Tuesday, November 6, 2012

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧV): Τι δεν είναι κάρμα


Το αποφάσισα: Δεν πρόκειται να δικαιολογηθώ ξανά για το πόσο αραιά έχουν γίνει τα ποστ σ’ αυτό το μπλογκ! Όσοι παρακολουθείτε τι κάνω, ξέρετε ότι ο χρόνος μου έχει περιοριστεί πολύ τους τελευταίους μήνες και ότι η αποχή από το Punk Zen δε σημαίνει και αποχή από το ζεν γενικώς. Όπως και να ‘χει, για μια ακόμα φορά λέω να προσπαθήσω να το συμμαζέψω∙ αν θα το καταφέρω ή όχι, θα το δούμε στην πορεία.

Στο θέμα μας τώρα: Τις προάλλες, ένας φίλος έκανε ποστ στο Facebook μια εικόνα από αυτές που αφθονούν εκεί –ξέρετε αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα εικόνες αλλά περιέχουν ένα τσιτάτο γραμμένο σε κάποια ευφάνταστη (ή λιγότερο ευφάνταστη) γραμματοσειρά που λέει κάτι βαθυστόχαστο ή απλώς μια σαχλαμάρα, συχνά μάλιστα συνοδεία και κάποιου γνωστού ονόματος που μπορεί να είπε (ή να μην είπε) το συγκεκριμένο τσιτάτο. Τέλος πάντων, το τσιτάτο που είχε η εν λόγω φωτό έλεγε, περίπου, «Το να πιστεύεις στο κάρμα σημαίνει ότι πιστεύεις πως αν κάποιος βιάσει ένα τετράχρονο παιδάκι, το παιδάκι είχε κάνει κάτι που να το αξίζει». Αν και η πολιτική μου είναι να αφήνω τέτοια πράγματα ασχολίαστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν άντεξα και σχολίασα από κάτω «Αυτό δεν είναι ‘κάρμα’ είναι παπαριές» (επειδή όλο το πράγμα ήταν στα αγγλικά, η λέξη που χρησιμοποίησα ήταν «bullshit»).

Το πρόβλημα είναι ότι πολύς κόσμος έχει αυτή την αντίληψη για το κάρμα, πιθανότατα επειδή πολύς κόσμος έχει απλώς ακουστά το κάρμα από τον αχταρμά ινδουϊσμού, βουδισμού και πνευματισμού (spiritualism) που έγινε της μόδας τη δεκαετία του ’60, όταν ο δυτικός κόσμος θεώρησε ότι μέρος της γενικότερης τάσης περί αμφισβήτησης έπρεπε να είναι και η αμφισβήτηση των παραδόσεών του και η υιοθέτηση παραδόσεων από άλλους πολιτισμούς –όσο πιο εξωτικός ο πολιτισμός, τόσο καλύτερος και πιο «ατόφιος» αν και οι «αναζητητές» της εποχής εκείνης ήταν διατεθειμένοι να κάνουν κάποιο σκόντο στα χιλιόμετρα και να στραφούν και σε κάτι ντόπιο, αρκεί αυτό να ήταν αρκετά «far out» (κάπως έτσι επαν-ανακαλύφθηκαν οι πνευματιστές των αρχών του 20ου αιώνα, η «Θεοσοφική Εταιρεία» της Έλενα Μπλαβάτσκι, ο Άλιστερ Κρόουλι και αρκετοί ακόμα).

Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα,  δεν είναι περίεργο που μια ιδέα τόσο σύνθετη όσο το κάρμα έτυχε παρανόησης –αν σκεφτεί κανείς ότι η (σχετικά πιο) απλή ιδέα της συνειδητοποίησης κατάφερε να μπλεχτεί με τη μαστούρα, το κάρμα ήταν από την αρχή καταδικασμένο καθώς, αναλόγως της σχολής που μελετά κανείς μπορεί να σημαίνει αρκετά διαφορετικά πράγματα, συχνά κρυμμένα πίσω από διαφορές στους ορισμούς που χάνονται στις μεταφράσεις από τα σανσκριτικά ή τα πάλι προς τα αγγλικά και από εκεί προς τα ελληνικά. Αν δε, συνυπολογίσουμε ότι σε κάποιο σημείο έχουν παρεμβληθεί και οι φαντασιώσεις των μεταφραστών (για κάποιο, όχι απολύτως ανεξήγητο λόγο, συχνά τέτοια κείμενα μεταφράζονται από ανθρώπους που μοιάζουν ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν απλές λέξεις και φυσιολογικό συντακτικό) καταλήγουμε σε ένα ατύχημα που νομοτελειακά θα συμβεί. Και συμβαίνει: στο μυαλό του αναγνώστη.

Κι όμως, αν είναι κανείς διατεθειμένος να διαβάσει τα πράγματα χρησιμοποιώντας την κοινή του λογική (και εδώ είναι που βοηθάει η επαφή με κάποιο δάσκαλο που καταλαβαίνει τι του γίνεται), η ουσία των εννοιών αυτών είναι πολύ λιγότερο δυσνόητη (αν και παραμένει περίπλοκη): κάρμα δεν είναι να πιστεύει κανείς ότι η κακοποίηση του παιδιού ήταν συνέπεια κάποιας πράξης του ίδιου του παιδιού –κάρμα είναι να πιστεύει κανείς ότι η κακοποίηση του παιδιού ήταν συνέπεια κάποιας πράξης ή κάποιας σειράς πράξεων που έγιναν ή που δεν έγιναν είτε στο περιβάλλον του παιδιού, είτε στο περιβάλλον του δράστη. Μ’ άλλα λόγια, ότι κάθε πράξη έχει κάποιον αντίκτυπο κάπου και κάποτε, πολύ συχνά μακριά από το χώρο-χρονικό σημείο της τέλεσής της. Και παρεμπιπτόντως, στο βουδισμό τουλάχιστον οι πράξεις αυτές πρέπει να είναι συνειδητές, πράγμα που σημαίνει ότι ένα τετράχρονο παιδάκι είναι εξ ορισμού έξω από τη συζήτηση.

Σε ποιες πράξεις μπορεί να λειτούργησε το κάρμα στη συγκεκριμένη περίπτωση; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αλλά σίγουρα μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις: ένας γονιός που δεν πρόσεξε που βρισκόταν το παιδί του, ένας άλλος γονιός (ή ένας δάσκαλος) που δεν επεσήμανε αρκετά νωρίς κάποιες περίεργες τάσεις στο χαρακτήρα του μελλοντικού δράστη, ένας αστυνομικός που επέλεξε να περάσει από έναν άλλο δρόμο και όχι από το δρόμο που έγινε η επίθεση, ένας γείτονας που εκείνη ακριβώς την ώρα δυνάμωσε τη μουσική και δεν άκουσε τις φωνές του παιδιού, ένας δικαστής που επέβαλλε μια χαμηλή ποινή στον ίδιο δράστη για ένα μικρότερης σημασίας περιστατικό πέντε χρόνια πριν –ο κατάλογος είναι τεράστιος και αποδεικνύει πόσο σύνθετη είναι η πραγματικότητα και πόσο αλληλένδετα είναι τα πάντα. Αυτό δηλαδή που λέει και η θεωρία του κάρμα!

Το πιο ζουμερό σημείο στην όλη συζήτηση περί κάρμα είναι το αν οι πράξεις είναι συνειδητές ή όχι –κάλλιστα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι μια πράξη του δε συμβάλλει (ή δε θα έπρεπε να συμβάλλει) στην αλυσίδα του κάρμα καθώς δεν ήταν συνειδητή. Όμως εδώ μπαίνουμε στην ουσία του βουδισμού Ζεν: στο μέτρο που η αναζήτηση της συνειδητοποίησης της πραγματικότητας αποτελεί την ουσία της ενασχόλησης με το βουδισμό, κάθε πράξη μικρή ή μεγάλη, οφείλει να είναι συνειδητή –παραφράζοντας το γνωστό λατινικό νομικό ρητό «ignorantia legis non excusat» («άγνοια νόμου δε συγχωρείται»), θα μπορούσαμε να πούμε ότι για το βουδισμό Ζεν, «ignorantia realitatis non excusat» («άγνοια πραγματικότητας δε συγχωρείται»). Και επειδή μιλάμε για βουδισμό η «συγχώρεση» δεν προέρχεται από κάποιον μακρυμάλλη παππού με λευκά γένια που κάθεται στα σύννεφα και βλέπει τα πάντα αλλά από εμάς τους ίδιους και από την κοινωνία στην οποία ζούμε και την οποία συν-δημιουργούμε με τις πράξεις μας.

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧIV): Ένα αλλιώτικο σέσιν


Για μια ακόμα φορά πήγαμε, καθίσαμε και κοιτάγαμε τους τοίχους για τρεις μέρες και μετά φύγαμε –αν κάποιος θέλει να συνοψίσει το σέσιν της ομάδας Ντόγκεν Σάνγκα στο ναό Κασουϊσάι στη Σιζουόκα, θα μπορούσε να πει την παραπάνω φράση και να έχει καλύψει όλη την ουσία του τριημέρου φθινοπωρινού «ησυχαστηρίου». Ωστόσο η φορά αυτή είχε ορισμένες πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις από τα άλλα σέσιν που κάναμε στο ναό Τοκέι-ιν (επίσης στη Σιζουόκα) και για τα οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ και ο βασικός λόγος ήταν ότι αντίθετα με το Τοκέι-ιν στο οποίο το πρόγραμμα που ακολουθούσαμε ήταν δικής μας επινόησης και η τήρησή του επαφιόταν στον πατριωτισμό μας, στο Κασουϊσάι έπρεπε να ακολουθήσουμε το υπάρχον πρόγραμμα καθώς ο συγκεκριμένος ναός όχι μόνο έχει αρκετούς μοναχούς αλλά είναι και ένα από τα κέντρα εκπαίδευσης της γραμμής Σότο του Ζεν –μικρότερο από τα δύο μεγάλα κέντρα (το Έιχεϊ-τζι στο Φουκούι και το Σότζι-τζι στην Καναγκάουα) αλλά κέντρο εκπαίδευσης όπως και να ‘χει.

Αυτό λοιπόν που κερδίσαμε τις τρεις αυτές ημέρες ήταν μια εκ των έσω ματιά στο πώς λειτουργεί ένα κέντρο εκπαίδευσης Ζεν∙ πώς ζουν οι άνθρωποι που σε μερικά χρόνια θα βγουν έξω, θα διαχειρίζονται τους δικούς τους ναούς και θα διδάσκουν Ζεν σε άλλους ανθρώπους, πώς ασκούνται (στη θεωρία και την πράξη του βουδισμού) και πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα καθώς είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο με ορισμένους από αυτούς όταν οι ελεύθεροι χρόνοι μας συνέπιπταν. Και παρότι η εμπειρία ήταν όντως ενδιαφέρουσα, προσωπικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αν η απόφαση για το που θα γίνει το επόμενο σέσιν εξαρτιόταν αποκλειστικά από εμένα, θα διάλεγα για μια ακόμα φορά το Τοκέι-ιν ή κάποιον αντίστοιχο ναό και όχι το Κασουϊσάι. Όχι επειδή η καλογερική είναι βαριά αλλά επειδή είναι βαριά στα λάθος πράγματα –τουλάχιστον σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται το Ζεν η ομάδα με την οποία σχετίζομαι.

Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το πρόγραμμα του Κασουϊσάι δεν περιλαμβάνει πολύ Ζαζέν –αντίθετα περιλαμβάνει άφθονους ψαλμούς και λειτουργίες (για την ακρίβεια τρεις λειτουργίες μιάμισης ώρας κάθε μια). Και είναι απολύτως λογικό: οι άνθρωποι που εκπαιδεύονται εκεί πρόκειται, όπως είπα παραπάνω, κάποια στιγμή να τελειώσουν τη μαθητεία τους, να βγουν στην κοινωνία και να αναλάβουν ναούς στους οποίους θα πρέπει να επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα∙ καθώς μιλάμε για βουδισμό (και δη για Ζεν) τα καθήκοντά τους αυτά θα είναι κάτα 95% κηδείες και μνημόσυνα οπότε η άριστη γνώση των ψαλμών που χρησιμοποιούνται για την κάθε περίπτωση είναι αναγκαία. Προφανώς, πολύ πιο αναγκαία από το να συνηθίσουν να κάθονται και να κοιτάνε τον τοίχο.

Βεβαίως υπήρχε Ζαζέν. Το ζέντο τους ήταν πολύ πιο μεγάλο από το ζέντο του Τοκέι-ιν (αν υπολόγισα καλά πρέπει να χώραγε τουλάχιστον καμιά πενηνταριά άτομα, ίσως και περισσότερα) και κάθε φορά που υπήρχε περίοδος καθίσματος υπήρχε και άτομο επιφορτισμένο με το καθήκον να χρησιμοποιεί το ραβδί κιοσάκου (警策) στην περίπτωση που κάποιος το ζητούσε ή στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος μοναχός έκρινε ότι κάποιος είχε χάσει εντελώς τη στάση του ή είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Όμως οι επίσημες περίοδοί τους για Ζαζέν ήταν μόνο τρεις φορές την ημέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) και σχεδόν ποτέ δεν είδα μέσα στο ζέντο όλους τους μοναχούς –δόκιμους ή εκπαιδευτές∙ αντίθετα, στις λειτουργίες ήταν όλοι, εκτός από κάποιους που είχαν καθήκοντα στην κουζίνα (η κουζίνα είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο ενός ναού Ζεν και ο μάγειρας το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο σε ιεραρχία μετά τον ηγούμενο).

Το θέμα είναι ότι για τη γραμμή του Γκούντο Νισιτζίμα (και του Μπραντ Ουόρνερ και των άλλων μαθητών που έχω γνωρίσει στην Ιαπωνία),  η ουσία του Ζεν είναι η άσκηση –σίγουρα παίζει ρόλο ότι τόσο ο ίδιος ο Νισιτζίμα όσο και οι μαθητές του, τόσο αυτοί που είναι δάσκαλοι του Ζεν όσο και αυτοί που απλώς συμμετέχουν στις συναντήσεις και στα σέσιν είναι στην καλύτερη περίπτωση «λαϊκοί μοναχοί» δηλαδή δεν έχουν δικό τους ναό και βγάζουν το ψωμί τους με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή δουλεύοντας. Και λέω «στην καλύτερη περίπτωση» καθώς πολλοί από αυτούς δεν έχουν κάνει καν τη βασική χειροτόνηση (τζουκάι/受戒) που απαιτείται για να χαρακτηριστεί κανείς «μοναχός» στο βουδισμό Ζεν∙ έρχονται στις συναντήσεις και στα σέσιν, κάνουν την άσκηση και αυτό είναι όλο. Και, αν θέλουμε να μείνουμε στην ουσία, πράγματι αυτό είναι όλο!

Προφανώς η ανάγκη της κοινωνίας (και δη των μικρών κοινοτήτων) για την ύπαρξη ναών που θα καλύπτουν ορισμένες βασικές λειτουργίες είναι δεδομένη και, άρα, αδιαπραγμάτευτη∙ και βεβαίως για να μπορεί ένας ναός να είναι λειτουργικός για την κοινωνία θα πρέπει να είναι επανδρωμένος από ανθρώπους που ξέρουν να φέρουν εις πέρας τις διαδικασίες που τον κάνουν λειτουργικό, δηλαδή τις τελετές. Και παρότι ιδωμένες με το μάτι του ενδιαφερόμενου παρατηρητή, οι τελετές είχαν όντως ενδιαφέρον, ομολογώ ότι υπήρξαν αρκετές στιγμές που βαρέθηκα αρκετά κυρίως επειδή –και αυτό μπορεί να ακουστεί όσο αλαζονικό θέλετε- προσωπικά δεν τις χρειάζομαι.

Όποιος ενδιαφέρεται να ψάξει τις αιτιολογήσεις πίσω από την ύπαρξη τελετουργικών στις θρησκείες (και όχι μόνο σ’ αυτές) θα δει ότι η επικρατέστερη είναι η ενίσχυση του αισθήματος ότι αυτός που συμμετέχει στο τελετουργικό ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα και συμμερίζεται κάποιες συγκεκριμένες πεποιθήσεις –στο μέτρο που κάποιος συμμερίζεται τις πεποιθήσεις έτσι κι αλλιώς, το τελετουργικό είναι όχι μόνο άχρηστο αλλά, δυνητικά, εμπόδιο (το αστείο είναι ότι στον πολύ κλασσικό βουδισμό, υπάρχει ειδική μνεία στο πώς οι τελετές μπορούν να εμποδίσουν την πραγματική κατανόηση της διδασκαλίας του Βούδα –ο όρος στα σανσκριτικά είναι σιλαμπάτα-παραμάσο/sīlabbata-parāmāso και η υπέρβασή του θεωρείται από τα πρώτα βήματα για να θεωρηθεί κανείς μέρος του βουδιστικού «ρεύματος»).

Παρενθετικά εδώ, αξίζει να αναφέρω ότι για ιστορικούς λόγους και με τη γνωστή άνεση που χαρακτηρίζει τους ιάπωνες σε θρησκευτικά θέματα, το Κασουϊσάι φιλοξενεί στους χώρους του τον ναό ενός τοπικού αρχαίου σαμάνου ο οποίος είναι κάτι σαν ο «θεός της φωτιάς» της περιοχής (ουδεμία σχέση με βουδισμό αλλά όπως είπαμε, εδώ είναι Ιαπωνία και τέτοια πράγματα είναι λεπτομέρειες!) Προκειμένου λοιπόν να τιμήσουν τον υψηλό τους καλεσμένο, οι μοναχοί του Κασουϊσάι κάνουν ένα μέρος των λειτουργιών τους στο δικό του ναό ακολουθώντας ένα τελετουργικό αρκετά διαφορετικό από αυτό που συνηθίζεται στους ναούς Ζεν: αν και το κείμενο που χρησιμοποιούν είναι η «Σούτρα της Καρδιάς» (Πράτζνια-παραμιτά-χριντάγια/Prajñāpāramitā Hṛdaya ή επί το ιαπωνικότερο Χάνια Σίνγκυο/般若心経), το μεγάλο σουξέ του Ζεν την ψέλνουν με μπόλικη μουσική και με διάφορα οπτικά εφέ άκρως εντυπωσιακά!

Όμως εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: όσο ωραίο και αν ήταν το σόου, δεν έπαυε να είναι ένα σόου το οποίο στην πραγματικότητα δεν προσφέρει τίποτα στην ουσία του βουδισμού, τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι ότι τον αντιλαμβανόταν ο Βούδας και όπως πέρασε από αυτόν στον Ναγκαρτζούνα, στον Μποντιντάρμα,  στον Χούι-νενγκ και στον Ντόγκεν και από εκεί στον Κόντο Σαουάκι και στον Γκούντο Νισιτζίμα. Αν αποφασίσει κανείς να τραβήξει μια γραμμή όπως αυτή στα φύλλα ισολογισμών και από κάτω να γράψει τι είναι αυτό που κάνει το βουδισμό Ζεν διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ή από οποιαδήποτε άλλη σχολή σκέψης, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η άσκηση που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και στην υπεύθυνη πράξη. Αυτό που είδαμε στο Κασουϊσάι και στο οποίο, ως κάποιο βαθμό συμμετείχαμε, ήταν τελετουργικός βουδισμός και, δυστυχώς, μεταξύ τελετουργικού βουδισμού και τελετουργικού π.χ. χριστιανισμού, ο κοινός παρονομαστής είναι η τελετή και, προσωπικά, αν έχω να επιλέξω μεταξύ ενός περιβάλλοντος στο οποίο υπογραμμίζεται η τελετή και ενός στο οποίο υπογραμμίζεται η άσκηση, η απάντηση μου βγαίνει σχεδόν αντανακλαστικά!

Καινούριο άρθρο στο Suicide Girls και περισσότερα περί του Γκρέιτ Σκάι


Το τελευταίο μου άρθρο στο Suicide Girls βγήκε στον αέρα –έχει σχέση με τη μη προσκόλληση (ήθελα να γράψω κάτι για το Γκρέιτ Σκάι, αλλά όπως πολύ σωστά το σκέφτηκα, δεν ήμουν σε κατάσταση να γράψω ένα άρθρο εντός των 24 ωρών που μεσολαβούσαν από την επιστροφή μου στη Σάντα Μόνικα ως την ώρα που θα έπρεπε να παραδοθεί το άρθρο. Συνεπώς, παίρνετε αυτό.)

Μιλώντας για το σέσιν στο Γκρέιτ Σκάι (εκεί που ήμασταν εχτές), να μια φωτογραφία από αυτές που δεν κυκλοφορούν πολύ συχνά: εγώ με τα βουδιστικά μου ράσα και ανάμεσα σε άλλους βουδιστές ιερείς. Έχω βάλει ταμπελάκια με τα ονόματα των δασκάλων που συμμετείχαν στο σέσιν –ο Ρόσαν Γιοσίντα που επίσης δίδαξε δεν είναι στη φωτογραφία επειδή ήταν αυτός που την τράβηξε (και μου την έστειλε, ευχαριστώ πολύ!) όμως μπορείτε να δείτε στα δεξιά μου (αριστερά στη φωτογραφία) τον Γκρεκ Φάιν, λογιστή του Κέντρου Ζεν του Σαν Φρανσίσκο και στην άκρη δεξιά της φωτογραφίας δίπλα στον Ντοκάι είναι ο Τότζουν Κομπ, από το Κέντρο Ζεν του Μιλγουόκι που είχε το ρόλο του «τζίσα», δηλαδή αυτού που φροντίζει τους δασκάλους –στη δική μου περίπτωση, ήταν αυτός που μου έδειξε τι έπρεπε να κάνω στις διάφορες τελετές. Για την ιστορία, και αν δεν μπορείτε να το καταλάβετε από το θαμπό JPG, τα ξυρισμένα κεφάλια και τα Νταρμικά τους ονόματα, η Ζούικο, η Τόνεν και η Μιόγιου είναι γυναίκες ενώ όλοι οι άλλοι δάσκαλοι είναι άντρες, γεγονός που έδινε στο σέσιν μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ αντρών και γυναικών δασκάλων (αυτό το θεωρώ πολύ ωραίο και μοναδικό –εδώ που τα λέμε, στα σέσιν πολύ σπάνια υπάρχει παραπάνω από ένας δάσκαλος και παρότι το Γκρέιτ Σκάι δεν πρέπει να είναι το μόνο που το κάνει, είναι αρκετά σπάνιο).

Σκεφτόμουν το ποστ που ανέβασα εχτές και ελπίζω ότι δεν έδωσα την εντύπωση ότι το μόνο πράγμα που γίνεται σε ένα σέσιν είναι να σου έχει κολλήσει στο μυαλό η μουσική από τη σειρά «I Dream Of Jeannie». Όχι, δεν είναι το μόνο.

Θέλω να πω, θα μπορούσα να πω πολλά για την πολύ βαθιά ακινησία και σιωπή, για το θέαμα ενός ερωδιού με μπλε πόδια που πέρασε μπροστά από την πανσέληνο, για τον ουρανό που είχε ένα κάρο αστέρια, για τα κρύα πρωινά στο ζέντο, για τα επίσημα γεύματα-τελετές, για τις ψαλμωδίες και για όλα αυτά. Όμως αυτά μπορείτε να τα βρείτε σε οποιοδήποτε βιβλίο, άρθρο περιοδικού ή σελίδα στο web που περιλαμβάνει οποιαδήποτε περιγραφή οποιουδήποτε για το πώς πέρασε σε ένα σέσιν. Ναι, είναι όλα αλήθεια και είναι όλα πανέμορφα. Όμως κάποιος πρέπει να μιλήσει και για τις μουσικούλες από τις κακές τηλεοπτικές σειρές και για το πώς κάθε φορά που ψέλναμε το «Φούκαν-ζαζένγκι» του Ντόγκεν και φτάναμε στο σημείο που λέει «πρέπει να χαιρόμαστε τη σπίθα που βγαίνει από την τσακμακόπετρα» (Σ.τ.Μ. στα αγγλικά «flintstone») εγώ ήμουν πάντα στο τσακ να αρχίσω να τραγουδάω τη μουσική από τη σειρά κινουμένων σχεδίων «The Flintstones»:  "... meet the Flintstones they're a modern stone age fa-mi-leeeeee!" Ισορροπία μπέιμπι, ισορροπία

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο βάθος στην άσκηση που δεν μπορείς να το φτάσεις παρά μόνο συμμετέχοντας σε ένα σέσιν∙ δε με νοιάζει πόσο βαθύς νομίζετε ότι είναι ο διαλογισμός σας όταν κάθεστε μόνοι σας στην αναπαυτική σας πολυθρόνα στο σαλόνι σας με το «Dark Side of the Moon» στα ακουστικά και με ένα γερό τρίφυλλο στο χέρι όμως δε φτάνει ούτε στο νυχάκι μιας περιόδου καθίσματος Ζαζέν ακόμα και στο πιο άθλιο σέσιν. Καμία τύχη –σόρι. 

Μια βδομάδα σε ένα σέσιν σου δίνει την αίσθηση ενάμιση μήνα οποιασδήποτε άλλης ενασχόλησης –το Ζαζέν διαστέλλει το χρόνο όσο τίποτα άλλο. Ένα λεπτό Ζαζέν ισοδυναμεί με τρεις ώρες παπαρολογίας με τους φίλους σου∙ κατ’ αυτή την έννοια, μπορεί να σου επιμηκύνει τη ζωή. Και βεβαίως μπορεί κάποιος να πει «Ναι, αλλά μόνο υποκειμενικά!» στο οποίο θα απαντήσω «Σώπα! Και τι σημασία έχει;» Πραγματικά σε κάνει να ζεις περισσότερο, ακόμα και αν πέσεις νεκρός την ώρα που χτυπάει τα καμπανάκι στο τέλος της περιόδου.

Μπορείς να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου που δεν μπορείς να τα ανακαλύψεις μέσα σε μια δεκαετία ψυχανάλυσης –μπορεί να σου αλλάξει όλη σου την αντίληψη για τα πάντα. Επιστρέφοντας στο ΛΑ, βρέθηκα κολλημένος σε ένα θεόστενο κάθισμα αεροπλάνου ανάμεσα σε δύο πιτσιρίκια που δεν έπαψαν να ουρλιάζουν, να μου κλωτσάνε την καρέκλα μου και να χέζονται διαρκώς –η βρώμα από τα παιδικά σκατά ήταν τόσο βαθιά όσο όλα τα πράγματα που συνάντησα στο σέσιν. Κι όμως, δεν κατάφερα να βρω μέσα μου αρκετό χώρο ώστε να ενοχληθώ.

Ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη μιας ομάδας αφοσιωμένων ανθρώπων συνδυάζουν τις ενέργειές τους και ο τρόπος με τον οποίο εστιάζονται στην άσκηση δε συγκρίνεται με καμία άλλη δραστηριότητα. Όταν ήμουν στην Ιαπωνία, έζησα ένα χρόνο στο νομό Τογιάμα, ουσιαστικά απομονωμένος από κάθε άλλο άνθρωπο πέρα από μια μικρή ομάδα αγγλόφωνων –η εμπειρία θύμιζε κάπως τους επιζώντες από ένα αεροπορικό δυστύχημα σε ένα ερημονήσι αλά «Lost» και είναι η κοντινότερη που μπορώ να σκεφτώ στην εμπειρία που σου δίνει ακόμα και ένα σύντομο σέσιν. Να τι σημαίνει «Dharma Initiatives»

Συνεπώς δε θέλω να μειώσω την εμπειρία. Όμως ταυτόχρονα, μου είναι σχεδόν αδύνατο να γράψω γι αυτή με έναν τρόπο που να βγάζει νόημα –το έχω δοκιμάσει και έχω αποτύχει πολλές φορές καθώς αυτά που γράφω μοιάζουν με τα κλισέ που διαβάζετε στα περιοδικά που πουλάει το Νιου Έιτζ βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας. Και ο κόσμος είναι ήδη γεμάτος από δαύτα.

Οπότε τι θες να πεις Μπραντ;

Ξέρω γω; Όπως και να ‘χει, δείτε τη φωτογραφία από το σέσιν και απολαύστε τη.

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα  18 Αυγούστου 2008