Friday, May 17, 2013

Τι είναι φώτιση;


Τις τελευταίες μια-δυο μέρες υπάρχει αρκετή συζήτηση στα σχόλια αυτού του μπλογκ σχετικά με το τι σημαίνει «αφύπνιση». Ένας αναγνώστης που υπογράφει Petrichoric λέει:

«Δεν πιστεύω ότι όλα τα μέλη μιας σάνγκα (Σ.τ.Μ. βουδιστικής κοινότητας/ομάδας) ή όλοι οι δάσκαλοι του ζεν είναι καταπληκτικοί και καλοί άνθρωποι όμως, χμμμμμ, θα ‘πρεπε οι καριόληδες να είναι ή τουλάχιστον να προσπαθούν να είναι! Άρχισα να πηγαίνω στο κέντρο ζεν της περιοχής μου επειδή (1) ήθελα να σταματήσω να υποφέρω και (2) ήθελα να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς ένας πνευματικός ηγέτης μπορεί πραγματικά να χάσει τόσο πολύ το δρόμο του και να διαθέτει τόσο λίγη συναίσθηση του εαυτού του ώστε να εκμεταλλεύεται και να χειραγωγεί τους άλλους. Πώς μπορεί οποιαδήποτε αφύπνιση που έχει ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι αυθεντική; Και ναι, παραμένει το ερώτημα αν υπάρχει σχέση μεταξύ ‘αφύπνισης’ και ‘ηθικής’. Και προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει».

Στο κείμενο που ακολουθεί θα επαναλάβω με περισσότερα λόγια κάτι που έγραψα σαν απάντηση στο σχόλιό του –ζητώ συγνώμη από όσους διάβασαν ήδη τη συντομευμένη εκδοχή.

Η σχέση μεταξύ αφύπνισης και ηθικής εξαρτάται κυρίως από το πώς προσδιορίζει κανείς την «αφύπνιση».

Πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας προσδιορίζουν την «αφύπνιση» σαν ένα είδος εμπειρίας∙ το κάνουν πολλά από αυτά που βλέπω στα περιοδικά που κυκλοφορούν, στα βιβλία, τα σάιτ κ.λπ. Ο πνευματικός δάσκαλος στον οποίο κατά περίπτωση αναφέρονται είχε κάποιο είδος βαθιάς εμπειρίας που τράνταξε τη συνείδησή του και στη συνέχεια βγήκε στον κόσμο για να μιλήσει γι αυτή.

Υπάρχουν πολλά σχετικά παραδείγματα: Ο Γκένπο Ρόσι δικαιολογεί το να χρεώνει 50.000 δολάρια σε όποιον θέλει να κάνει παρέα μαζί του, βασισμένος σε μια βαθιά αφύπνιση που είχε σε κάποιο μοναχικό ησυχαστήριο στην έρημο Μοχάβε κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’70. Ο Έκχαρτ Τόλε ισχυρίζεται ότι είχε μια μεγάλη αφύπνιση που του έδωσε την ικανότητα να γράψει ένα βιβλίο που πούλησε ένα σκασμό βιβλία και να χρεώνει δεκάδες χιλιάδες δολάρια για τις διαλέξεις του. Ο Σόκο Ασαχάρα έκανε ένα τρελό download από τα ουράνια που υποτίθεται ότι τον έκανε το νέο Βούδα της σύγχρονης εποχής –και λοιπά και λοιπά και λοιπά.

Όλα αυτά προέρχονται από το πώς διαβάζει κανείς την ιστορία της ζωής του Βούδα: η πιο συνηθισμένη αφήγηση μας λέει ότι ο Βούδας έκατσε κάτω από ένα δέντρο και έκανε διαλογισμό για 40 μέρες και στο τέλος της περιόδου αυτής είχε μια εμπειρία βαθιάς αφύπνισης που μέσα σε μια στιγμή τον μετέτρεψε από τον απλό, φυσιολογικό Σιντάρτα στο θρυλικό Γκαουτάμα Βούδα. Περίπου δηλαδή όπως οι ιαπωνικοί υπέρ-ήρωες Ultraman και Kamen Rider μεταμορφώνονται σε μια φλασιά από απλοί, φυσιολογικοί άνθρωποι σε γίγαντες που πολεμάνε με εξωγήινα τέρατα που μοιάζουν με έντομα.

Αυτού του είδους οι εμπειρίες, ωστόσο, δεν έχουν απαραίτητα κάποια άμεση σχέση με κανένα είδος ηθικής ωριμότητας ή ευαισθησίας –είναι απλώς εμπειρίες, όπως το να βρεθείς σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ή να δεις ένα UFO ή να φτάσεις πολύ κοντά στο θάνατο. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιο ηθικό περιεχόμενο σ’ αυτές.

Ο κόσμος συχνά ξεχνάει ότι ο Σιντάρτα είχε ασχοληθεί με πολλών ειδών ασκήσεις και είχε δουλέψει πολύ με τον εαυτό του για δεκαετίες πριν την αφύπνισή του. Μπορεί η ίδια η αφύπνιση να έγινε μέσα σε μια στιγμή όμως το υπέδαφος για να γίνει προετοιμαζόταν επί μια ζωή ή, αναλόγως αν πιστεύει κανείς τις ιστορίες που λέγονται, επί δεκάδες ζωές.

Από την άλλη μεριά, το είδος «αφύπνισης» που εμφανίζεται με τη μορφή μιας ξαφνικής, έντονης εμπειρίας είναι απλώς η συνειδητή διαπίστωση του κοινού τόπου πίσω από όλες μας τις εμπειρίες –δεν είναι ότι συμβαίνει κάτι καινούριο αλλά ότι απλώς εμείς προσέχουμε για πρώτη φορά τι πραγματικά συνέβαινε πάντα.

Είναι πιθανό να έχει κανείς μια τέτοιου είδους εμπειρία χωρίς να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα: μερικές φορές μπορεί η εμπειρία αυτή να προκληθεί από ένα σοβαρό τραύμα όπως ένα ατύχημα ή μια αρρώστια, όπως μπορεί να προκληθεί και από τα ναρκωτικά. Κάποιες λεγόμενες «πνευματικές» ασκήσεις είναι σχεδιασμένες για να προκαλέσουν ακριβώς τέτοιου είδους εμπειρίες ενώ μερικές φορές δε συμβαίνει τίποτα που να τις προκαλεί –απλώς κάπως συμβαίνουν.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εμπειρία δεν παύει να είναι αυθεντική ούτε χάνει τη δυνατότητά της να έχει αξία. Όμως δεν έχει βάση, δεν έχει κάτι πάνω στο οποίο να πατήσει. Όπως έχω πει στο παρελθόν, το εγώ μπορεί να αρπαχτεί από οτιδήποτε –ακόμα και από τη συνειδητοποίηση της ίδιας του της απατηλής φύσης- και να το χρησιμοποιήσει σαν μέσο για να μεγεθύνει τον εαυτό του.

Αυτές οι λεγόμενες «αφυπνίσεις» πράγματι περιέχουν μια αίσθηση ότι όλοι είμαστε συνδεδεμένοι με έναν πολύ στενό τρόπο, ότι όλοι είμαστε πραγματώσεις της ίδιας υποκείμενης πραγματικότητας. Όμως το εγώ μπορεί να αρπαχτεί από αυτό και να το μετατρέψει σε κάτι τρομερά ανήθικο: μπορεί να αποφασίσει ότι αφού εγώ είμαι εσύ και εσύ είσαι εγώ και είμαστε όλοι μαζί, δεν υπάρχει πρόβλημα να σε πηδήξω ή να σου πω ψέματα ή να σε εξαπατήσω ή να σε κλέψω επειδή τελικά ό,τι κάνω το κάνω στον εαυτό μου –και πού είναι το πρόβλημα αν κάνεις κάτι στον εαυτό σου;

Το να τα επισημαίνει κανείς αυτά τα πράγματα είναι επικίνδυνο καθώς υπάρχει μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που βασίζεται στην εντύπωση ότι αυτού του είδους οι εμπειρίες μετατρέπουν τους απλούς ανθρώπους σε πνευματικούς υπέρ-ήρωες. Όμως δεν το κάνουν –τουλάχιστον όχι μόνες τους. Το να γίνει κανείς ηθικό άτομο έχει να κάνει με το να μεταμορφώσει τις συνήθειές του, τον τρόπο που σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Και αυτό δεν είναι εύκολο, χρειάζεται χρόνο –δεν είναι κάτι που είναι δυνατόν να γίνει σε μια στιγμή, ασχέτως της εμπειρίας που έχει κανείς. Μια «εμπειρία αφύπνισης» μπορεί συχνά να βοηθήσει κάποιον να γίνει πιο ηθικός επειδή του προσφέρει έναν καλύτερο τρόπο να αντιληφθεί τον εαυτό του και τους άλλους. Όμως δεν είναι απαραίτητο να λειτουργήσει έτσι.

Γι αυτό είναι πολύ καλό να έχει κανείς ένα δάσκαλο που να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει αυτού του είδους τις εμπειρίες: είναι καλό να μπορείς να έχεις μια σχέση με κάποιον (ή, αν είσαι τυχερός, με κάποιους) που έχει περάσει ο ίδιος τέτοιες καταστάσεις. Αντίθετα, όταν κάποιοι που έχουν βιώσει αυτού του είδους τα πράγματα καταλήγουν να περιστοιχίζονται από θαυμαστές που απλώς θέλουν να χλαπακιάσουν τη δύναμη που προσφέρει μια τέτοια εμπειρία, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι καταστροφικά.

Οπότε ναι, οι άνθρωποι που συναντάς σε ένα ναό ζεν πρέπει να είναι –τουλάχιστον- ευπρεπείς άνθρωποι. Και οι περισσότεροι είναι –περιπτώσεις όπως αυτές του Τζόσου Σασάκι, του Γκένπο Ρόσι, του Έιντο Σιμάνο (*) κ.λπ. είναι εξαιρέσεις, όχι ο κανόνας. Ούτε χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα για να εντοπίσεις τέτοιους ανθρώπους –είναι πάντα προφανές ποιοι είναι και τι είναι. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μην επιτρέψει κανείς στον εαυτό του να τυφλωθεί από φαντασιώσεις μάγους και θαυματοποιούς. 

Τα παραπάνω είναι και ο λόγος που η εξάσκηση στο στιλ Σότο του ζεν δίνει γενικά πολύ περισσότερη έμφαση στην ηθική γείωση και στην ισορροπία και πολύ λιγότερη στις «εμπειρίες αφύπνισης» –σε σημείο που να λέγεται συχνά ότι δεν έχει καμία σημασία αν έχει κανείς τέτοιες εμπειρίες. Ο Ντόγκεν το λέει αυτό συχνά στα γραπτά του και το ίδιο κάνουν και οι περισσότεροι δάσκαλοι που ακολουθούν τη γενεαλογία του. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι το Σότο είναι καλό και όλα τα άλλα είναι κακά, έτσι; Απλώς είναι κάτι που μου φαίνεται πραγματικά ελκυστικό στο στιλ άσκησης που έχω κάνει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο από αυτά που υπάρχουν, όσο και αν κάποια από τα άλλα ακούγονται πολύ πιο σέξι. 

Μπραντ Ουόρνερ – Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

(*) Σ.τ.Μ. Για τον Ντένις Μέρζελ/Γκένπο Ρόσι και την… αγάπη που του τρέφει ο Μπραντ Ουόρνερ μπορείτε να βρείτε αρκετές αναφορές σ' αυτό εδώ το μπλογκ αλλά και στο σχετικό λήμμα της Wikipedia. Οι Τζόσου Σασάκι και Έιντο Σιμάνο είναι ιάπωνες δάσκαλοι του ζεν οι οποίοι ζουν στις ΗΠΑ και οι οποίοι έγιναν αντικείμενα σκανδάλων –και στις δύο περιπτώσεις, το «αδίκημα» ήταν το σεξ με μαθήτριές τους.

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧVI): Πού ‘σαι ρε Βούδα;

 
Έχει πολύ ενδιαφέρον (και πλάκα) να παρατηρεί κανείς πώς οι πολιτισμικές καταβολές επηρεάζουν τους ανθρώπους, ακόμα και ανθρώπους που –θεωρητικώς- τις έχουν ξεπεράσει:  Κάποια στιγμή, μετά τη δημοσίευση των δύο τελευταίων κειμένων, έλαβα ένα μήνυμα το οποίο έλεγε (περίπου) ότι τόσο ο «δάσκαλός μου» ο Μπραντ Ουόρνερ, όσο και εγώ μιλάμε για το Βούδα χωρίς σεβασμό, γεγονός που αποδεικνύει ότι είμαστε πολύ μακριά από την ουσία του βουδισμού (και, συνακολούθως από τη φώτιση) και ότι αποτελούμε τη ζωντανή απόδειξη ότι βουδισμός μπορεί να υπάρξει μόνο στην Ασία γιατί όταν οι άνθρωποι αποκόπτονται από τις ρίζες τους χάνουν το δρόμο τους. Το αστείο είναι ότι όλα αυτά δε λέχθηκαν με τη μορφή μομφής αλλά περισσότερο με τη μορφή θλιβερής διαπίστωσης και με έκδηλο οίκτο για όλους εμάς που έχουμε «χάσει το δρόμο μας».

Ξεκινώντας από τα ήσσονος σημασίας, αλλά για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους που έλεγε και ο άλλος, κατ’ αρχάς η συγγραφέας του μηνύματος μάλλον έχει παρεξηγήσει τη σχέση μου με τον Μπραντ Ουόρνερ: δεν είναι «δάσκαλός» μου! Τον έχω δει δύο φορές σε ισάριθμα σέσιν στη Σιζουόκα, μια φορά ήπιαμε έναν καφέ και κάναμε μια βόλτα στο Τόκιο και επιπλέον έχουμε ανταλλάξει μερικά μέιλ σε σχέση με την ελληνική έκδοση του βιβλίου του, του «Hardcore Zen» –το «Πανκ Ζεν» που μπορείτε να βρείτε στα αριστερά της σελίδας αυτής, όσοι δεν το ξέρετε και δεν το έχετε αγοράσει ήδη. Επίσης, σε ένα από τα σέσιν έκανα το τζουκάι (受戒) μου μαζί του αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα καθώς αν δεν ήταν εκεί ο Μπραντ θα το έκανα με κάποιον άλλον, αφού έτσι κι αλλιώς, το είχε ήδη εγκρίνει ο δάσκαλος Νισιτζίμα. Παρεμπιπτόντως, αν μπορώ να αποκαλέσω κάποιον «δάσκαλό» μου, θα είχε πολύ περισσότερο νόημα να το κάνω για τον Πίτερ Ρόκα (θα τον βρείτε στη σελίδα «The Stupid Way») το συμμαθητή του Μπραντ που προΐσταται των μισών συναντήσεων της Ντόγκεν Σάνγκα στο Τόκιο. Αν μη τι άλλο, με τον Πίτερ βρισκόμαστε και μιλάμε τακτικά –και όχι μόνο περί βουδισμού.

Το ουσιαστικό θέμα ωστόσο είναι τα περί «σεβασμού» στο Βούδα: το πρόβλημα της αντεπιστέλλουσάς μου δεν ήταν ότι δε δείχνω σεβασμό στο Βούδα (μιλάω για τον εαυτό μου –όπως είπα και στην ίδια, αν θέλει να πει κάτι στον Μπραντ, μπορεί να το κάνει απευθείας) είναι ότι δε δείχνω σεβασμό προς το Βούδα με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται αυτή: Δεν ανάβω κεράκια ή στικάκια στο άγαλμά του, δεν έχω αντικαταστήσει στο λεξιλόγιό μου τη λέξη «Θεός» με τη λέξη «Βούδας», δεν επικαλούμαι τις σούτρες κάθε φορά που θέλω να πω κάτι, δε συμμετέχω σε τελετές και γενικώς δεν έχω επενδύσει την καθημερινότητά μου με την αχλή του μυημένου όπως κάνουν όλοι οι «σοβαροί» βουδιστές –δηλαδή όλοι οι επώνυμοι που δηλώνουν βουδιστές και όλοι οι επαγγελματίες δάσκαλοι βουδισμού που βλέπει κανείς στα περιοδικά, τα βιβλία και τα σάιτ.

Και έχει δίκιο! Πράγματι δεν κάνω τίποτα από τα παραπάνω (εκτός από ότι ανάβω ένα στικάκι όταν κάνω ζαζέν αλλά αυτό για λόγους χρονομέτρησης –τα στικάκια είναι φτιαγμένα έτσι που να κρατάνε ακριβώς μισή ώρα). Και δεν τα κάνω γιατί για τη δική μου αντίληψη πραγμάτων, τα παραπάνω δεν έχουν καμία σχέση με το αν είναι κανείς βουδιστής ή όχι. Έχουν κυρίως να κάνουν με το αν θέλει κανείς να δείξει ότι είναι βουδιστής –στον εαυτό του ή στους άλλους- ιδιαίτερα αν προέρχεται από ένα μη βουδιστικό περιβάλλον (όπως όλοι οι έλληνες άλλωστε –τα καλά του να ζεις σε χώρα με επίσημη θρησκεία). Ο πιο σοβαρός μελετητής του βουδισμού που έχω γνωρίσει –ο Γκούντο Νισιτζίμα, ένας άνθρωπος που αφιέρωσε την 90ετή ζωή του στη μελέτη του έργου του Ντόγκεν και του Ναγκαρτζούνα και στη διάδοσή τους σε όλον τον κόσμο- έκανε μια φυσιολογική δουλειά, είχε μια φυσιολογική οικογένεια, ζούσε σε ένα φυσιολογικό σπίτι, φορούσε φυσιολογικά ρούχα, μίλαγε σα φυσιολογικός άνθρωπος και το μόνο πράγμα που σε έκανε να υποψιαστείς ότι έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το βουδισμό ήταν το πλήθος των σχετικών βιβλίων στη βιβλιοθήκη του και το ζαφού και το ζαμπουτόν που κράταγε δίπλα στο κρεβάτι του για να μπορεί να κάνει Ζαζέν όποτε ήθελε.

Βεβαίως έχω γνωρίσει ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν στον κόσμο ότι είναι βουδιστές και ακόμα μερικούς που προσπαθούν να δείξουν στον κόσμο ότι είναι δάσκαλοι του βουδισμού –οι τελευταίοι σχεδόν πάντα προκειμένου να κερδίσουν κάτι από αυτό. Όμως οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει και που είχαν πραγματικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο, δεν το έκαναν θέμα∙ ακόμα κι εκείνοι που το κάνουν κάπως θέμα (όπως ο Μπραντ Ουόρνερ με τα βιβλία και τις διαλέξεις του ή ο Πίτερ Ρόκα με τις εβδομαδιαίες συναντήσεις στο Τόκιο) διατηρούν μια πιο φιλική σχέση και με το Βούδα και με τους Πατριάρχες και με τον Ντόγκεν και με το δάσκαλό τους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν τους σέβονται –σημαίνει ότι δεν τους αντιμετωπίζουν σαν θεούς. Και αυτό συμβαίνει γιατί δεν είναι θεοί. Είναι (ή ήταν) άνθρωποι οι οποίοι κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν κάτι και βασισμένοι στη συνειδητοποίηση αυτή έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους ανάλογα. Βεβαίως ένας τέτοιος άνθρωπος χαίρει σεβασμού αλλά δε χαίρει ούτε λατρείας, ούτε δέους. 

Ο λόγος που η αναγνώστριά μου πιστεύει ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε τους δασκάλους του βουδισμού σαν θεούς είναι επειδή αυτό είναι το μοντέλο που έχει μάθει από τη θρησκεία μέσα στην οποία μεγάλωσε (δηλαδή τον ορθόδοξο χριστιανισμό): ο Θεός είναι πολύ μεγάλος για να τον αντιμετωπίσει κανείς στα ίσα και το ίδιο συμβαίνει με τους προφήτες του με προεξάρχοντα τον Χριστό. Απέναντι σε τέτοιες «οντότητες» δεν μπορεί να έχει κανείς μια casual αντιμετώπιση γιατί δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς μια casual αντιμετώπιση –είναι σαν να προσπαθήσεις να έχεις μια casual αντιμετώπιση απέναντι σε μια τίγρη ή απέναντι σε ένα ενεργό ηφαίστειο ή απέναντι σε έναν τυφώνα: η δύναμη που εκπέμπουν και που αποπνέουν είναι τέτοια που σε αναγκάζει να τα αντιμετωπίσεις με δέος. Και αν αισθάνεσαι δέος απέναντι σ’ αυτά, πόσο μάλλον απέναντι στον δημιουργό τους –και στο δημιουργό σου- έτσι δεν είναι;

Βεβαίως είναι έτσι! Όμως στο βουδισμό ζεν όταν λέμε «Βούδας», «Μποντιντάρμα/Νταρούμα», «Χούι Νενγκ/Ντάικαν Ένο» ή «Ντόγκεν» δεν αναφερόμαστε σε κάτι τόσο αδιανόητα ισχυρό που σχεδόν εκβιάζει το σεβασμό μας. Ο Βούδας δεν έφτιαξε τον κόσμο, ο Νταρούμα δεν ανάστησε νεκρούς (αν και υπάρχει ένας θρύλος που λέει ότι ο ίδιος αναστήθηκε!), ο Ντάικαν Ένο δεν περπάτησε πάνω στο νερό και ο Ντόγκεν δεν έπλασε τον άνθρωπο από λάσπη∙ ήταν όλοι τους πραγματικοί άνθρωποι που έζησαν πραγματικές ζωές και που κάποια στιγμή πέθαναν. Αυτό που τους διαφοροποιεί από εμένα που γράφω αυτή τη στιγμή αυτό το κείμενο και από εσάς που το διαβάζετε, είναι ότι αυτοί κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν μια σχέση πίσω από τα πράγματα και προσπάθησαν να τη μεταφέρουν στον περίγυρό τους. Και παρότι αυτό είναι βεβαίως σημαντικό επίτευγμα, δεν είναι σημαντικότερο από την εφεύρεση της πενικιλίνης ή του κινητήρα εσωτερικής καύσης∙ αν δεν αντιμετωπίζει κανείς με δέος το Φλέμινγκ ή τον Ντίζελ δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιμετωπίζει με δέος το Βούδα.

Καταλαβαίνω γιατί η κυρία που μου έστειλε το μέιλ γράφει αυτά που γράφει –και λέγοντας αυτό δεν προσπαθώ να φανώ ούτε συγκαταβατικός, ούτε πολιτικά ορθός: Η στάση μου ή τουλάχιστον ή στάση μου όπως την εκλαμβάνει από τα γραπτά μου καθώς και η αντίστοιχη (και παρόμοια) στάση του Μπραντ Ουόρνερ, δεν ταιριάζει με τη δική της. Και εδώ που τα λέμε, δε θα μπορούσε και να ταιριάζει: αυτή είναι αυτή, ο Μπραντ είναι ο Μπραντ και εγώ είμαι εγώ. Το πώς αντιλαμβάνεται καθένας μας το βουδισμό είναι δικό του θέμα και οι διαφορές στην αντίληψη αυτή δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία∙ αποκτούν σημασία (και αυτός είναι ο λόγος που γράφω το κείμενο αυτό) όταν ένας από εμάς αποφασίζει ότι η δική του προσέγγιση είναι σωστή και οι υπόλοιπες λάθος, όχι επειδή μελέτησε όλες τις προσεγγίσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αλλά επειδή οι «λάθος» προσεγγίσεις είναι «λάθος» γιατί συγκρούονται με την προσωπική του μυθολογία: μια λέξη συνώνυμη με τη λέξη «μύθος» (τουλάχιστον με τη μεταφορική της σημασία) είναι η λέξη «ψέμα» και όταν συζητάμε για βουδισμό, τα ψέματα δεν έχουν θέση. 

ΥΓ
Το σχόλιο της αναγνώστριας περί βουδισμού και Ασίας πέρα από (ήπια) ρατσιστικό είναι και αστείο: ο Νισιτζίμα είναι ιάπωνας, ο Μπραντ Ουόρνερ έχει ζήσει στην Ιαπωνία 8 χρόνια, ο Πίτερ Ρόκα ζει στην Ιαπωνία 25 χρόνια και εγώ ζω στην Ιαπωνία –περίπου- 4∙ αν δεν παρεξήγησα το μέιλ της η καλή κυρία δεν έχει έρθει ποτέ στην Ασία, ούτε για ταξίδι αναψυχής.