φαντάζομαι, πενηντάρηδες) θα αναγνωρίσουν έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της δεκαετίας του ’70, τον Μενέλαο Λουντέμη και ένα από τα πιο γνωστά του βιβλία –ίσως το γνωστότερο μετά το «Ένα παιδί μετράει τα’ άστρα». Θα πρέπει να πω ότι, όπως και πολλοί συνομήλικοί μου, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα το γράψιμο του Λουντέμη, άσχετα αν διάβασα τα βιβλία του. Απλώς ήταν κάτι σαν υποχρεωτικό ανάγνωσμα εκείνης της εποχής, ειδικά σε κάποιους κύκλους. Και, βεβαίως, το σημαντικό ήταν να μπορείς να πεις (και ειδικά με περισπούδαστο ύφος) μερικά τσιτάτα του στην κατάλληλη στιγμή. Αν δεν θυμόσουν κάποιο, μπορούσες απλώς να πεις τους τίτλους –και εδώ, το σημαντικό ήταν το τάιμινγκ.

Εν ολίγοις, στη συνείδησή μου, οι τίτλοι του Λουντέμη παρέμειναν πάντα σαν κλισέ. Όμως, ειλικρινά, ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν άκουσα εχτές ότι οι κερασιές ξεκίνησαν να ανθίζουν στην Ιαπωνία. Όπως κάθε χρόνο αυτή την εποχή, ανεξάρτητα από το πόσα Ρίχτερ ήταν ο σεισμός της 11ης Μαρτίου, πόσα μέτρα έφτασε το τσουνάμι, πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, αγνοούνται ή είναι άστεγοι στο Τοχόκου, πόσους βαθμούς έχει φτάσει η θερμοκρασία στις δεξαμενές του αντιδραστήρα 3 και πόσα Μπεκερέλ είναι η ραδιενέργεια στο σπανάκι από το Ιμπαράκι. Και είναι ενδιαφέρον ότι η ίδια φύση που ξεχύθηκε με τόση μανία επάνω στην Ιαπωνία πριν από είκοσι μέρες, είναι η ίδια φύση που θα κάνει τις κερασιές να ανθίσουν. Και φέτος.

Προτιμώ να αποφύγω τα περί του συμβολισμού της κερασιάς στον ιαπωνικό πολιτισμό –είμαι σίγουρος ότι όσοι τον ξέρουν, τον ξέρουν και όσοι δεν τον ξέρουν, μπορούν να τον βρουν πολύ εύκολα αν ψάξουν. Εκείνο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ λιγάκι, προσπαθώντας να παραμείνω εντός των ορίων του μπλογκ (ή μη μόνον για να απολογηθώ εμμέσως για άλλη μια εξαφάνιση), είναι ότι ακριβώς το ότι οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος, μπορεί να αποτελέσει μια από τις πιο εντός του πνεύματος του Ζεν δηλώσεις που θα μπορούσε να κάνει κανείς αναλογιζόμενος τα τεκταινόμενα στην Ιαπωνία τις τελευταίες αυτές μέρες. Προφανώς αυτά που έγιναν, έγιναν και προφανώς η επανόρθωσή τους θα πάρει χρόνο και θα απαιτήσει τεράστιες προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα. Λιγότερο προφανώς, το μέγεθος της καταστροφής, έχει ήδη δρομολογήσει μια σειρά από αλλαγές στην κοινωνική συνείδηση των Ιαπώνων, αλλαγές που θα δούμε εντός των προσεχών χρόνων ανάγλυφες μπροστά μας –όσοι έχετε υπομονή και/ή ενδιαφέρον, θυμηθείτε το αυτό και ελάτε να το ξανασυζητήσουμε σε δέκα χρόνια από τώρα.

Όμως αυτά δεν αναιρούν την πραγματικότητα: οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος. Όπως άνθισαν και πέρσι (χωρίς σεισμό, τσουνάμι και πυρηνικό ατύχημα) και όπως θα ανθίσουν και του χρόνου (επίσης, ελπίζω). Και όπως κάθε χρόνο, οι Ιάπωνες θα βγουν στα πάρκα για να καθίσουν και να τις δουν –πιθανότατα με πιο βαριά καρδιά από άλλες φορές, αλλά με τη συνείδηση ότι αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι μοναδικό, ακόμα και αν γίνεται κάθε χρόνο. Αν, τελικά, ο λαός αυτός έχει πάρει κάτι από τον Βουδισμό (και ταυτόχρονα, από το ανισόρροπο κομμάτι της φύσης πάνω στο οποίο έχει χτίσει τον πολιτισμό του), αυτό είναι η διαρκής υπενθύμιση της αξίας της στιγμής και, κατ’ επέκταση η απόρριψη του παρελθόντος μόλις αυτό πάψει να είναι παρόν και γίνει παρελθόν. Ειλικρινά τώρα, η φράση «οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» δε θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια από εκείνες τις απαντήσεις που τα βιβλία λένε ότι δίνουν οι δάσκαλοι του Ζεν στους πεινασμένους για «φώτιση» και «Αλήθεια» μαθητές τους; Και αν ήταν μια τέτοια φράση, δε θα έλεγε ακριβώς όσα χρειάζεται;

Sunday, March 13, 2011

Εκ της Διευθύνσεως (ΧVI): Περί Ιαπωνίας


Επειδή όσοι διαβάζετε το μπλογκ ξέρετε για τις σχέσεις μου με την Ιαπωνία, φαντάζομαι ότι ίσως περάσ
ατε μια βόλτα για να διαβάσετε κάτι σχετικό. Αντί άλλου κειμένου, μεταφράζω ένα ποστ του Ρένφιλντ Κουρόντα, ενός ακόμα φίλου από το περιβάλλον του Μπραντ Ουόρνερ ο οποίος ζει στο Τόκιο. Ναι, από μια περίεργη σύμπτωση και το αμέσως προηγούμενο ποστ που είχα ανεβάσει ήταν αναδημοσίευση από τον Μπραντ ενός άρθρου που είχε βρει ο Ρεν στην εφημερίδα. Χωρίς άλλη καθυστέρηση λοιπόν, να τι λέει ένας άνθρωπος ο οποίος αυτή τη στιγμή μεγαλώνει δύο μικρά παιδιά στη χώρα από την οποία προέρχονται οι φρικτές εικόνες που βλέπουμε στην τηλεόραση.

reality check
13/3/2011 09:37:00
MM

Ναι, ακόμα είμαστε μια χαρά.
Για την ιστορία, το Τόκιο είναι πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Σεντάι. Ο σεισμός στο Τόκιο ήταν μεγάλος και άσχημος όμως χάρη σε μερικούς από τους πιο αυστηρούς οικοδομικούς κανονισμούς στον κόσμο, οτιδήποτε έχει χτιστεί στην πόλη τα τελευταία 20 χρόνια είναι απολύτως ασφαλές. Όμως αρκετά για μένα. Ας μιλήσουμε για ΣΑΣ και για το τι πρέπει να κάνετε ΕΣΕΙΣ. Δύο πολύ σημαντικά πράγματα:

1. Σταματήστε να χαραμίζετε πολύτιμους επικοινωνιακούς πόρους. Υπάρχει έλλειψη ρεύματος και η τηλεφωνική επικοινωνία ακόμα δεν είναι πολύ καλή. Ξέρω ότι αυτό ακούγεται πολύ σκληρό αλλά δεν είναι πιο σκληρό από έναν σεισμό 9R και ένα τσουνάμι ύψους 10 μέτρων.

Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι των οποίων αγνοείται η τύχη. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΥΤΟΙ χρειάζονται τη σύνδεση του κινητού περισσότερο από εσάς. Υπάρχουν κυριολεκτικά εκατομμύρια άνθρωποι με ελάχιστο ή καθόλου ρεύμα (οι οποίοι δεν έχουν ούτε νερό γιατί οι αντλίες δουλεύουν με ρεύμα, ούτε βενζίνη γιατί και αυτές οι αντλίες δουλεύουν με ρεύμα κ.λπ.) οπότε μην το χαραμίζετε. Αν θέλετε να βρείτε κάποιον, περάστε από το Google person finder

2. Αντί να στέλνετε τις «σκέψεις» σας ή τις «προσευχές» σας ή οτιδήποτε άλλο σας κάνει να νιώθετε καλά, στείλτε λεφτά. Όσο περισσότερα γίνεται, κατευθείαν στον Ερυθρό Σταυρό ή σε οποιονδήποτε άλλο τέτοιο οργανισμό που μετατρέπει άμεσα και αποτελεσματικά τα λεφτά σε σωτηρία ζωών. Και πάλι ακούγομαι σκληρός; Η οικογένειά μου κι εγώ είμαστε μια χαρά, όμως δεκάδες χιλιάδες δεν είναι. Συγνώμη αλλά οι σκέψεις σας δε βοηθούν. Στείλτε λεφτά. Τώρα. Όσο περισσότερα μπορείτε.

Και τέλος, σταματήστε να ανησυχείτε για την επερχόμενη πυρηνική καταστροφή. Δεν πρόκειται να γίνει. Ναι, είμαι υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, όμως στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα και δε θα γίνουν τόσο άσχημα. Αν και μπορεί όντως να γεννήσει τον Γκοτζίλα, η τραγωδία του πυρηνικού αντιδραστήρα δεν πρόκειται να μολύνει όλη την Ιαπωνία. Διαβάστε αυτό και μετά
ξαναδιαβάστε το . Και στη συνέχεια, φιλτράρετε όλες τις παπαριές που ακούτε στα ΜΜΕ μέσα από έναν χοντρό φακό γεγονότων, πραγματικότητας και φυσικής.

Και αφού το κάνετε, πηγαίνετε να κάνετε μια χρηματική δωρεά. Εσείς έχετε άφθονα ενώ αρκετές χιλιάδες οικογένειες τώρα πια δεν έχουν παρά λάσπη και χαμένα όνειρα.

Το λινκ για το πρωτότυπο άρθρο είναι
το: http://networkedblogs.com/fmsII

Saturday, March 5, 2011

Ο Βουδισμός που πεθαίνει

[...]

Το παρακάτω είναι ένα κείμενο από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης που μου έστειλε ο φίλος μου ο Ρεν Κουρόντα. Απολαύστε το:

14 Ιουλίου 2008
Ίσως ο Βουδισμός να πεθαίνει στην Ιαπωνία
Του Νοριμίτσου Ονίσι

Όγκα, Ιαπωνία –Οι Ιάπωνες είχαν πάντα μια χαλαρή προσέγγιση στη θρησκεία, μια προσέγγιση που θυμίζει λίγο τη συμπεριφορά μπροστά σε έναν μπουφέ: αποχαιρετούν τον παλιό χρόνο σε βουδιστικούς ναούς και λίγο αργότερα καλωσορίζουν τον καινούριο σε σιντοϊστικά τεμένη και παντρεύονται με την ίδια ευκολία ακολουθώντας τα τελετουργικά του Σίντο ή του Χριστιανισμού.

Αν πρόκειται για κηδείες, ωστόσο, είναι παραδοσιακά και σχεδόν μονολιθικά βουδιστές –σε σημείο μάλιστα που ο Βουδισμός στην Ιαπωνία συχνά να αποκαλείται «Βουδισμός των κηδειών» (funeral Buddhism) καθώς η συγκεκριμένη θρησκεία έχει σχεδόν το μονοπώλιο στις περίπλοκες (και προσοδοφόρες) τελετές που σχετίζονται με τις ταφές και τα μνημόσυνα. Η έκφραση αυτή όμως, περιγράφει και μια θρησκεία που, καθώς ασχολείται περισσότερο με τις ανάγκες των νεκρών παρά με αυτές των ζωντανών, χάνει σιγά-σιγά τη θέση της στην ιαπωνική κοινωνία.

«Αυτή είναι η εικόνα που προβάλει ο Βουδισμός των κηδειών» λέει ο Ριόκο Μόρι, ο επικεφαλής ιερέας του, ηλικίας 700 ετών, ναού Ζουΐκοτζι εδώ στη βόρεια Ιαπωνία. «Στο Ισλάμ ή στον Χριστιανισμό, κάνουν κηρύγματα για πνευματικά ζητήματα, όμως στην Ιαπωνία τώρα πια πολύ λίγοι βουδιστές ιερείς κάνουν κάτι τέτοιο». Ο κ. Μόρι, ο οποίος είναι 48 ετών και είναι ο 21ος επικεφαλής ιερέας του ναού, δεν είναι βέβαιος ότι ο ναός του θα καταφέρει να δει και τον 22ο. «Αν ο ιαπωνικός Βουδισμός δεν αναλάβει δράση τώρα, θα πεθάνει», λέει. «Δεν έχουμε περιθώριο να περιμένουμε –πρέπει να κάνουμε κάτι».

Σε όλη την Ιαπωνία, ο Βουδισμός αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα. Ορισμένα από αυτά είναι γνώριμα στις θρησκείες και άλλων ευημερουσών χωρών ενώ κάποια άλλα είναι μοναδικά εδώ. Η έλλειψη διαδόχων, για παράδειγμα, θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια κάποιων οικογενειακών ναών σε όλη τη χώρα, ενώ πρόβλημα υπάρχει και με την κατανομή του πληθυσμού: στις αστικές περιοχές, το ενδιαφέρον για τον Βουδισμό μειώνεται ενώ στην επαρχία που οι δεσμοί της θρησκείας με την κοινότητα είναι πιο ισχυροί, υπάρχει το ζήτημα της μείωσης του πληθυσμού καθώς οι γηραιότεροι πεθαίνουν και το ποσοστό των γεννήσεων παραμένει χαμηλό.

Ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα πάντως, είναι ότι ο Βουδισμός χάνει την επαφή του με τη βιομηχανία των κηδειών, καθώς όλο και περισσότεροι Ιάπωνες στρέφονται σε γραφεία τελετών ή επιλέγουν να μην κάνουν καθόλου κηδείες. Στην επόμενη γενιά αναμένεται ότι πολλοί επαρχιακοί ναοί θα κλείσουν, παίρνοντας μαζί τους αιώνες τοπικής ιστορίας και συμβάλλοντας στο δημογραφικό πρόβλημα που μαστίζει την επαρχιακή Ιαπωνία. Εδώ στην Όγκα της επαρχίας Ακίτα, στην ομώνυμη χερσόνησο που βλέπει προς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας, οι βουδιστές ιερείς βρίσκονται αντιμέτωποι με τους αριθμούς που δείχνουν ξεκάθαρα την παρακμή της αλιείας και τη μείωση του πληθυσμού.

«Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο πληθυσμός είναι περίπου ο μισός από όσο ήταν στην καλύτερή του φάση και ότι όλες οι δουλειές έχουν επίσης πέσει στο μισό» λέει ο Γκίτζου Σακαμότο, 74 ετών, ο 91ος επικεφαλής ιερέας του παλιότερου ναού της Ακίτα, του Τσοράκουτζι (ο ναός ιδρύθηκε γύρω στο 860 μ.Χ.). «Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, το να επιμένουμε ότι έχουμε μια θρησκεία και μια μακρά ιστορία –για την ακρίβεια, τη μακρύτερη στην Ακίτα- είναι σαν παραμύθι. Δεν έχει κανένα νόημα. Αυτός είναι και ο λόγος που πιστεύω ότι το μέρος αυτό δεν έχει καμία ελπίδα». Προκειμένου να επιβιώσει ο ναός του, ο οποίος βρίσκεται σε ένα ακρωτήριο πάνω από ένα ψαράδικο χωριό, ο κ. Σακαμότο έχει ρίξει το βάρος της δραστηριότητάς του σε ένα γηροκομείο και σε έναν καινούριο ναό σε ένα αναπτυσσόμενο προάστιο της πόλης Ακίτα Σίτυ. Ο ναός αυτός, ωστόσο, έχει προσελκύσει μόλις 60 νοικοκυριά στα δύο χρόνια λειτουργίας του, αριθμός πολύ μικρότερος από τα 300 που χρειάζεται προκειμένου να είναι οικονομικά βιώσιμος.

Για πολλούς αιώνες, οι συνηθισμένοι βουδιστικοί ναοί (οι οποίοι περνούσαν από τον πατέρα στον μεγαλύτερο γιο), εξυπηρετούσαν έναν συγκεκριμένο αριθμό ενοριτών-μελών και σχεδόν ποτέ δεν προσηλύτιζαν καινούριους πιστούς –τα 300 νοικοκυριά ήταν αρκετά για να έχει δουλειά ο επικεφαλής ιερέας του ναού και η σύζυγός του. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει. Ο αριθμός των ναών μειώνεται (από 86.586 σε 85.994 για το έτος 2000, σύμφωνα με την ιαπωνική Υπηρεσία Πολιτισμού) και παράλληλα μειώνεται και ο αριθμός των ενοριτών-μελών ανά ναό.

«Χρειάζεται να βρούμε άλλες δουλειές –ο ναός δεν είναι αρκετός», λέει η 73χρονη Κιό Κον, σύζυγος του επικεφαλής ιερέα του Κογκάκουϊν, ενός ναού της περιοχής που έχει 170 νοικοκυριά στην ενορία του. Η Κιό Κον εργαζόταν σε έναν παιδικό σταθμό, ενώ ο σύζυγός της σε ένα γραφείο χωροταξικού σχεδιασμού. Όχι πολύ μακριά, στο Ντοσότζι, έναν ναό που πλέον έχει μόλις 85 νοικοκυριά (και αυτά αποτελούμενα βασικά από ηλικιωμένους), ο επικεφαλής ιερέας, ο 59χρονος Τζόκαν Τακαχάσι, αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα πολύ γνώριμο στις περισσότερες μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας: την εύρεση διαδόχου. Ο μεγαλύτερός του γιός έχει εκπαιδευτεί ως βουδιστής ιερέας, όμως ο κ. Τακαχάσι δεν είναι σίγουρος αν θα του ζητήσει να αναλάβει τον ναό. «Ο γιος μου μεγάλωσε χωρίς να ξέρει τίποτα άλλο από τον κόσμο πέρα απ’ αυτόν τον ναό και μου είπε ότι δεν αισθάνεται ελεύθερος», μας λέει εξηγώντας μας γιατί ο γιος του, ο οποίος είναι πλέον 28 ετών, εργάζεται σε μια εταιρεία σε μια γειτονική πόλη. «Μου ζήτησε να τον αφήσω ελεύθερο όσο καιρό θα συνεχίσω να εργάζομαι και ότι θα έρθει να αναλάβει τον ναό όταν θα φτάσει στα 35 του. Ωστόσο, αν σκεφτούμε το μέλλον, το να πιέσεις έναν νέο άνθρωπο να αναλάβει έναν τέτοιο ναό, ίσως είναι απάνθρωπο», λέει ο κ. Τακαχάσι καθώς μας ξεναγεί στην πιο σημαντική αίθουσα του ναού του: μια εσωτερική αίθουσα γεμάτη με ξύλινα ντουλάπια τα οποία, λέγεται, ότι φιλοξενούν τα πνεύματα των προγόνων των ενοριτών-μελών του.

Πρόσφατα, ένα πρωινό, ο κ. Μόρι (ο ιερέας του ηλικίας 700 ετών ναού), ξεκίνησε την μέρα του με μια επίσκεψη σε μια οικογένεια καλλιεργητών ρυζιού για το 33ο μνημόσυνο του παππού της οικογένειας· ο κ. Μόρι υποκλίθηκε μπροστά στο προσευχητάρι της οικογένειας και έψαλε σούτρες. Αργότερα επανέλαβε το τελετουργικό αυτό σε ένα άλλο νοικοκυριό, αυτή τη φορά για την έβδομη επέτειο του θανάτου του παππού της οικογένειας. Το θέμα είναι όμως ότι όλο και περισσότεροι Ιάπωνες, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, παρακάμπτουν τις παραδόσεις αυτές –πολλοί δεν ανήκουν πια σε ναούς και όταν πεθαίνουν οι συγγενείς τους, στρέφονται στα γραφεία τελετών τα οποία, αν τους ζητηθεί, συνεργάζονται με βουδιστές ιερείς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Σύμφωνα με μια έρευνα που έκανε το 2007 η Ιαπωνική Ένωση Καταναλωτών, το μέσο κόστος μιας κηδείας –χωρίς το κόστος του χώρου ταφής- ήταν 21.500 δολάρια, 5.100 από τα οποία κάλυπταν το κόστος της λειτουργίας που εκτελούσε ένας βουδιστής ιερέας.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σχεδόν όλοι οι Ιάπωνες έκαναν τις κηδείες στα σπίτια τους ή σε ναούς και ο τοπικός βουδιστής ιερέας έπαιζε σημαντικό ρόλο στις τελετές αυτές, όμως ειδικά στην τελευταία δεκαετία, παρουσιάστηκε μια μεγάλη μετακίνηση προς τα γραφεία τελετών. Σύμφωνα με την Ένωση Καταναλωτών, το 1999, το 62 τοις εκατό εξακολουθούσε να κάνει τις κηδείες στο σπίτι ή στους ναούς ενώ το 30 τοις εκατό επέλεγε τα γραφεία τελετών, όμως το 2007 τα ποσοστά είχαν αντιστραφεί: το 28 τοις εκατό επέλεγε το σπίτι ή τον ναό και το 61 τοις εκατό τα γραφεία τελετών.

Πέραν αυτών, ένα ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό των Ιαπώνων, αποφασίζουν να αποτεφρώσουν τους δικούς τους χωρίς να κάνουν κανενός είδους κηδεία, όπως αναφέρει ο Νοριγιούκι Ουέντα, ανθρωπολόγος από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Τόκιο και ειδικός σε θέματα Βουδισμού. «Εξαιτίας όλων αυτών, οι βουδιστές ιερείς και οι ναοί τους, θα πάψουν να εμπλέκονται με τις κηδείες», λέει ο κ. Ουέντα και συνεχίζει αναφέροντας ότι ο ιαπωνικός Βουδισμός έχει χάσει την πνευματική του πλευρά κυρίως επειδή την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας αλλά διαμόρφωσε και στενούς δεσμούς μαζί του. Με τους βουδιστές ιερείς να τιμούν τους νεκρούς στρατιώτες και να τους δίνουν ειδικά μεταθανάτια βουδιστικά ονόματα, κάθε συζήτηση περί φιλειρηνικότητας ακουγόταν κενή νοήματος.

Ο κ. Μόρι, ο ιερέας, αναφέρει ότι μετά τον πόλεμο υπήρξε μεγάλη ζήτηση για πολυτελείς κηδείες και για βαρύγδουπα βουδιστικά ονόματα. Τα ονόματα αυτά, τα καλύτερα από τα οποία παραδοσιακά δίνονταν σε ανθρώπους που είχαν ζήσει έντιμη ζωή, πλέον απλώς πωλούνται και αγοράζονται χωρίς να δίνει κανείς σημασία από το πώς είχε ζήσει τη ζωή του ο νεκρός. «Οι στρατιώτες που έδωσαν τη ζωή τους για τη χώρα πήραν ιδιαίτερα μεταθανάτια βουδιστικά ονόματα, οπότε όλοι άρχισαν να ζητούν κάτι τέτοιο και οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη», λέει ο κ. Μόρι. «Όλοι γίνονταν πιο πλούσιοι και όλοι ήθελαν ένα τέτοιο όνομα, όμως αυτό το πράγμα χάλασε την εικόνα μας»· προσθέτει μάλιστα ότι η ψηλότερη τιμή που έφτασε ένα τέτοιο όνομα στην Ακίτα ήταν περί τα 3000 δολάρια, ποσό ελάχιστο σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές στο Τόκιο.

Γεγονός είναι ότι η κακή αυτή εικόνα ενισχύεται από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι συναλλαγές γύρω από τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Δεν υπάρχουν τιμοκατάλογοι και επαφίεται στην κρίση της κάθε οικογένειας να δώσει ό,τι καταλαβαίνει· και οι συγγενείς γενικά αισθάνονται μια σιωπηλή πίεση να είναι αρκετά γενναιόδωροι. Τα χρήματα δίνονται μέσα σε κλειστούς φακέλους και δε δίνονται αποδείξεις ενώ οι ναοί, έχοντας νομική υπόσταση θρησκευτικής οργάνωσης, δεν πληρώνουν φόρους.

Εξαιτίας –εν μέρει- αυτής της κατάστασης, ο Καζούμα Χαγιάσι, 41 έτους, ένας βουδιστής ιερέας χωρίς δικό του ναό, ίδρυσε πριν από τρία χρόνια την εταιρεία Obohsan.com (ομπόσαν/obohsan σημαίνει ιερέας) σε ένα προάστιο του Τόκιο. Η εταιρεία στέλνει freelancer βουδιστές ιερείς σε κηδείες και άλλες λειτουργίες παρακάμπτοντας εντελώς τα γραφεία τελετών και άλλους μεσάζοντες. Οι τιμές τους, οι οποίες είναι τουλάχιστον 30 τοις εκατό χαμηλότερες από τον μέσο όρο, αναφέρονται ξεκάθαρα στο σάιτ της εταιρείας, ενώ τα μέλη έχουν και μια επιπλέον έκπτωση 10 τοις εκατό. «Δίνουμε ακόμα και αποδείξεις», λέει ο κ. Χαγιάσι και υποστηρίζει ότι αντί να απομακρύνει ακόμα περισσότερο ον ιαπωνικό Βουδισμό από τις πνευματικές του ρίζες, προτίμησε να προσελκύσει πελάτες με τις τιμές του· το ακριβότερο μεταθανάτιο όνομα κοστίζει 1500 δολάρια, τιμή που είναι εξαιρετικά χαμηλή για τα δεδομένα της αγοράς.

«Ξέρω ότι ο Βουδισμός αρχικά δεν είχε σχέση μ’ όλα αυτά», λέει ο κ. Χαγιάσι σε σχέση με το θέμα των ονομάτων «όμως είναι κάτι που ζητούν οι πελάτες μας. Κάποιοι το θέλουν πάρα πολύ και αυτή τους την επιθυμία πρέπει κάπως να την καλύψουμε». Αφού ζητάει συγνώμη για την παρέκκλισή του από τα ιδεώδη του Βουδισμού, ο κ. Χαγιάσι κλείνει λέγοντας ότι προσφέρει στους πελάτες του ένα ιδιαίτερο όνομα μεν, αλλά τους προειδοποιεί πάντοτε ότι «Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να πάει κανείς στα μαγαζιά και να ψωνίσει μια ακριβή τσάντα, π.χ. της Gucci».

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008


Thursday, February 17, 2011

Πώς καταλαβαίνω ότι το έχω παρακάνει με το Ίντερνετ


Τον τελευταίο καιρό μου συμβαίνουν πολλά στον πραγματικό κόσμο. Πριν από κάνα-δυο βδομάδες, συνειδητοποίησα κάπως απότομα αλλά με πολλή βεβαιότητα ότι το Μπρούκλιν δεν είναι το κατάλληλό μέρος για να ζω. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι αυτό, όμως αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε φάση να τους απαριθμήσω –αυτό που έχει σημασία είναι ότι μου ήρθαν όλοι μονομιάς στο κεφάλι και έγινε σαφές ότι το πιο σωστό πράγμα που είχα να κάνω, ήταν να μετακομίσω. Στην παρούσα στιγμή ήμουν απολύτως απροετοίμαστος να μετακομίσω καθώς είμαι έτοιμος να ξεκινήσω για μια περιοδεία έξι εβδομάδων στις Μεσοδυτικές πολιτείες και τη Φλόριντα (ναι, αυτά συμβαίνουν όταν προγραμματίζεις ο ίδιος της περιοδείες σου και τυγχάνεις κάπως ηλίθιος). Μόλις είχα μεταφέρει κάποια από τα πράγματά μου στο σπίτι μου στο Μπρούκλιν, με αποτέλεσμα να έχω πλέον πιο πολλά πράγματα από όσα χωράει το PT Cruiser μου και είχα σχεδιάσει μια σειρά από πράγματα με δεδομένο ότι θα βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Όμως η κατάσταση απαιτούσε δράση και έπρεπε να κάνω αυτό που ήταν αναγκαίο. Και το έκανα.

Ο υπόλοιπος κόσμος δεν έδωσε καμία σημασία στην ανάγκη μου να ηρεμήσω κάπως και να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα κέρατα. Έτσι, και ενώ έψαχνα σα μουρλός να βρω ένα μέρος να μείνω, παράλληλα έκανα πρόβες και ένα λάιβ με τους Zero Defex, έκανα γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή μου, έπαιξα σε μια ταινία που γυρίζει ένας φίλος (του είχα υποσχεθεί ότι θα έπαιζα), άλλαξα την περιοδεία μου ώστε να μπορέσω να ταξιδέψω από το Άκρον και όχι από τη Νέα Υόρκη, φρόντισα να εξασφαλίσω ότι θα φτάσω στα διάφορα μέρη της περιοδείας εγκαίρως και ότι θα έχω κάπου να μείνω, έγραψα ένα καινούριο βιβλίο, έγραψα κάτι άρθρα που μου είχαν ζητήσει (δωρεάν φυσικά –γκρρρρρρρρ) –καταλαβαίνετε την κατάσταση, ελπίζω. Εν ολίγοις, όπως έλεγε και ένας Κινέζος συνάδελφός μου στην Tsuburaya Productions, είχα «τη δουλειά της αρκούδας».

Και, βεβαίως, έτσι για να γίνει η ζωή μου πιο ενδιαφέρουσα, καθώς ταξίδευα για την πρώτη μου εμφάνιση, στο Λόρενς του Κάνσας, πρόσεξα ότι το ψυγείο μου έχανε σα μουρλό και ότι το εξαφανιζόταν παράλληλα και το υγρό του τιμονιού. Έμεινα κάνα-δυο ώρες σε μια πόλη της Ιντιάνα που λέγεται Πλείνφιλντ μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια και όταν ήρθε, έπιασα την κουβέντα με τον οδηγό του γερανού προσπαθώντας να καταλήξω στο τι να κάνω μετά. Κατάλαβα ότι είχα μια ελπίδα να προλάβω να φτάσω στο Κέντρο Ζεν του Μισούρι στο Σεντ Λούις αρκεί να σταματούσα αρκετά συχνά και να συμπλήρωνα νερό στο ψυγείο –η λύση αυτή θα ήταν πιο οικονομική από το να περάσω το Σ/Κ σε κάποιο μοτέλ στο Πλέινφιλντ περιμένοντας να ανοίξουν τα συνεργεία το πρωί της Δευτέρας και στη συνέχεια να μείνω στο Πλέινφιλντ μέχρι ο μηχανικός να τελειώσει με τα’ αμάξι μου.

Τελικά έφτασα στο Σεντ Λούις αρκετά μετά τα μεσάνυχτα χωρίς να υπερθερμάνω τη μηχανή, αν και προς το τέλος το πρόλαβα στο τσακ. Την Κυριακή το πρωί, σηκώθηκα από τα χαράματα για να καθίσω με την ομάδα εκεί. Πολύ καλά παιδιά –έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μου κάνουν τη ζωή εύκολη και μάλιστα με πήγαν και στο τοπικό καλό δισκάδικο, το Vintage Vinyl Records και μου έφτιαξαν και ένα πολύ ωραίο κάρυ.

Με όλον αυτόν τον χαμό στον πραγματικό κόσμο, συνειδητοποίησα ότι βούλιαζα όλο και περισσότερο στον κυβερνοχώρο (*) Έτσι, πέρα από τις δεκάδες πραγματικές σχέσεις, τα προβλήματα και τις χαρές που έπρεπε να διαχειριστώ, διαχειριζόμουν παράλληλα και κάμποσα εικονικά πράγματα, κάποια σχετικά με το μπλογκ αυτό και κάποια όχι. Η διαφορά μεταξύ αυτών που μου συνέβαιναν στον πραγματικό κόσμο και των εικονικών, ήταν ότι σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, είχα μια αίσθηση ότι έλεγχα την κατάσταση. Ενώ δεν είχα πολλές επιλογές (ενίοτε και καθόλου επιλογές) ως προς το πώς να αντιμετωπίσω αυτά που συνέβαιναν στην πραγματική μου ζωή, φαινόταν να έχω κάποια επιλογή ως προς τη συμμετοχή μου σε κάποια πράγματα του εικονικού κόσμου της online επικοινωνίας. Μ’ άλλα λόγια, αισθανόμουν ότι μπορούσα να βουλιάξω στον κόσμο αυτόν (δηλαδή σ’ αυτόν εδώ!) όποτε ήθελα και να φύγω όποτε μου άρεσε –μια κατάσταση αρκετά ανακουφιστική σε σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα που δεν μπορούσα να ελέγξω τόσο εύκολα.

Έπιασα τον εαυτό μου να έλκεται από ορισμένες διαστάσεις της επικοινωνίας (ή της έλλειψης επικοινωνίας) του εικονικού κόσμου –και αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πώς είμαι κανονικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρώ κάτι τέτοιο· στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα pattern το οποίο το έχω δει πολλές φορές από τότε που άρχισα να μπλέκομαι με όλη αυτή την ιστορία με το online. Μου πήρε λίγο καιρό μέχρι να το συνειδητοποιήσω και είναι κάπως αδιόρατο (ή εγώ είμαι κάπως αργός) με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκομαι μπλεγμένος με το pattern αυτό πριν καταλάβω ότι συμβαίνει ξανά.

Όταν η μητέρα μου πέθαινε από την ασθένεια του Χάντιγκτον, ο πατέρας μου περνούσε πολύ χρόνο στον υπολογιστή του –έκανε ψιλοκουβέντες, έμπλεκε σε συζητήσεις, έπαιζε παιχνίδια και γενικώς ερχόταν σε επαφή με ένα σωρό ανθρώπους που δεν είχε δει ποτέ του από κοντά. Όποτε πήγαινα στο σπίτι τους, φρόντιζα να τον τραβήξω μακριά από τον υπολογιστή γιατί έβλεπα ότι έπεφτε κι εκείνος στο ίδιο pattern που έπεφτα κι εγώ: δραπέτευε από μια επώδυνη και ανεξέλεγκτη κατάσταση του πραγματικού κόσμου μέσα από έναν άλλο, εικονικό κόσμο που έμοιαζε πιο ελεγχόμενος.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατάλαβα για τα καλά ότι παραείχα μπει ξανά στον κυβερνοχώρο σήμερα το πρωί, την ώρα που κάναμε το πολύ πρωινό μας Ζαζέν εδώ, στο Κέντρο Ζεν του Μισούρι. Ο νους μου ξέφευγε συνέχεια –πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς τα πραγματικά προβλήματα που έχω να αντιμετωπίσω- όμως αυτά που ξέρναγε ο εγκέφαλός μου δεν είχαν καμία σχέση με τον πραγματικό κόσμο. Δεν είχαν σχέση με το αμάξι μου και την επισκευή του, με το αν θα προλάβω να πάω στην ομιλία μου αύριο, με το διαμέρισμα που προσπαθώ να νοικιάσω στο Άκρον ή με τις διάφορες επαφές που πρέπει να κάνω προκειμένου να μπορέσω να τα κάνω όλα αυτά. Αντίθετα, όλα όσα μου έρχονταν στο μυαλό, είχαν σχέση με διάφορες επαφές μου στον εικονικό κόσμο –επαφές που, εντελώς μεταξύ μας, δεν είναι καθόλου μα καθόλου αναγκαίες.

Μερικές φορές, όταν κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, μιλάει με τους φίλους του και ακούει την άποψή τους. Μερικές φορές οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Όμως ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι χρήσιμο να τους ακούς. Το θέμα είναι ότι η επικοινωνία με τους ανθρώπους εξαρτάται κατά πολύ από τις καταστάσεις μέσα στις οποίες συμβαίνει αυτή η επικοινωνία. Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή μόνο στον κυβερνοχώρο (ή κυρίως μέσα σ’ αυτόν) θέλουν να σε κρατήσουν εκεί –θέλουν από σένα να τους προσφέρεις μια φυγή από τον πραγματικό τους κόσμο, όπως κι εσύ θέλεις να σου προσφέρουν μια φυγή από τον δικό σου.

Έχω προσέξει ότι τα τελευταία χρόνια, πολύς κόσμος χρησιμοποιεί τη λέξη «μιλάω», αναφερόμενος σε online επικοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι αυτοί λένε ότι μιλούν σε κάποιον, συνήθως εννοούν ότι του έστειλαν κάποιο e-mail, κάποιο γραπτό μήνυμα, ότι μπήκαν μαζί του σε κάποιο τσατ. Όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με το να μιλάς –όταν μια συζήτηση γίνεται αποκλειστικά με λέξεις, υπάρχουν πολλά που χάνονται.

Οι άνθρωποι που γνωρίζονται μόνο από τον online κόσμο, έχουν την τάση να ενισχύουν μια σειρά από αξίες που έχουν προέλθει από τις online επικοινωνίες και από ανθρώπους που περνούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του χρόνου τους online. Μ’ άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ να σου πουν ότι ίσως ένα μέρος του προβλήματός σου είναι ότι περνάς πολύ χρόνο online –πιθανότατα δεν το αναγνωρίζουν καν σαν πρόβλημα. Επίσης, κάποιος που δε σε έχει δει ποτέ από κοντά (ή σε έχει δει πολύ λίγο), δε σε ξέρει πραγματικά, όσο επιδέξια και αν καταφέρνει να το παρουσιάσει έτσι όταν ανταλλάσεις μηνύματα μαζί του στο Ίντερνετ. Στη δική μου περίπτωση, υπάρχουν πολλοί που με διαβάζουν λίγο πιο προσεκτικά από όσο θα ‘πρεπε και που δημιουργούν έναν φανταστικό κόσμο στον οποίο είμαι πολύ στενός τους φίλος. Όμως εγώ δεν τους ξέρω τους ανθρώπους αυτούς.

Όταν βλέπω κάποιον να γίνεται πολύ πιο συναισθηματικός από όσο θα ‘πρεπε σχετικά με κάτι που συμβαίνει online, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ δυσάρεστο στην πραγματική ζωή του. Όταν βλέπω δύο ή περισσότερους ανθρώπους να μπλέκονται σε κάποια πολύ έντονη συζήτηση στο Δίκτυο, πιστεύω ότι χρησιμοποιούν το μέσο προκειμένου να αποδράσουν από μια επώδυνη πραγματικότητα καταφεύγοντας σε έναν φαινομενικά πιο ελεγχόμενο online κόσμο. Αν θες να ξεφύγεις από μια online διαφωνία, αρκεί να πατήσεις ένα κουμπί –όμως ο πραγματικός κόσμος δε λειτουργεί έτσι. Οι online διαφωνίες είναι μια μορφή «ψυχαγωγίας φυγής», για να χρησιμοποιήσω έναν νεολογισμό. Δηλαδή κάτι σαν ένα πιο ζουμερό βιντεοπαιχνίδι.

Οποτεδήποτε γράφω σ’ αυτό εδώ το μπλογκ κάτι σχετικά με το ότι κάποιοι άνθρωποι περνάνε πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου τους στον κυβερνοχώρο, η σελίδα των σχολίων παίρνει φωτιά από μηνύματα ανθρώπων που υπερασπίζονται την επιθυμία τους να δραπετεύσουν στην εικονική πραγματικότητα. Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι πολύ έξυπνοι και τα καταφέρνουν πολύ καλά στο γράψιμο, καταφέρνουν να υποστηρίξουν την άποψή τους πολύ δημιουργικά –αν ενδιαφέρεστε να δείτε πώς το κάνουν, πηγαίνετε στη σελίδα των σχολίων και διαβάστε. Σχεδόν σας εγγυώμαι ότι θα βρείτε αρκετούς ανθρώπους που έχουν προσπαθήσει πολύ να επινοήσουν πολύ εύγλωττες και αξιόλογες άμυνες για το ότι περνάνε πολύ χρόνο στο online περιβάλλον. Αυτή την παράγραφο που διαβάζετε τώρα, την πρόσθεσα μόνο και μόνο για να προκαλέσω τους ανθρώπους αυτούς και είμαι σίγουρος ότι θα ανταποκριθούν στην πρόκληση με εντυπωσιακό τρόπο (αν έχετε την καλοσύνη, ωστόσο, μην παραφράσετε αυτά που λέω –έχω αρχίσει να τη βαριέμαι την τακτική αυτή).

Εγώ πάντως, θα απομακρυνθώ λιγάκι από τον online κόσμο –δε θα τον εγκαταλείψω, απλώς θα αποστασιοποιηθώ για λίγο. Θα συνεχίσω να ποστάρω το συνηθισμένο μου κομμάτι κάθε τρεις-τέσσερις μέρες, όμως για λίγο καιρό δε θα κοιτάζω καθόλου τη σελίδα με τα σχόλια, ούτε θα απαντάω σε ό,τι γράφεται εκεί. Αν έχετε κάτι που αισθάνεστε ότι πραγματικά πρέπει να μου πείτε, στείλτε μου e-mail στη διεύθυνση spoozilla@gmail.com Κάποια στιγμή, όταν τα πράγματα ηρεμήσουν κάπως, θα επιστρέψω. Είμαι σίγουρος ότι οι σπάμερ και τα τρολ θα ξεσαλώσουν, όμως θυμηθείτε: πιθανότατα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στο σπίτι τους, οπότε κοιτάξτε να είστε καλά παιδιά.

Νομίζω ότι είναι πραγματικά σημαντικό να τα προσέχει κανείς πολύ αυτά τα ζητήματα. Θυμηθείτε ότι οι άνθρωποι έζησαν για πολλά χρόνια χωρίς καμία επαφή μέσω του Ίντερνετ. Δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά επείγον σε κανένα τσατ, σε καμία σελίδα σχολίων κανενός μπλογκ, σε κανένα Facebook, σε κανένα Second Life, σε κανένα από αυτά τα μέρη (τα οποία δεν είναι καν μέρη) που πραγματικά να χρειάζεται την προσοχή σας. Πρόκειται απλώς για μια πιο επιτηδευμένη μορφή ψυχαγωγίας. Μπορεί να είναι διαδραστική, όμως δεν είναι πραγματική επαφή και τίποτα που λέγεται εκεί δεν έχει πραγματική σημασία. Μπορείτε να ζήσετε και χωρίς αυτά. Και αν κάποιος θέλει πραγματικά να επικοινωνήσει μαζί σας, θα βρει κάποιον άλλον τρόπο –δε χρειάζεται τη σελίδα σχολίων κάποιου μπλογκ ή κάποιο τσατ.

Υστερόγραφο
Το αμάξι είναι πλέον στο συνεργείο –ο λογαριασμός είναι 400 δολάρια και θα χρειαστεί τρεις ώρες για να φτιαχτεί. Οπότε, θα καταφέρω να φτάσω στο Λόρενς αύριο. Καθώς τόσο η συγκεκριμένη εμφάνιση, όσο και οι υπόλοιπες της περιοδείας αυτής είναι δωρεάν (υπάρχει μόνο η πιθανότητα κάποιας δωρεάς), ελπίζω ότι θα καταφέρω να τελειώσω την περιοδεία έχοντας βγάλει κάτι ελάχιστο, συνυπολογίζοντας και τον λογαριασμό του συνεργείου. Και μάλλον θα τα καταφέρω. Ή να αρχίσω κι εγώ να πουλάω εμπειρίες φώτισης για 50.000 δολάρια το κομμάτι;

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

ΥΓ
(*) Όσοι έχουν διαβάσει παλιότερα, Ιντερνετικά κείμενά μου, ξέρουν ότι έχω μια απέχθεια στη λέξη «κυβερνοχώρος»: δε μου αρέσει ούτε η αγγλική εκδοχή της (cyberspace), ούτε –πολύ περισσότερο- η ελληνική. Αφού όμως τη χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Μπραντ, τη μεταφέρω ως έχει.

Monday, February 14, 2011

Ωχ!


Θεέ μου. Ακούω αυτή τη στιγμή έναν τύπο που εξηγεί τον «περιπατητικό διαλογισμό του Ζεν» –ο τύπος λέει στο ακροατήριό του ότι όταν κινείς το ένα σου πόδι μπροστά, αυτό το πόδι έρχεται σε κατάσταση πληρότητας ενώ το πίσω πόδι είναι σε κατάσταση κενότητας και όταν το πίσω πόδι έρχεται μπροστά περνάει από την κενότητα στην πληρότητα κ.ο.κ. Πού τις βρίσκουν και τις λένε αυτές τις παπαριές; Το Κινχίν (δηλαδή ο «περιπατητικός διαλογισμός του Ζεν») γίνεται για να αποκατασταθεί η κυκλοφορία στα πόδια σου μετά το κάθισμα, το Ζαζέν. Αυτό είναι όλο. Τα πόδια περνάνε από την κενότητα στην πληρότητα; Αν είναι δυνατόν!

Η εκκλησία που είναι εδώ δίπλα, έχει σήμερα μια μεγάλη γιορτή σχετικά με το θέμα των γάμων μεταξύ ομοφύλων. Στο περιθώριο αυτής της γιορτής, άκουσα κάποιον περαστικό να λέει ότι οι υπ’
αριθμόν ένα υποστηρικτές του γάμου μεταξύ ομοφύλων είναι οι βουδιστές και οι υπ’ αριθμόν δύο, οι καθολικοί. Και ο φίλος του που ήταν μαζί τον ρώτησε «Για τους βουδιστές το καταλαβαίνω. Αλλά οι καθολικοί, γιατί;»

Φαίνεται ότι όλος ο κόσμος εδώ πέρα πιστεύει ότι ο Βουδισμός είναι κάτι σαν ένας άνετος κοινωνικό-πολιτικός φιλελευθερισμός. Όμως ο Δαλάι Λάμα είναι πολύ πιο επικριτικός απέναντι στην ομοφυλοφιλία απ’ ό,τι ο Πάπας. Προσωπικά δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για το ποιον παντρεύεται ή ποιόν πηδάει καθένας. Αν μου ζητήσουν να τελέσω έναν γάμο, θα το κάνω εξίσου εύκολα είτε αν πρόκειται για ομοφυλόφιλους, είτε για ετεροφυλόφιλους –και λέγοντας «εξίσου εύκολα» εννοώ ότι το κάνω πολύ σπάνια και μόνο αν ξέρω πολύ καλά τους ανθρώπους που θέλουν να παντρευτούν. Όμως η αντίληψη ότι όλοι οι βουδιστές οφείλουν, φυσικά, να υποστηρίζουν τους ομόφυλους γάμους είναι στενοκέφαλη και δείχνει σύγχυση εκ μέρους που την έχει· πρόκειται απλώς περί φαντασίωσης. Αυτόν τον Νοέμβριο, στις εκλογές, θα υπάρξουν βουδιστές που θα ψηφίσουν –ναι, κι όμως– τον Τζον Μακ Κέιν! Ναι, θα συμβεί –πάρτε το απόφαση. Είναι πραγματικά κρίμα που τόσες πολλές βουδιστικές οργανώσεις στην Αμερική περιθωριοποιούν (και, ενίοτε, αποκλείουν) ανθρώπους με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Αυτό το πράγμα είναι λάθος, είτε το κάνουν οι φιλελεύθεροι, είτε το κάνουν οι συντηρητικοί.

Τέσπα.

Για όλους εσάς που σας αρέσουν αυτά, η Σου Σλέιτερ, μια Νεοζηλανδέζα που ζει στην Ιαπωνία και που έρχεται στα ησυχαστήρια που κάνω στο Τοκέι-ιν στη Σιζουόκα, έβαλε στο YouTube κάτι βίντεο με τις ομιλίες μου –μπορείτε να τα βρείτε στη διεύθυνση http://www.youtube.com/user/sueslater Η σύνδεσή μου είναι εντελώς χάλια, οπότε δεν καταφέρνω να δω ούτε δευτερόλεπτο και, άρα, δεν ξέρω πόσο καλά είναι. Βλέπω όμως από τις φωτογραφίες ότι μοιάζω με φυτό και οι ίδιες οι ομιλίες είναι πιθανότατα για τον πούτσο. Αν, ωστόσο, θέλετε να με δείτε να μιλάω, πηγαίνετε εκεί και δείτε με.

Με απασχολεί σοβαρά τι πρέπει να γίνει με τις εβδομαδιαίες συναντήσεις για Ζαζέν που κάνω στη Σάντα Μόνικα. Απ’ ό,τι φαίνεται, πολύς κόσμος βραχυκυκλώθηκε από αυτό που είπα ότι για λίγο καιρό θα κόψω τις «νταρμικές ομιλίες». Παιδιά, δεν εννοούσα ότι δε θα μιλάω καθόλου ή ότι απλώς θα καθόμαστε και μετά θα την κάνουμε. Εννοούσα ότι έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητά μου ως ατραξιόν –ο κόσμος έρχεται περισσότερο για να δει εμένα και να ακούσει Λόγια Σοφίας (τα οποία δεν πρόκειται να ακούσει) και όχι για την άσκηση. Ένας από τους τύπους που έρχονται τακτικά, μου πρότεινε ν’ αρχίσω να το κάνω αυτό τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα! Αν είναι δυνατόν! Δε γουστάρω με τίποτα να κάθομαι και να με κοιτάει ο κόσμος. Παραείναι σκληρή δουλειά –φανταστείτε ότι συνήθως τα Σάββατα, αφότου φύγουν όλοι, καταρρέω. Δε μου φαίνεται περίεργο που η Μπρίτνεϊ Σπιρς τρελάθηκε.

Τέλος πάντων. Αυτό που προσπαθώ να κάνω, είναι να συνεχίσω τη μη-μοναστική Ζεν παράδοση που πήρα από τους δασκάλους μου. Πρόσφατα παρατηρούσα τι έγινε με τα άτομα που χρειάστηκε να φύγουν εσπευσμένα από την Τασαχάρα εξαιτίας των πυρκαγιών: πολλοί δυσκολεύτηκαν αρκετά να βρουν τρόπους να συνεχίσουν την άσκησή τους στον «κόσμο της επιφάνειας» (ο όρος είναι δικός μου καθώς μερικές φορές στην Τασαχάρα έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα Ζεν υποβρύχιο). Η μοναστική άσκηση είναι πολύ ωραίο πράγμα. Και εύχομαι να ζήσει χιλιάδες χρόνια! Δοκιμάστε τη! Ο Μπραντ λέει «η μοναστική άσκηση είναι καλή» –το πιάσατε; (Το πιστεύετε ότι υπάρχει κόσμος που επικαλείται αυτά που λέω; Από την άλλη, κι εγώ επικαλούμαι συχνά τον Κέρλι Χάουαρντ από το Τρίο Στούτζες).

Η μοναστική άσκηση, ωστόσο, είναι και εξαιρετικά εύθραυστη. Ο δρόμος που οδηγεί στην Τασαχάρα είναι ένας μονόδρομος 22 χιλιομέτρων και τα 22 αυτά χιλιόμετρα είναι χωματόδρομος, ανηφορικός και ανάμεσα σε πολύ απότομους γκρεμούς. Για να φτάσεις στο συγκεκριμένο δρόμο, χρειάζεται να ταξιδέψεις περίπου μια ώρα από την κοντινότερη πόλη, ενώ για να σου εγκρίνουν το να μείνεις εκεί, πρέπει να περάσεις τις πρώτες 5 μέρες κάνοντας συνεχώς Ζαζέν από τις 5 το πρωί ως τις 9 το βράδυ –σταματάς μόνο για να πας στην τουαλέτα και για να φας. Αυτό πράγμα λέγεται τάνγκαριο (tangaryo) και ούτε το έχω κάνει ποτέ, ούτε έχω και καμία διάθεση να το κάνω. Ο κόσμος που βρίσκεται στην Τασαχάρα θέλει πάρα, πάρα πολύ να βρίσκεται εκεί και είναι διατεθειμένος να ζει με πολύ αυστηρούς κανόνες, κανόνες που υπάρχουν για να μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα της άσκησης. Φανταστείτε ότι για τους κανονισμούς του κέντρου, θεωρείται παράτυπο ακόμα και το να κοιτάζεις τον άλλον αν δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος.

Ο υπόλοιπος κόσμος δε λειτουργεί με τέτοιους κανόνες. Η άσκηση που έμαθα εγώ ήταν βασισμένη στο πώς να ζεις μια Ζεν ζωή ενώ παράλληλα έρχεσαι σε διαρκή επαφή με ανθρώπους που ούτε ασκούνται, ούτε και πρόκειται να ασκηθούν ποτέ. ΟΚ, το τάνγκαριο είναι ζόρικο όμως το να παρευρίσκεσαι καθημερινά σε επαγγελματικά μίτινγκ στα οποία είσαι ο μόνος που πραγματικά συνειδητοποιεί την ανοησία του όλο πράγματος και παρόλα αυτά, να καταφέρνεις να μιλάς με νόημα (και δη με νόημα σχετικό με το θέμα των μίτινγκ) είναι κι αυτό ζόρικη άσκηση Ζεν.

Επίσης, αυτού του είδους τα πράγματα δεν μπορείς ακριβώς να τα διδάξεις γιατί δεν υπάρχουν κανόνες και τεχνικές –στα μοναστήρια τα πάντα είναι σαφώς προσδιορισμένα και υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που καθορίζουν όλες τις κοινωνικές συναναστροφές. Οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας, αντίθετα, δεν είναι καθόλου έτσι και οι δάσκαλοί μου προσπάθησαν να μου διδάξουν αυτήν ακριβώς την απροσδιόριστη και ασαφή και άγρια άσκηση. Εγώ πάλι, δεν έχω ιδέα πώς να το διδάξω αυτό το πράγμα.

Στην περίπτωση των νταρμικών ομιλιών, ωστόσο, αισθάνθηκα ότι το να κάθομαι μπροστά σε ένα κοινό και να φλυαρώ για τις, και καλά, επιγνώσεις μου σχετικά με κάποιο κοάν, δε μου λέει. Έχει πλάκα να ξέρεις τα κοάν, όμως κυκλοφορούν ένα κάρο βιβλία (μερικά καλά και τα περισσότερα απαίσια) τα οποία μπορούν να σας πουν όλα όσα θέλετε να μάθετε γι αυτά. Αυτό που χρειάζεται εδώ και τώρα είναι κάτι διαφορετικό.

Μπραντ Ουόρνερ – Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

ΥΓ
Η Τασαχάρα που αναφέρεται στο κείμενο (και σε άλλα παλιότερα κείμενα) είναι ένα μοναστικό κέντρο στην Καλιφόρνια το οποίο αποτελεί κομμάτι του Κέντρου Ζεν του Σαν Φρανσίσκο. Αρκετά γι αυτό μπορεί κανείς να βρει στη WikiPedia, στη διεύθυνση http://en.wikipedia.org/wiki/Tassajara_Zen_Mountain_Center καθώς και στο δικό του σάιτ, στη διεύθυνση http://sfzc.org/tassajara/ Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που διαφεύγει της προσοχής πολλών –ενίοτε και πολλών δημοσιογράφων: στην αμερικάνικη πραγματικότητα, το «liberal» (που είθισται να αποδίδεται «φιλελεύθερος») σημαίνει κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που έχει επικρατήσει να σημαίνει στη νέα ελληνική γλώσσα. Ψάξτε το λιγάκι –έχει ενδιαφέρον. Τέλος, το λεξικό βουδιστικών όρων της WikiPedia, λέει ότι το «τάνγκαριο» γράφεται στα Ιαπωνικά «旦過寮». Όσο το έψαξα στο Google, γυρίζει πίσω κινέζικα αποτελέσματα –που σημαίνει ότι δεν έχω τρόπο να τα ελέγξω, ενώ στο Shambhala Dictionary of Buddhism and Zen, υπάρχει ως δευτερεύον λήμμα (μέσα από το λήμμα «tanga») και σημαίνει τους ξενώνες που έχουν οι ναοί για να διανυκτερεύουν οι περιπλανώμενοι ιερείς ή οι προσκυνητές. Τα ιδεογράμματα, πάντως, σημαίνουν «χώρος για να περάσεις τη νύχτα», οπότε μάλλον το λεξικό έχει δίκιο...

Καλημέρα, καλημέρα!


Είμαι πάλι στο Κέντρο Ζεν του Σαν Φρανσίσκο –τελικά αυτό το μέρος έχει γίνει κάτι σαν δεύτερο σπίτι μου. Ή, κατά μια άλλη εκδοχή, έχω γίνει σαν εκείνους τους ανεπιθύμητους επισκέπτες που έρχονται και ξανάρχονται και δε λένε να σηκωθούν να φύγουν. Όπως και να ‘χει πάντως, είμαι πάλι εδώ.

Από την Τετάρτη, θα ξεκινήσω ένα πενταήμερο σέσιν στο Κέντρο Ζεν του Μπέρκλεϋ. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι βαρετό και ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς με έψησαν να πάω –φταίει ο φίλος μου ο Γκρεγκ. Το σέσιν αυτό θα είναι το δεύτερο από τα τέσσερα τέτοια ησυχαστήρια που έχω κανονίσει να κάνω αυτή τη χρονιά. Και τα σιχαίνομαι αφάνταστα. Ειδικά σ’ αυτό εδώ, δε θα είμαι καν επικεφαλής· απλώς άλλος ένας φουκαράς που θα κάθεται στα μαξιλάρια.

Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι σωστό που λέω ότι σιχαίνομαι αυτά τα πολυήμερα ησυχαστήρια. Θέλω να πω, βεβαίως τα σιχαίνομαι, όμως από μια πλευρά τα απολαμβάνω κιόλας. Όταν πήγαινα να κάνω το πρώτο μου, είχα την αίσθηση ότι ξεκινάω για μια μεγάλη περιπέτεια, όμως μετά τα πρώτα δέκα-δώδεκα, άρχισα να αισθάνομαι ότι είναι αγγαρεία, ειδικά από όταν απέκτησα την υποχρέωση να τα οργανώνω εγώ. Τώρα πια, δεν είμαι σίγουρος πώς τα βλέπω. Γι αυτό εδώ, για παράδειγμα, δεν έχω καμία αίσθηση –ούτε ανυπομονησία, ούτε δυσαρέσκεια. Είναι απλώς ένα πράγμα που κάνω. Περιμένω ακόμα την εταιρεία για την οποία δουλεύω (δουλεύω όντως;) να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, κάτι που υποτίθεται ότι θα γίνει μέσα στον Ιούλιο, οπότε δεν έχω να κάνω και τίποτα καλύτερο, οπότε γιατί όχι λίγο παραπάνω Ζαζέν;

Συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους ενδιαφέρονται σοβαρά για την άσκηση του Ζεν να κάνουν τουλάχιστον ένα πολυήμερο σέσιν τον χρόνο. Νομίζω ότι ένα διήμερο ή τριήμερο αρκεί μια χαρά. Αυτά που κάνω εγώ κάθε χρόνο στη Σιζουόκα, στην Ιαπωνία, έχουν φτάσει τις τέσσερις ημέρες –δεν είναι άσχημα αλλά θα προτιμούσα να ξαναγίνουν τριήμερα.

Όταν συμμετέχεις σε ένα πολυήμερο σέσιν, ανακαλύπτεις στην άσκηση ένα βάθος που δεν το ανακαλύπτεις σε άλλη περίπτωση. Και είναι σημαντικό να το εξερευνάς το βάθος αυτό, όπως σημαντικό είναι και να επιστρέφεις στην καθημερινότητά σου. Μερικές φορές, ο κόσμος θεωρεί –εσφαλμένα– ότι τα βαθιά κόλπα είναι πιο σημαντικά από τα καθημερινά, όμως αυτό είναι εντελώς λάθος. Τέλος πάντων, καλό είναι να δοκιμάσετε ένα πολυήμερο σέσιν αν μπορείτε.

Πριν το σέσιν, θα μιλήσω ξανά στο Σαν Κουέντιν –για την ακρίβεια, θα μιλήσω σήμερα το απόγευμα. Αν μπορέσω, θα ποστάρω αύριο κάτι σχετικό. Εκτός αν γίνει καμιά ταραχή στη φυλακή και με πιάσουν όμηρο.

Τα λέμε (;)

Μπραντ Ουόρνερ – Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

ΥΓ
Το Σαν Κουέντιν είναι μια γνωστή φυλακή στην Καλιφόρνια –ίσως πιο γνωστή από τη συναυλία που έδωσε εκεί ο Τζόνι Κας το 1969 και από το σχετικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε.

Saturday, February 12, 2011

That's Zentertainment


Σκεφτόμουν για τη σχέση αγάπης-μίσους που έχω μ’ αυτό το μπλογκ, τη σελίδα των σχολίων, το γράψιμό και το Ζεν γενικότερα. Όπως έχουν σπεύσει να επισημάνουν πολλοί καλοί άνθρωποι, η ποιότητα του γραψίματός μου εδώ δεν είναι τόσο ψηλή όσο είναι η ποιότητα του γραψίματός μου στα βιβλία μου ή στα άρθρα που γράφω για τα Suicide Girls. Στις επισημάνσεις αυτές δεν μπορώ παρά να απαντήσω «Σοβαρά; Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις» ή ακόμα και «Τι λε ρε πούστη!»

Όλο το νόημα του να γράφεις σε ένα μπλογκ είναι ότι μπορείς σ’ αυτό να γράφεις άμεσα, αλογόκριτα και, εν πολλοίς, χωρίς επιπλέον επιμέλεια. Επίσης, για ό,τι γράφω εδώ δεν πληρώνομαι, πράγμα που σημαίνει ότι έχω έναν λόγο λιγότερο να το κουράζω για ώρες και μέρες και βδομάδες και μήνες όπως κάνω με τα βιβλία μου ή με τα κομμάτια που γράφω για τα Suicide Girls ή γενικότερα για κάποιον που με πληρώνει. Συχνά αυτά που γράφω εδώ, λειτουργούν ως προθέρμανση για να γράψω «καλύτερα» αργότερα. Έχει πλάκα ότι από αυτή την άποψη, το γράψιμο μοιάζει με τη γυμναστική.

Πάρτε για παράδειγμα τα σχόλια του μπλογκ αυτού. Για όνομα! Στην αρχή την είχα ακούσει πολύ μ’ αυτό το πράμα επειδή πίστευα ότι θα είχα άμεσο feedback στα γραπτά μου. Όμως όταν άρχισα να διαβάζω τα σχόλια που μου έγραφαν με έπιασε κατάθλιψη καθώς, ακόμα και πολλοί ευγενικοί άνθρωποι, μάλλον δεν έπιαναν πραγματικά αυτό που προσπαθούσα να πω. Και, βεβαίως υπήρχαν και τα τρολ –και λέγοντας «τρολ» δεν εννοώ απλώς αυτούς που αμφισβητούν αυτά που λέω. Μ’ αυτό όχι μόνο δεν έχω πρόβλημα αλλά μ’ αρέσει κιόλας. Εννοώ τους ανθρώπους που προσπαθούν επί τούτου να γίνουν κακοί και σκληροί· αν κάνετε κλικ στη σελίδα με τα σχόλια, θα καταλάβετε αμέσως για ποια σχόλια μιλάω και για ποια όχι. Όμως όποτε και αν κοιτάξετε, θα βρείτε κάποιο τρολ που κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει.

Δε βαριέσαι.

Από όλη αυτή την ιστορία συνειδητοποίησα πόσο σπάνιο πράγμα είναι η πραγματική επικοινωνία –ίσως ένα από τα σπανιότερα πράγματα στον κόσμο. Μιλάμε και μιλάμε και μιλάμε διαρκώς ο ένας στον άλλον και γράφουμε ολόκληρα βουνά από λέξεις· εχτές πήγα με τον Μπεν σε ένα εβραϊκό βιβλιοπωλείο στο Φέρφαξ και είχα μείνει έκθαμβος μπροστά στα εκατοντάδες βιβλία που είδα και τα οποία αγνοούσα εντελώς. Κι όμως, ήταν εκεί μπροστά μου, όλες αυτές οι λέξεις που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποκτήσουν νόημα για κάποιον –το ίδιο συμβαίνει και με τα αμέτρητα βουδιστικά βιβλία που υπάρχουν στο βιβλιοπωλείο Bodhi Tree στη λεωφόρο Μέλροουζ, όμως καταφέρνουν τόσο σπάνια να περάσουν το μήνυμά τους που στις ελάχιστες φορές που το καταφέρνουν (τυχαία), έχεις την εντύπωση ότι πρόκειται για θαύμα.

Γι αυτό έχω αρχίσει να βαριέμαι με το Zentertainment που προσφέρω –λέγοντας Zentertainment, εννοώ την ψυχαγωγία δια του Ζεν, δηλαδή το να στέκεσαι μπροστά σε ένα μάτσο ανθρώπους, να βγάζεις διάφορους Ζεν ήχους κι αυτοί να σε κοιτάνε και να λένε «Ααααα!» και «Ωωωωω!» Τις προάλλες έλεγα για τις νταρμικές ομιλίες (Dharma talks) και μετά κόλλησα και σκεφτόμουν από πού έχει προέλθει αυτή η έκφραση. Είμαι σίγουρος ότι δεν την άκουσα από κανέναν από τους δασκάλους μου και δεν νομίζω ότι άκουσα ποτέ είτε τον Τιμ, είτε τον Νισιτζίμα να κάνει κάποια τέτοια ομιλία. Κι όμως, εγώ κατάφερα να μπουρδουκλωθώ και να αλλοτριωθώ από τους επαγγελματίες Ζενάδες και τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να κάνω τέτοιες ομιλίες.

Το θέμα είναι ότι όταν μπαίνω σε τέτοιο mode, δεν έχω καμία αίσθηση ότι επικοινωνώ –μπορεί να ικανοποιούνται οι αφελείς, όμως εμένα δε μου λέει τίποτα. Και, σοβαρά τώρα, δεν νομίζω ότι αυτές οι ομιλίες προσφέρουν τίποτα ούτε στο ακροατήριο, πέρα από φαντασιώσεις και αν πρόκειται να προσφέρω στον κόσμο φαντασιώσεις, προτιμώ να είναι σχετικές με τέρατα και ιπτάμενους δίσκους παρά με Φωτισμένα Όντα και τον Μεγάλο Ντάρμα.

Δεν εννοώ ότι θα σταματήσω τις προσπάθειές μου για επικοινωνία· όπως είπε και ο Καταγκίρι Ρόσι, «Πρέπει να πεις κάτι», οπότε θα συνεχίσω να μιλάω. Όμως θα πρέπει να μιλάω πιο αληθινά από ό,τι μιλάω τον τελευταίο καιρό.

Τέλος πάντων, τα παραπάνω είναι απλώς μερικές χύμα μαλακίες που σας πετάω πριν την κάνω –πρέπει να βρω κάτι για να κρατήσω τον ανιψιό μου απασχολημένο πριν αρχίσει να τρελαίνεται από τη βαρεμάρα.

Τα λέμε!

Μπραντ Ουόρνερ – Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

ΥΓ
Για τον δάσκαλο του Ζεν Ντάινιν Καταγκίρι (Dainin Katagiri), μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες στη WikiPedia (http://en.wikipedia.org/wiki/Dainin_Katagiri).

Sunday, February 6, 2011

«Στο τώρα», νταρμικές ομιλίες και ο ανιψιός μου.


Αυτές τις μέρες, έχω εδώ τον ανιψιό μου τον Μπεν ο οποίος ήρθε να με δει από το Νόξβιλ του Τεννεσί. Ο Μπεν μόλις τελείωσε το λύκειο και η μαμά του (η αδερφή μου) του έκανε δώρο ένα ταξίδι στην ηλιόλουστη Σάντα Μόνικα για να επισκεφτεί τον γαμάτο θείο του. Τι τον κάνεις έναν 18χρονο
; Μερικές από τις Suicide Girls προσφέρθηκαν να τον πάρουν μαζί τους για κολύμπι το Σάββατο (το οποίο φαντάζομαι θα του αρέσει), όμως ως τότε τι να κάνω;

Τέλος πάντων, δεν έχω καταφέρει να γράψω και πολλά πράγματα στο μπλογκ με τον Μπεν εδώ. Θα ήθελα, ωστόσο, να γράψω έστω και κάτι μικρό για να καρφώσω άλλη μια φράση που έχω σιχαθεί ν’ ακούω. Και η φράση αυτή, είναι η ιδιαίτερα δημοφιλής «στο τώρα» (Σ.τ.Μ. όπως λέμε «να ζεις στο τώρα»). Από τώρα και στο εξής, δεν επιτρέπω σε κανέναν να ξαναπεί τις λέξεις αυτές. Ορίστε –το ανακοίνωσα. Είναι μια ακόμα από αυτές τις φράσεις που αμφιβάλλω ότι είχαν ποτέ οποιαδήποτε χρησιμότητα και πλέον έχει χάσει εντελώς όποιο νόημα και αν είχε. Οπότε σταματήστε να τη λέτε, ΟΚ;

Επίσης, σκέφτομαι να σταματήσω να δίνω τις λεγόμενες «νταρμικές ομιλίες» (Dharma talks). Ίσως για πάντα, ίσως προς το παρόν. Πρόσεξα ότι κάθε φορά που μιλάω για αυτά που ο κόσμος αποκαλεί στερεοτυπικά «βουδιστικά θέματα», καταλήγω να ακούγομαι σαν την ταμπούρα. Ξέρετε τι είναι η ταμπούρα; Ένα ινδικό όργανο που κάνει έναν μονότονο, χαμηλό ήχο. Ακούστε την αρχή του Tomorrow Never Knows των Beatles –αυτό είναι η ταμπούρα. Ένας πολύ όμορφος ήχος, υπνωτικός και καθησυχαστικός.

Μερικές φορές που μιλάω μπροστά σε κόσμο βλέπω ότι όταν αναφέρω συγκεκριμένες λέξεις, υπάρχουν αρκετοί που θολώνει το βλέμμα τους και κουνάνε το κεφάλι τους με σημασία. Και δε σημαίνει μόνο σε μένα –το έχω δει να συμβαίνει και με άλλους ομιλητές. Έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσα να στέκομαι μπροστά σ’ αυτούς τους ανθρώπους και να μη μιλάω αλλά απλώς να λέω «Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα Ντάρμα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, επίγνωση, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, επιδέξια μέσα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, δεν είσαι αυτό που νομίζεις ότι είσαι» και αυτοί θα έφευγαν πανευτυχείς. Οπότε προς το παρόν, σταματάω όλη αυτή την ιστορία με τις «νταρμικές ομιλίες» –έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν κάποιοι που έρχονται στις συναντήσεις που κάνω τα Σάββατα για Ζαζέν και που παραπονιούνται ότι οι «νταρμικές ομιλίες» μου δεν είναι κανονικές. Εγώ, απ’ την άλλη, πιστεύω ότι απλώς δε δίνουν και πολλή σημασία σ’ αυτά που λέω.

Τέλος πάντων, αν με προσκαλέσουν κάπου για να δώσω μια ομιλία, θα το κάνω. Και θα είναι και γαμώ τις ομιλίες. Με ανέκδοτα, και ιστορίες και ότι ψήγματα σοφίας μου βγούνε. Και, φυσικά, θα προωθήσω τα βιβλία μου και θα κάνω ό,τι χρειάζεται προς αυτή την κατεύθυνση –δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό. Έχω όμως πρόβλημα να βγαίνω και να λέω μονότονα πράγματα απλώς και μόνο για να νανουρίζω τον κόσμο.

Πάρτε και ένα λινκ για ένα κωμικό που ανακάλυψα πρόσφατα και που τον γουστάρω πολύ: http://www.myspace.com/eddiepepitone

Μπραντ Ουόρνερ – Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Saturday, February 5, 2011

Πνευματικά σκουπίδια


Σήμερα έγραψα ένα ποίημα το οποίο πάει ως εξής:

Spiritual schwag, spiritual schwag
Put a bunch of you in a bag
Take you home
Put you on a shelf
Then I’ll transcend
My illusory self

(Σ.τ.Μ. Η λέξη «schwag» σημαίνει τα διάφορα, συνήθως διαφημιστικά, τσουμπλέκια που δίνουν οι εταιρείες στους εργαζόμενούς τους –τ-σερτ, στυλό, mousepads κ.λπ. Σε ελεύθερη απόδοση, το ποίημα θα ήταν περίπου «Πνευματικά σκουπίδια, πνευματικά σκουπίδια, αγοράζω κάμποσα, σας πάω σπίτι, σας βάζω στο ράφι, και υπερβαίνω τον ιδεατό/ψεύτικό μου εαυτό
»).

Λέγοντας «σκουπίδια» (schwag), εννοώ φυσικά όλα αυτά τα χαζά και καλά «εσωτερικά» σκουπίδια που πουλάνε τα Νιου Έιτζ βιβλιοπωλεία και τα συναφή μαγαζιά. Ξέρετε: κρύσταλλοι, φυλαχτά, αυτά τα βραχιολάκια με τις χάντρες κ.λπ.

Μάλλον το πρόβλημά μου είναι ότι μπλέχτηκα μ’ όλη αυτή την ιστορία του «δασκάλου» ανάποδα. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω πνευματικός δάσκαλος ή, ακόμα περισσότερο, πνευματικός ηγέτης. Υποθέτω ότι πολλοί άνθρωποι που είναι μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι το ήθελαν –ήταν το παιδικό τους όνειρο και κάθονταν και ποζάριζαν μπροστά στον καθρέφτη τους και έλπιζαν και εύχονταν και τελικά έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα. Μπράβο τους.

Το προηγούμενο Σάββατο, στην εβδομαδιαία μας συνάντηση για Ζαζέν στο κέντρο της Χιλ Στριτ, ξεκίνησε μια συζήτηση μεταξύ των γνωστών δέκα ατόμων που έρχονται συνήθως για το πώς θα μπορούσαμε να μεγαλώσουμε ως ομάδα. Αυτό που είπα εγώ, ήταν ότι δεν έχω καμία επιθυμία να κάνω κάτι τέτοιο.

Κάνα-δυο από τα άτομα που ήταν εκεί, είχαν πάει μερικές μέρες πριν στην άλλη μεριά της πόλης για να τσεκάρουν έναν άλλο βουδιστή δάσκαλο. Και τους είχε εντυπωσιάσει ότι αυτός ο τύπος είχε καταφέρει να μαζεύει κάθε βδομάδα από 75 μέχρι 100 άτομα. Εμείς γιατί πάντα έχουμε μόνο δέκα; Και γιατί νοικιάζουμε ακόμα χώρο όταν θα μπορούσαμε να μαζέψουμε δωρεές και να αγοράσουμε ένα μόνιμο κέντρο Ζεν που θα είναι αποκλειστικά δικό μας;

Αυτό το σκεπτικό έχει ορισμένα προβλήματα. Κατ’ αρχάς, η άσκηση του Ζεν δεν πρόκειται ποτέ να γίνει δημοφιλής. ΟΚ, ποτέ μη λες «ποτέ», όμως δεν πρόκειται να γίνει σύντομα και αυτό δε με πειράζει καθόλου. Ακόμα και αν στη Χιλ Στριτ εμφανίζονταν 75 άτομα, μόνο τα δέκα από αυτά θα αντιμετώπιζαν το θέμα σοβαρά. Τα υπόλοιπα 65 θα έρχονταν για να κάνουν την πλάκα τους και προτιμώ να μην έχω μες τα πόδια μου 65 άτομα που έρχονται για να κάνουν την πλάκα τους και, τελικά, κάνουν τη δική μου ζωή δύσκολη.

Το μόνο εξτρά που προσφέρουν αυτά τα επιπλέον άτομα, είναι χρήματα. Και ο μόνος λόγος που χρειάζεσαι επιπλέον χρήματα είναι για να φτιάξεις έναν χώρο που θα μπορεί να χωρέσει αυτά τα επιπλέον άτομα –ή όλη κατάσταση είναι σαν ένα φίδι που τρώει την ουρά του.

Προς το παρόν, βγάζω το ψωμί μου από το γράψιμό μου και από τη δουλειά μου στη βιομηχανία κινηματογράφου. Και είμαι μια χαρά μ’ αυτόν τον διακανονισμό. Αν μιλάμε για το γράψιμο, θέλω να πουλήσω όσο περισσότερα βιβλία μπορώ. Και θα τα προωθήσω όσο περισσότερο γίνεται. Δεν έχω πρόβλημα. Αγοράστε βιβλία. Κάντε κλικ στο λινκ επάνω αριστερά και πάρτε τα από το Amazon ή, πηγαίνετε και πάρτε τα από το βιβλιοπωλείο της περιοχής σας. Κάντε δέκα κλικ στη στήλη μου στα Suicide Girls για να φανεί ότι έχω πολλούς αναγνώστες. Αγοράστε! Αγοράστε! Αγοράστε!

Η άσκησή μου, ωστόσο, είναι προσωπική μου υπόθεση. Με έχει βοηθήσει και χαίρομαι να την προσφέρω και σε άλλους –όμως δεν προσπαθώ να την πουλήσω. Κάθε Σάββατο πρωί κάθομαι και αν κάποιος θέλει να έρθει να κάτσει μαζί μου, καλώς. Αν δε θέλει, πάλι καλώς.

Το μόνο σενάριο που μπορώ να φανταστώ και που με περιλαμβάνει ως πνευματικό δάσκαλο θα ήταν αν δεν μπορούσα να βρω κανονική δουλειά και αν τα βιβλία μου σταματούσαν να πουλάνε –μ’ άλλα λόγια, θα το έκανα αν ήμουν απελπισμένος. Πολύς κόσμος βλέπει τους πνευματικούς δασκάλους και τους αποδίδει διάφορα υψηλά κίνητρα, εγώ τους βλέπω σαν απελπισμένους και μοναχικούς ανθρώπους, κάτι σαν τους άστεγους που έρχονται να σου πλύνουν τα τζάμια του αυτοκινήτου σου όταν σταματάς στο φανάρι και πάνε να βγάλουν μερικά σεντς. Απ’ την άλλη, πάλι, αυτό είναι κάτι που το κάνουμε όλοι μας. Βλέπουμε κάποιον να κάνει κάτι, φανταζόμαστε κάτω από ποιες συνθήκες θα κάναμε εμείς αυτό το κάτι και στη συνέχεια αποδίδουμε τα κίνητρα αυτά στον άλλον άνθρωπο. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που πολλοί θεωρούν ότι τα κείμενά μου είναι θυμωμένα: δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι ίδιοι θα έλεγαν «γαμώ» αν δεν ήταν πολύ θυμωμένοι και θεωρούν ότι κι εγώ είμαι το ίδιο. Θέλω να πω μ’ αυτό ότι ναι μεν θεωρώ τους επαγγελματίες πνευματικούς δασκάλους ως απελπισμένους, όμως ξέρω ότι μπορεί να κάνω και λάθος.

Ίσως κάποτε να ανοίξω κάποιου είδους κέντρο. Δεν το αποκλείω. Όμως προς το παρόν δε μ’ ενδιαφέρει και πάρα πολύ. Επιπλέον, ακόμα και αν άνοιγα ποτέ κάποιο κέντρο, η στάση που θα είχα θα ήταν η ίδια μ’ αυτή που έχω και τώρα: καθόμαστε μια συγκεκριμένη ώρα και αν θες έρχεσαι.

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Thursday, February 3, 2011

Η Πράσινη Γλίτσα!


Καλά περάσαμε αναλύοντας το πραγματικό νόημα της επίγνωσης. Ας πάμε όμως σε κάτι πραγματικά σοβαρό.

Μόλις πέτυχα κάπου αυτό το τρέιλερ για την ιαπωνική/αμερικάνικη παραγωγή του 1968, The Green Slime (ガンマー第3号 宇宙大作戦, Gamma Dai San Go Uchu Dai Sakusen, Gamma 3 — Operation: Outer Space). Πρέπει να είναι ένα από τα καλύτερα και υπερβολικότερα προωθητικά βίντεο που έχω δει –και, πιστέψτε με, έχω δει πολλά! Εξαιρετικό είναι και το κομματάκι στο τέλος, το οποίο το έχουν παίξει και οι παλιοί μου συνάδελφοι στη δισκογραφία και αναβιωτές (όπως κι εγώ) της γκαράζ ψυχεδέλειας, οι Fuzztones.

Και, παρεμπιπτόντως, μια άλλη βουδιστική λέξη που θα πρέπει να πα να γαμηθεί και μετά να πεθάνει είναι η λέξη «επιδέξιος» (skillful). Την έχετε πετύχει πουθενά; Στον Βουδισμό υπάρχει μια έννοια που λέγεται «επιδέξια μέσα» (skillful means) και σημαίνει ότι οι δάσκαλοι του Βουδισμού χρησιμοποιούν ό,τι μέσο έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται κάθε φορά. Αυτά τα «επιδέξια μέσα» συχνά διαφέρουν από αυτό που συνήθως σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για βουδιστική διδασκαλία (δηλ. διάφορους ρασοφορεμένους μαλάκες που κάθονται σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα και μιλάνε με ήρεμη φωνή για διάφορα πανέμορφα πνευματικά θέματα).

Στις μέρες μας, ωστόσο, η λέξη «επιδέξιος» έχει γίνει της μόδας στους νέο-βουδιστικούς κύκλους ως, περίπου, συνώνυμη του «μου αρέσει»· αντίστοιχα, κάτι που δε σου αρέσει είναι «αδέξιο» (unskillful). Έτσι, αν κάνεις κάτι που αρέσει στον μέσο νέο-βουδιστή, αυτός θα σου πει «αυτό ήταν επιδέξιο», ενώ αν δεν του αρέσει το πώς κάνεις αυτό που κάνεις, θα σου πει με τη γλυκιά φωνούλα του, «αυτό ήταν αδέξιο».

Όποτε συμβαίνει αυτό, έχετε τη γραπτή μου άδεια να ρίξετε στο εν λόγω άτομο μια γερή μπουνιά στο ηλιακό πλέγμα. Και το εννοώ: γερή.

Πάρε επιδεξιότητα καριόλη!

Στην πραγματικότητα, οι τύποι αυτοί έχουν μπλέξει τα μπούτια τους. Αν δει κανείς τα κλασσικά κείμενα, τα περισσότερα από αυτά τα «επιδέξια μέσα» είναι πράγματα που αυτός που τα βίωσε, όχι μόνο δεν τα βρήκε του γούστου του αλλά, συχνά, ούτε καν τα κατάλαβε.

Τέσπα. Καλά να περνάτε. Πα να την κάνω.

Μπραντ Ουόρνερ – Παρασκευή 30 Μαΐου 2008



Επίγνωση – Μέρος εκατομμυριοστό


Θεέ μου! Έκανα λάθος δύο φορές! Οι πρώτες δύο φορές που έκανα λάθος σ’ όλη μου τη ζωή! Τι συμβαίνει;

Ευχαριστώ τους Τεντ Μπρίνγκερ (Ted Bringer) και Ντόσο Πορτ (Dosho Port) που μου επεσήμαναν κάνα-δυο ακόμα σημεία στα οποία η λέξη «επίγνωση» ή κάτι παραπλήσιο εμφανίζεται στα κείμενα του Ντόγκεν. Οι πιο εκτενείς και πλήρεις επεξηγήσεις που δίνει σχετικά με την επίγνωση, είναι από το κεφάλαιο με τίτλο Σαντζουσίτσι-μπον Μποντάι Μπούνπο Sanjushichi-Bon Bodai Bunpo/三十七品菩提分法). Το κεφάλαιο αυτό είναι το 73ο από τα 95 του Σομπογκένζο και εμφανίζεται ως το πρώτο κεφάλαιο του τέταρτου τόμου στη μετάφραση των Νισιτζίμα και Κρος και ως το πρώτο κεφάλαιο του δέκατου τόμου στη μετάφραση που έχει κάνει ο Νισιτζίμα στα σύγχρονα Ιαπωνικά –αυτό το τελευταίο έχει τίτλο現代語訳正法眼蔵 και περιλαμβάνει και το πρωτότυπο του Ντόγκεν.

Να, λοιπόν, ένα δείγμα από το κείμενο του Ντόγκεν:

«Η επίγνωση σαν ρίζα είναι ένα ξεραμένο δέντρο σαν μια μάζα κόκκινης σάρκας. Αποκαλούμε μια μάζα κόκκινης σάρκας 'ξεραμένο δέντρο' και ένα ξεραμένο δέντρο είναι η επίγνωση σαν ρίζα. Εμείς οι ίδιοι που προσπαθούμε να πετύχουμε τον στόχο είμαστε η επίγνωση. Υπάρχει επίγνωση που υφίσταται στις στιγμές που αισθανόμαστε το σώμα μας και υπάρχει επίγνωση που υφίσταται στις στιγμές που δεν έχουμε νου. Υπάρχει ενσυνείδητη επίγνωση και υπάρχει επίγνωση στην οποία δεν υφίσταται σώμα. Η ρίζα της ίδιας της ζωής των ανθρώπων, είναι η επίγνωση σαν ρίζα. Η ρίζα της ίδιας της ζωής όλων των βουδών που υπάρχουν στις δέκα διαστάσεις είναι η επίγνωση σαν ρίζα. Μπορούν να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σε μια κατάσταση επίγνωσης και πολλές καταστάσεις επίγνωσης σε έναν άνθρωπο. Ταυτόχρονα, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επίγνωση και άνθρωποι που δεν έχουν επίγνωση. Οι άνθρωποι δεν έχουν πάντοτε επίγνωση και η επίγνωση δε συνδέεται αναγκαστικά με τους ανθρώπους. Ακόμα κι έτσι, μέσω της επιδέξιας διαχείρισης της επίγνωσης σαν ρίζας, υπάρχει η αρετή της τέλειας συνειδητοποίησης».

Η λέξη που αποδίδεται ως «επίγνωση» στη μετάφραση των Νισιτζίμα/Κρος, είναι αυτή που γράφεται με το ιδεόγραμμα念. Στα σύγχρονα Ιαπωνικά, το ιδεόγραμμα αυτό προφέρεται «νεν» και σημαίνει αίσθηση (senses), ιδέα (idea) ή προσοχή (attention). Στην καθομιλουμένη, τη βρίσκει κανείς σε λέξεις όπως 残念 (ζάνεν) που σημαίνει «λυπηρό» (regrettable) –στην περίπτωση αυτή, η λέξη αναφέρεται σε πράγματα που υπολείπονται 念入り (νενίρι), δηλαδή προσοχής (το δεύτερο ιδεόγραμμα –入– σημαίνει «προσθέτω» και «εισέρχομαι»). Η λέξη 念, σπάνια αποδίδεται ως «επίγνωση» σε μη-βουδιστικά κείμενα –θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και ως «νους» (mind), οπότε το νόημα των παραπάνω αλλάζει αρκετά, έτσι δεν είναι;

Αν, δε, θέλουμε να κάνουμε τα πράγματα ακόμα πιο περίεργα, μπορούμε να πούμε ότι το ιδεόγραμμα 念 αποτελείται από δύο μέρη. Το 今 που βρίσκεται επάνω σημαίνει «τώρα», ενώ το 心 που βρίσκεται κάτω, σημαίνει «νους» ή «καρδιά». Τα βουδιστικά κείμενα στα Αγγλικά, συνήθως αποδίδουν το 心 ως «νους», πράγμα που σημαίνει ότι αυτός που έφτιαξε το ιδεόγραμμα, είχε στον νου του την κατάσταση του νου αυτή ακριβώς τη στιγμή. Τέλος πάντων, αυτά σκέφτηκα –και φαντάζομαι ότι δεν έχουν και ιδιαίτερη αξία. Απλώς έπαιζα με τα ιδεογράμματα. Ο Νισιτζίμα μου είπε κάποτε ότι είχε επισκεφθεί κάτι μελετητές της Βίβλου στο Ισραήλ και ότι η επίσκεψη του έδειξε «τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν πιστεύεις στα αρχαία κείμενα». Μπλεκόμαστε σε κόντρες γύρω από λέξεις που είναι απίστευτα βλακώδεις, άσχετα αν ακούγονται ιδιαίτερα έξυπνες.

Το ζουμί της ιστορίας είναι ότι η λέξη «επίγνωση» έχει γίνει ένας τόσο μαλακισμένος όρος τώρα πια που είναι κάτι πέρα κι από άχρηστη. Είναι καιρός να την πετάξουμε στην άκρη και να μπορέσει να αναπαυθεί εν ειρήνη.

Να πα' να γαμηθεί η επίγνωση.

Η φίλη μου η Τόνεν, μου είπε ότι όταν ήταν στην Ιαπωνία, ένας δάσκαλος του Ζεν που γνώρισε εκεί της είπε ότι οι Αμερικανοί που επισκέπτονταν τον ναό του, πάντα του έλεγαν πόση επίγνωση είχαν. Και εκείνος τους έλεγε «Κρύψτε τις βιντεοκάμερές σας. Απλώς τραβάτε βίντεο τον εαυτό σας ενώ έχει επίγνωση!»

Διαβάζοντας αυτά που γράφει ο Ντόγκεν, είναι σαφές ότι η λέξη念 ήταν πολύ παρεξηγημένη ακόμα και τότε. Αυτό που προσπαθεί να κάνει, είναι να κάνει τους ανθρώπους που τον ακούν, να αλλάξουν τον τρόπο που την ερμηνεύουν και να τη σκεφτούν διαφορετικά από ό,τι τη σκέφτονται.

Όπως και να ‘χει, το ίδιο κεφάλαιο του Ντόγκεν, περιέχει και την ατάκα «Μην ακούτε τα ανεπαρκή λόγια των Δασκάλων του Ζεν και των διάφορων άλλων τέτοιων τύπων». Να!

Μπραντ Ουόρνερ – Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

ΥΓ
Για την ιστορία, και επειδή δεν αναφέρεται στο πρωτότυπο ποστ του Μπραντ Ουόρνερ, ο τίτλος Σαντζουσίτσι-μπον Μποντάι Μπούνπο, σημαίνει «Τα τριάντα επτά στοιχεία του μπόντι» –και «μπόντι» είναι η φώτιση. Σχετικά με το κείμενο από το Σομπογκένζο, το μεταφέρω εδώ αυτούσιο καθώς, όπως και στο προηγούμενο ποστ, η μετάφρασή μου δε μου αρέσει πολύ, ειδικά οι πρώτες δύο προτάσεις (mindfulness as a root κ.λπ.):

Mindfulness as a root is a withered tree as a mass of red flesh. We call a mass of red flesh “a withered tree,” and a withered tree is mindfulness as a root. We ourselves who are groping for the mark are mindfulness. There is mindfulness that exists in moments of owning one’s body, and there is mindfulness that exists in moments of having no mind. There is conscious mindfulness, and there is mindfulness in which there is no body. The very life-root of all the people on Earth is mindfulness as a root. The very life-root of all the buddhas in the ten directions is mindfulness as a root. There can be many people in one state of mindfulness and many states of mindfulness in one person. At the same time, there are people who have mindfulness and there are people who do not have mindfulness. People do not always have mindfulness, and mindfulness is not necessarily connected with people. Even so, through the skillful maintenance of this mindfulness as a root, the virtue of perfect realization exists.

Κι άλλα περί επίγνωσης


[...]

Μόλις ξύπνησα, οπότε δε θα προσπαθήσω να συνεχίσω τη συζήτηση περί επίγνωσης –ίσως αργότερα. Το πρόβλημα με τις περισσότερες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον Βουδισμό είναι ότι από τη στιγμή που θα τις τσιμπήσει το ευρύ κοινό και θα τις προσδιορίσει με τον δικό του τρόπο, οι λέξεις αυτές έχουν πλέον πεθάνει. Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να θάψουμε τη λέξη «επίγνωση»· έχει γίνει πλέον κλισέ και, όπως είπα κι άλλοτε (και λέω και παρακάτω), έχει φτάσει να σημαίνει μια θολή κατάσταση στην οποία κάθεσαι και σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι και παράλληλα δίνεις συγχαρητήρια στον εαυτό σου για το πόση επίγνωση έχεις. Κλείσε ρε κόπανε τις πόρτες και τα παράθυρα όταν φεύγεις από το σπίτι του άλλου!

Απ’ όσο ξέρω, υπάρχει μόνο ένα σημείο στο οποίο ο Ντόγκεν χρησιμοποιεί τη λέξη επίγνωση και εκεί λέει «Επίγνωση είναι ο γάιδαρος που κοιτάει το πηγάδι. Είναι το πηγάδι που κοιτάει τον γάιδαρο. Είναι ο γάιδαρος που κοιτάει τον γάιδαρο. Είναι το πηγάδι που κοιτάει το πηγάδι». Λέει επίσης ότι «Χωρίς να ξέρετε ποιος σας το έμαθε αυτό, νομίζετε ότι ο νους είναι μια λειτουργία του εγκεφάλου. Όταν λέω ότι ο νους είναι το χορτάρι και τα δέντρα, δεν το πιστεύετε». Και φυσικά ο Ντόγκεν δε χρησιμοποίησε την ίδια τη λέξη «επίγνωση» (mindfulness). Ούτε και ο Βούδας. Η λέξη δεν υπήρχε την εποχή τους –ούτε καν η ίδια η αγγλική γλώσσα δεν υπήρχε στην εποχή του Βούδα. Πιο μετά, θα πάω να τσεκάρω ποια λέξη χρησιμοποίησε ο Ντόγκεν στο ιαπωνικό πρωτότυπο και οι Νισιτζίμα και Κρος απέδωσαν ως «επίγνωση» *

Το θέμα είναι ότι η «επίγνωση» η οποία διδάσκεται στις μέρες μας, δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι που πρέπει να έχουμε, για κάτι που πρέπει να προσπαθήσουμε. Μόνο που δεν πάει έτσι. Η επίγνωση συμβαίνει όλη την ώρα –το μόνο που χρειάζεται είναι να μη στεκόμαστε στη μέση και να την αφήσουμε να συμβεί.

* Τελικά φαίνεται ότι έκανα λάθος! Για πρώτη φορά στη ζωή μου (χαιρετίσματα στα τρολ)! Πάντα πίστευα ότι αυτή η ιστορία με τον γάιδαρο και το πηγάδι είχε σχέση με την επίγνωση –μάλιστα κάπως έτσι την έγραψα και στο βιβλίο μου Sit Down And Shut Up, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν πρέπει να πιστεύετε αυτά που διαβάζετε στα βιβλία! Ντροπή!

Στην πραγματικότητα, η ιστορία αυτή με τον γάιδαρο και το πηγάδι, εμφανίζεται στο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Να μην κάνεις κακό» (諸悪莫作 ή Σοάκου Μακούσα/Shoaku Makusa, το κεφάλαιο 10 του πρώτου τόμου του Σομπογκένζο από τη μετάφραση των Νισιτζίμα και Κρος). Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η ιστορία πάει ως εξής: «[Η σχέση μεταξύ] του κακού και του να μην το κάνεις, δεν είναι μόνο το πηγάδι που κοιτάζει τον γάιδαρο, είναι και το πηγάδι που κοιτάζει το πηγάδι, ο γάιδαρος που κοιτάζει τον γάιδαρο, ο άνθρωπος που κοιτάζει τον άνθρωπο και το βουνό που κοιτάζει το βουνό». Ο Νισιτζίμα εξηγεί το κεφάλαιο αυτό στο μπλογκ του, στο ποστ αυτό αν και κάνει κάποια συντακτικά λάθη και, επίσης, χρησιμοποιεί κάπου τη λέξη «will» αντί για τη λέξη «well» (πρέπει να πάω να το διορθώσω).

Η αναφορά είναι σε ένα κοάν το οποίο εμφανίζεται στο Έιχεϊ Ζέντζι Γκορόκου (Eihei Zenji Goroku/永平禅師語録, Καταγραφή όσων είπε ο Έιχεϊ Ζέντζι, δηλαδή ο Ντόγκεν) και πάει ως εξής: «Ο δάσκαλος Σόζαν, ρώτησε κάποτε έναν μοναχό, ‘Η πραγματικότητα του Ντάρμα, αντανακλάται σε όλα τα όντα, όπως το φεγγάρι αντανακλάται στο νερό. Πώς μπορείς να το εξηγήσεις αυτό;’ Ο μοναχός απαντάει ‘Είναι όπως όταν ένας γάιδαρος κοιτάζει ένα πηγάδι’. Ο Σόζαν λέει ‘Είπες αρκετά, όμως είπες μόνο το ογδόντα τοις εκατό’. Ο μοναχός ρωτάει ‘Εσύ τι λες, δάσκαλε;’ και ο Σόζαν απαντάει ‘Είναι όπως όταν το πηγάδι κοιτάζει τον γάιδαρο’»

Η μόνη περίπτωση που μπορώ να βρω στην οποία ο Ντόγκεν χρησιμοποιεί κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «να έχεις επίγνωση», είναι σε ένα κείμενό του που λέγεται Ζαζένγκι (Zazengi/坐禅儀) ή «Μέθοδος Άσκησης στο Ζαζέν», Στη μετάφραση του Καζουάκι Ταναχάσι (Kazuaki Tanahashi), η οποία υπάρχει στο βιβλίο Moon In A Dewdrop, υπάρχει η φράση «να έχεις επίγνωση του χρόνου που περνάει» («be mindful of passing time») –το τσέκαρα και η πρωτότυπη φράση είναι «光陰を護惜べし» την οποία μάλιστα, ο Καρλ Μπιέλεφελντ (Carl Bielefeldt) αποδίδει την ίδια φράση ως «κράτα με αγάπη τις μέρες και τις νύχτες που περνούν». Τόσο η λέξη 光陰 όσο και η λέξη 護惜 δε χρησιμοποιούνται πια ιδιαίτερα και η πρώτη σημαίνει, χοντρικά, «φως και σκοτάδι». Και, παρεμπιπτόντως επειδή πολλοί θεωρείτε ότι είμαι διεστραμμένος, το ιδεόγραμμα 陰 το ξέρω από τη λέξη 陰毛 η οποία σημαίνει «τρίχωμα του εφηβαίου» ή, κυριολεκτικά, «τρίχα στο σκοτάδι». Η λέξη 護惜 είναι ένας συνδυασμός δύο ιδεογραμμάτων που σημαίνουν «προστατεύω» (護) και «αγαπημένος» (惜) –αυτά είναι που αποδίδει ο Ταναχάσι ως «επίγνωση». Προφανώς δεν είναι τόσο μεγάλη παράφραση σαν αυτή που λέγαμε τις προάλλες (όταν ο Μπράιαν Βικτόρια απέδιδε το «απηυδήσαμε από τους σκοτωμούς» του Κόντο Σαουάκι ως «χορτάσαμε σκοτωμούς») όμως είναι κάπως τραβηγμένο, αν και αποδεκτό, να αποδώσεις το παραπάνω ως «επίγνωση».

Προσέχετε να μην κολλάτε με τις λέξεις –είπε ο άνθρωπος που έφαγε κάνα-δυο ώρες της αργίας του, ψάχνοντας στα λεξικά. Για να μη λέτε ότι δε σας μαθαίνω και τίποτα!

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

ΥΓ
Η απόδοση του κοάν με τον δάσκαλο Σόζαν δε μου αρέσει ούτε κι εμένα, οπότε παραθέτω το πρωτότυπο (αγγλικό) για όσους θέλουν να προσπαθήσουν και μόνοι τους!

"Master Sozan once asked a monk, 'How is it when the dharma body of reality is manifesting form in accordance with beings, like the moon reflected in the water?' The monk said, 'It's like a donkey looking at a well.' Sozan said, 'You have said quite a lot, but you have only said eighty percent of it.' The monk then asked, 'What do you say, teacher?' Sozan answered, 'It's like the well looking at the donkey.'"