Sunday, December 3, 2017

Το Κέντρο των Πάντων



Σκεφτείτε για λίγο πόση εμπιστοσύνη και συνεργασία χρειάστηκε προκειμένου να μπορέσει να συμβεί αυτό που κάνετε αυτή τη στιγμή.

Ποιος έφτιαξε την οθόνη στην οποία διαβάζετε το κείμενο αυτό; Ποιος μετέφερε τη συσκευή στο μαγαζί; Ποιος την εφηύρε; Και ποιος εφηύρε την προηγούμενη μηχανή πάνω στην οποία στήριξε την εφεύρεσή του εκείνος ο εφευρέτης; Ποιος εφηύρε το πρώτο καρφί στην ιστορία; Την πρώτη βίδα; Ποιος εξόρυξε το σίδερο για να φτιαχτεί εκείνη η μηχανή; Ποιος μάζεψε το φαγητό που έφαγαν οι άνθρωποι που τα εφηύραν όλα αυτά;

Και τι έπρεπε να γίνει πριν πέσει η πρώτη βροχή πάνω στον πλανήτη Γη; Πόσα άστρα έπρεπε να γίνουν σούπερ-νόβα προκειμένου να φτιαχτούν στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται αυτός ο πλανήτης, αυτή η συσκευή μέσω της οποίας διαβάζετε το κείμενο αυτό, το σώμα σας, ο νους σας;

Και πού βρισκόσασταν εσείς όταν συνέβαιναν όλα αυτά;

Πώς είναι δυνατόν να μην ήσασταν εκεί όταν όλα τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται το σώμα και ο νους σας ήταν εκεί από πριν τη δημιουργία του σύμπαντος και θα παραμείνουν μέχρι πολύ αφότου έχουν εξαφανιστεί όλα όσα αντιλαμβάνεστε;

Εσείς είστε το κέντρο όλων αυτών. Είστε το σημείο στο οποίο ενώνονται όλα. Όμως μην το παίρνετε επάνω σας. Επειδή το ίδιο είμαι κι εγώ. Και οποιοσδήποτε άλλος.

Είναι το “εσείς” απλώς μια ονομασία ενός σημείου στο οποίο συναντιούνται όλα αυτά;

Τι είναι ο χρόνος; Είναι ο χρόνος ο αριθμός των διαδρομών που κάνει αυτός ο πλανήτης γύρω από τον ήλιο; Σκεφτόμαστε ότι ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό –όμως πού είναι; Πού πάει όταν φεύγει; Μπορούμε να πούμε ότι οποιαδήποτε χρονική στιγμή έχει διαρρεύσει από αυτήν εδώ;

Ο κόσμος στον οποίο ζείτε, το άτομο που είστε, έχουν χτιστεί με εμπιστοσύνη και συνεργασία. Και με πόλεμο και συμπλοκές. Τα φάρμακα που σας έσωσαν τη ζωή όταν ήσασταν παιδιά, αναπτύχθηκαν σε αιματοβαμμένα πεδία μαχών. Δε θα ήσασταν εδώ αν δεν είχαν γίνει πόλεμοι πριν γεννηθείτε.

Ποιοι είστε αν όχι το κέντρο όλων όσων έχουν υπάρξει πριν από εσάς και όλων όσων θα υπάρξουν ποτέ;

Φαντάζεστε ότι φτιάξατε τον εαυτό σας; Φαντάζεστε ότι είστε ανεξάρτητοι; Πολύ χαριτωμένο!

Ακόμα και οι σκέψεις σας σχηματίστηκαν από διαδικασίες που είναι αδύνατον να συλλάβετε. Η γλώσσα που μιλάτε, η γλώσσα με την οποία σχηματίζετε τις απόψεις “σας”, οι έννοιες στις οποίες έχουν βασιστεί οι γλώσσες αυτές, δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που έζησαν ολόκληρες ζωές και που επίσης είχαν σκέψεις που θεωρούσαν ότι είναι δικές τους.

Και μερικοί έχουν το θράσος, την αυθάδεια, την απόλυτη βλακεία να τα αποκαλούν αυτά “πεζά”, να τα αποκαλούν “βαρετά” , να τα αποκαλούν “μη ικανοποιητικά”, να εύχονται να ήταν κάπου αλλού. Να παίρνουν ναρκωτικά που αλλοιώνουν τον νου ώστε να δουν την “αλήθεια”. Από πού κι ως πού; Ποιος πέθανε και τους έχρισε βασιλιάδες όλου του κόσμου;

Και στο κάτω-κάτω, που αλλού θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς;

Σας αξίζει ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο; Σας αξίζει ένα διάλειμμα; Πιστεύετε τις μαλακίες που σας λένε στις “ειδήσεις”; Πιστεύετε ότι έχουν έστω και την ελάχιστη ιδέα περισσότερο από εσάς σχετικά με τι είναι σημαντικό, σχετικά με το πού πάμε, σχετικά με το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Λατρεύετε τον Θεό; Αρνείστε την ύπαρξη του Θεού; Πιστεύετε ότι είτε το ένα, είτε το άλλο έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα στην πραγματική κατάσταση;

Ίσως αυτό το οποίο θα έπρεπε να κοιτάμε δεν είναι ο χρόνος. Ίσως είναι η συνεργασία. Ίσως αυτό που θα έπρεπε να σκεφτόμαστε είναι η εμπιστοσύνη. Όχι απλώς να απαιτούμε εμπιστοσύνη από τους άλλους αλλά να γίνουμε κάποιοι που οι άλλοι θα μπορούν να εμπιστεύονται.

Ίσως το καλύτερο μέλλον να είναι ένα μέλλον απόλυτης εμπιστοσύνης, απόλυτης συνεργασίας. Όμως πώς θα φτάσουμε εκεί όταν επιμένετε ότι εσείς έχετε δίκιο και οι άλλοι έχουν άδικο;

Μπραντ Ουόρνερ – Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Όλα για όλα

 
Μια φορά που μιλάγαμε, η φίλη μου η Γκέσιν χρησιμοποίησε την έκφραση “όλα για όλα” (ΣτΜ “in it to win it” - ο τίτλος του κειμένου) για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να αντιμετωπίζει τη ζωή γενικότερα. 

Νομίζω ότι η φράση συνοψίζει τέλεια τη βουδιστική προσέγγιση στη ζωή.

Δεν ξέρω από πού έχει προέλθει η φράση “όλα για όλα” όμως συχνά χρησιμοποιείται σε σχέση με πράγματα συναρπαστικά ή που μπορεί να θέτουν τη ζωή σου σε κίνδυνο ή που έχουν μεγάλες απολαβές, σαν έναν αγώνα με μεγάλο έπαθλο.

Όμως αν έχω μάθει κάτι από όλα αυτά τα χρόνια άχρηστης εξάσκησης στο Ζεν, αυτό είναι ότι η ζωή είναι καλύτερη αν έχεις αυτή την αντίληψη “όλα για όλα” απέναντι στα πάντα.

Όποτε λοιπόν περιμένω το λεωφορείο, προσπαθώ να είμαι “όλα για όλα”. Όταν πλένω τα πιάτα, προσπαθώ να το κάνω “όλα για όλα”. Όταν κάθομαι σε ατέλειωτα μίτινγκ στη δουλειά όπου κανείς δεν καταλαβαίννει τι λέει ο άλλος, προσπαθώ να το κάνω “όλα για όλα”.

Είναι σχετικά εύκολο να είσαι “όλα για όλα” όταν το διακυβεύονται πολλά ή όταν η ζωή σου είναι σε κίνδυνο. Είναι εύκολο να είσαι “όλα για όλα” σε μια συναυλία του αγαπημένου σου συγκροτήματος για την οποία αγόρασες εισιτήρια πριν από επτά μήνες.

Είναι πολύ πιο δύσκολο όταν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο όπως το να πηγαίνεις στη δουλειά σου οδηγώντας μέσα σε μποτιλιάρισμα ή να ακούς τον βαρετό σου θείο σε μια οικογενειακή μάζωξη.

Έχουμε την τάση να θεωρούμε ορισμένα μέρη της ζωής μας σημαντικά και αξιόλογα ενώ κάποια άλλα τα ζούμε λες και το δάχτυλό μας είναι στο κουμπί του fast forward. Όμως αν το καλοσκεφτείς αυτός είναι πολύ θλιβερός τρόπος να ζεις τη ζωή σου.

Αυτός είναι ο λόγος που σιχαίνομαι τη φράση “σκοτώνω τον χρόνο μου”: δεν έχω ιδέα πόση ζωή έχω ακόμα μπροστά μου. Ο Ντόγκεν πέθανε λίγο μεγαλύτερος από ό,τι είμαι εγώ τώρα. Ο ντράμερ του πρώτου πανκ συγκροτήματος που είχα στο γυμνάσιο (των Mmaxx) ήταν δύο χρόνια μικρότερός μου και έχει ήδη πεθάνει. Δεν έχω χρόνο για σκότωμα.

Κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να περάσει ο χρόνος πιο γρήγορα, του θυμίζω ότι στην πραγματικότητα εύχομαι να περάσει η ζωή μου πιο γρήγορα.

Ό,τι και αν συμβαίνει, δε θέλω να το χάσω. Ακόμα και αν είναι τρομακτικό.

Βεβαίως εύχομαι ο πονοκέφαλος που έχω να περάσει γρήγορα ή να μπορούσα να τελειώσω τα πιάτα που πλένω ή το σκούπισμα που έχω να κάνω πιο γρήγορα – δεν εννοώ τέτοια πράγματα. Εννοώ εκείνες τις φορές που πρόκειται να περάσεις, ας πούμε, τριάντα λεπτά κάνοντας κάτι και πιάνεις τον εαυτό σου να εύχεται αυτό να τελειώσει πιο γρήγορα. Εκείνες τις φορές είναι που εύχεσαι η ζωή σου να ήταν μικρότερη.

Όταν είσαι “όλα για όλα”, ποτέ δεν εύχεσαι ο χρόνος να περάσει πιο γρήγορα. Μπορείς πραγματικά να ριχτείς σε οποιαδήποτε εμπειρία έχεις εκείνη τη στιγμή.

Ο καλύτερος τρόπος που ξέρω για το πώς να το μάθεις αυτό είναι πηγαίνοντας σε ένα ησυχαστήριο Ζεν. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι τρόποι όμως σοβαρά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον καλύτερο.

Ένα από τα πιο άγρια και ζόρικα κομμάτια οποιουδήποτε ησυχαστηρίου Ζεν είναι το μεσαίο: έχεις κάνει ήδη πολύ ώστε να μπορείς να σηκωθείς να φύγεις όμως έχεις ακόμα αρκετές ώρες ή μέρες που θα τις περάσεις κάνοντας το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο –κυριολεκτικά, να κάθεσαι και να κοιτάς τον τοίχο.

Τότε είναι που ο νους σου αρχίζει πραγματικά να κατεβάζει ό,τι ιδέα μπορεί να φανταστεί προσπαθώντας να αποδράσει –ο μόνος τρόπος που έχεις εκείνη τη στιγμή είναι η φαντασία και ο νους σου μπορεί να σου σερβίρει αμέτρητα μέρη στα οποία θα προτιμούσες να είσαι και αμέτρητα πράγματα που θα προτιμούσες να κάνεις. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να σου σερβίρει πολλά μέρη στα οποία θα μπορούσες να πας και πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις αν δεν ήσουν κολλημένος εκεί, κοιτάζοντας τη μπογιά στον τοίχο να στεγνώνει. Και βιώνεις πραγματικό ψυχολογικό πόνο.

Κι όμως, αυτές οι στιγμές είναι οι πιο διδακτικές και οι πιο πολύτιμες: γιατί συνειδητοποιείς ότι έχεις μόνο δύο επιλογές. Να σηκωθείς να φύγεις. Ή να δοθείς απολύτως στη βαρετή αυτή στιγμή.

Αν μπορείς να μάθεις να το κάνεις αυτό σε ένα ησυχαστήριο Ζεν, μπορείς να μάθεις να το κάνεις οπουδήποτε.

Και έτσι θα σταματήσεις να χάνεις το 75% της ζωής σου. Θα σταματήσεις να εύχεσαι να τελειώνει ο χρόνος σου στη Γη πιο γρήγορα. Και θα ζήσεις περισσότερο, όσο και αν ζήσεις τελικά, επειδή θα είσαι ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στο να ζεις.

Αν σας ενδιαφέρει να μάθετε πώς να είστε “όλα για όλα”, έχουμε ένα ησυχαστήριο στο Όρος Μπόλντι σε μια εβδομάδα από τώρα. Και αυτή τη στιγμή, μπορείτε ακόμα να δηλώσετε συμμετοχή και να πληρώσετε με έκπτωση.

Ελπίζω να σας δω εκεί!

Μπραντ Ουόρνερ – Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Θαύματα Μεγάλα και Μικρά

 
Όταν ήμουν πρωτοετής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Κεντ του Οχάιο, με ενδιέφερε πολύ να ανακαλύψω το νόημα των θρησκειών: είχα μεγαλώσει χωρίς θρησκεία –όχι σαν άθεος, απλώς η οικογένειά μου δεν ενδιαφερόταν για τη θρησκεία- και ήθελα να μάθω τι ήταν οι θρησκείες και γιατί οι άνθρωποι πίστευαν σ’ αυτές.

Θυμάμαι πολύ καλά μια συζήτηση που είχα στο φοιτητικό κέντρο με ένα άτομο από κάποια εκκλησία (ΣτΜ: η λέξη που χρησιμοποιεί εδώ είναι “ministry” το οποίο δεν αποδίδεται ακριβώς στα ελληνικά). Μου είπε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε κάνει διάφορα θαυμαστά πράγματα όπως το να ταΐσει ένα πλήθος με δύο ψάρια, να αναστήσει νεκρούς και ακόμα και να αναστηθεί ο ίδιος. Αυτό αποδείκνυε ότι ο Ιησούς είχε μια σούπερ-σχέση με τον Θεό και συνεπώς θα έπρεπε να τον λατρεύουμε.

Δεν πείστηκα. Η μόνη απόδειξη για τα θαύματα αυτά ήταν ένα και μοναδικό βιβλίο το οποίο γράφτηκε πριν από πολύ καιρό, θεωρητικά από ανθρώπους που ήξεραν κάποιους ανθρώπους που θυμόντουσαν κάποιον που κάποτε είδε τον Ιησού να τα κάνει αυτά. Και δεν μπορούσα να στηρίξω τη ζωή μου σε κάτι τόσο αβέβαιο.

Συνεχίζει ωστόσο να με συναρπάζει πόσο απίστευτα καλά λειτουργεί η προσέγγιση αυτή σε έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Σε πολιτισμούς σε όλον τον κόσμο, βρίσκουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα να συμβαίνει επί χιλιάδες χρόνια: υπάρχει κάποια αναφορά ότι κάποιος τύπος έκανε θαύματα πριν από πολύ καιρό και εκατομμύρια άλλοι πιστεύουν τις ιστορίες αυτές και λατρεύουν τον εν λόγω τύπο.

Τα θαύματα δε χρειάζεται να είναι στο απώτερο παρελθόν. Οι ιστορίες για τα υποτιθέμενα θαύματα του Τζόζεφ Σμιθ (ΣτΜ: Ιδρυτής του Μορμονισμού) είναι αλλοπρόσαλλα ύποπτες όμως η θρησκεία των Μορμόνων είναι ιδιαίτερα πετυχημένη. Οι σαχλαμάρες του Λ. Ρον Χάμπαρντ (ΣτΜ: Ιδρυτής της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας) για τον Ζίνου και τους Θιτανούς είναι ανοησίες και για γέλια όμως οι Σαηεντολόγοι μόλις έχτισαν ένα γιγάντιο κέντρο επικοινωνίας λίγο πιο κάτω από εκεί που μένω. 



Πέντε λεπτά με το ποδήλατο από το σπίτι μου!

Η συνέχεια του βιβλίου μου “Don’t Be a Jerk”, την οποία δουλεύω τον τελευταίο καιρό, θα είναι μια διεξοδικότερη ματιά σε μερικά ακόμα από τα γραπτά του Ντόγκεν και αποφάσισα να δουλέψω σε ένα δοκίμιό του που έχει τίτλο “Τζίνζου”. Ο τίτλος αυτός συνήθως μεταφράζεται περίπου σαν “Θαύματα”, “Θαυμαστές Πνευματικές Ικανότητες” ή “Πνευματικές Δυνάμεις” -ο δάσκαλός μου είχε τιτλοφορήσει τη δική του μετάφραση “Μυστικές Δυνάμεις”. Το κείμενο αυτό, το προσέγγισα με το σκεπτικό ότι ήταν ένα δοκίμιο που ανέλυε μια και μόνο ιδέα η οποία ήταν κάτι του τύπου: δεν υπάρχουν θαύματα, η πραγματική ζωή είναι το πραγματικό θαύμα, άντε να τελειώνουμε.

Είχα κάνει λάθος. Αυτό που λέει ο Ντόγκεν στο δοκίμιο αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και είναι μια προσέγγιση από την οποία πολλοί σημερινοί άνθρωποι θα μπορούσαν να επωφεληθούν.

Αυτό που συμβαίνει συνήθως όταν κάποιοι σαν τον Ρίτσαρντ Ντόκινς, τον Σαμ Χάρις ή τον εκλιπόντα Κρίστοφερ Χίτσενς και τους οπαδούς τους προσπαθούν να πείσουν τους ανθρώπους ότι οι θρησκείες κάνουν λάθος είναι να κοροϊδεύουν αυτές τις παλιές ιστορίες που σχετίζονται με τα θαύματα και να επισημαίνουν πόσο σαθρές είναι οι αποδείξεις ότι συνέβησαν. Και στη συνέχεια, μειώνουν τους ανθρώπους που πιστεύουν αυτές τις γελοιότητες και τους αποκαλούν χαζούς και αφελείς.

Αυτό δεν έχει ποτέ αποτέλεσμα.

Στην πραγματικότητα, και παρά τα όσα είπα μόλις, δεν είχε αποτέλεσμα ούτε καν σ’ εμένα: μπορούσα και μόνος μου να καταλάβω ότι οι αποδείξεις για τα θαύματα του Ιησού ήταν ανεπαρκείς. Όμως όταν άκουγα τους εξυπνάκηδες να τα κοροϊδεύουν, ο τρόπος τους με έκανε να θέλω να τα πιστέψω. Το πρόβλημά μου ήταν ότι δεν μπορούσα. Το προσπάθησα –αλήθεια.

Ο Ντόγκεν δεν είχε καν ακουστά τον Ιησού. Όμως γνώριζε τις ιστορίες με τα θαύματα που αποδίδονται στον Βούδα. Ήξερε ότι πολλοί βουδιστές μοναχοί και δάσκαλοι πίστευαν τις ιστορίες αυτές και στήριζαν το ενδιαφέρον τους για τον Βουδισμό στην ιδέα ότι αυτά τα πράγματα όντως έγιναν. Και ακόμα και αν κάποιοι από τους τύπους αυτούς δεν πίστευαν τις ιστορίες οι ίδιοι, τις χρησιμοποιούσαν για να προκαλούν το ενδιαφέρον του ακροατηρίου τους.

Στο δοκίμιό του για τα θαύματα του Βούδα, ο Ντόγκεν πουθενά δεν αρνείται ότι έγιναν και πουθενά δεν κοροϊδεύει ή δε μειώνει αυτούς που τα πιστεύουν. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο ίδιος ο Ντόγκεν τις πίστευε τις ιστορίες αυτές ή όχι –είναι πολύ πιθανό να πίστευε ότι ότι ο Βούδας μια φορά πέταξε στον ουρανό μπροστά σε ένα πλήθος ανθρώπων, πετώντας νερό από το κάτω μισό σώμα του και φωτιά από το επάνω μισό (για να αναφέρω μια μόνο από τις θαυμαστές ιστορίες που αναφέρει. Σίγουρα δείχνει να πίστευε ότι μπορείς να αναπτύξεις ψυχικές δυνάμεις και υπερφυσικές ικανότητες μέσω του διαλογισμού.

Ωστόσο, η προσέγγισή του στα πράγματα αυτά είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των σύγχρονων άθεων: δέχεται ότι αυτά τα θαύματα συμβαίνουν όμως λέει ότι είναι “μικροπράγματα” (“σόου-σόου” στα ιαπωνικά) θαύματα και μας προτρέπει να εντυπωσιαζόμαστε περισσότερο από πολύ μεγαλύτερα θαύματα.

Όπως είπα, ο Ντόγκεν δεν είχε καν ακουστά τον Ιησού. Όμως υποθέτω ότι οι περισσότεροι από εσάς έχετε ακούσει περισσότερα για τα θαύματα του Ιησού παρά για τα τρελά υπερφυσικά που υποτίθεται ότι έκανε ο Βούδας οπότε θα προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω την προσέγγιση του Ντόγκεν εφαρμόζοντάς την στις χριστιανικές ιστορίες με τα θαύματα.

Ο Ιησούς τάισε ένα πλήθος με δύο ψάρια και πέντε καρβέλια ψωμί (Ματθ. 14, 13-21), ανάστησε τον Λάζαρο (Ιωαν. 11, 1-44) και αναστήθηκε και ο ίδιος τρεις ημέρες μετά τη σταύρωσή του (Μαρκ. 16, 1-13, Λουκ. 24, 1-53 [ΣτΜ “Λουκ 21” στο πρωτότυπο], Ματθ. 28, 1-8, Ιωαν. 20, 11-18). Αυτά είναι όντως σημαντικά επιτεύγματα. Όμως είναι παραδείγματα μικρών θαυμάτων, όχι το μεγάλο θαύμα.

Τέτοια μικρά θαύματα υπάρχουν μόνο και μόνο λόγω του μεγάλου θαύματος: το μεγάλο θαύμα περιλαμβάνει τα μικρά θαύματα όμως τα μικρά θαύματα δεν ξέρουν το μεγάλο θαύμα. Τα μικρά θαύματα περιορίζονται από τον χρόνο και τον χώρο: συμβαίνουν σε ένα μέρος όμως όχι σε άλλα, συμβαίνουν μια στιγμή όμως όχι άλλες, τα βλέπουν μερικοί άνθρωποι και όχι άλλοι, τα πιστεύουν πολλοί αλλά τα αμφισβητούν άλλοι τόσοι.

Χωρίς το μεγάλο θαύμα, ακόμα και τα πιο εντυπωσιακά μικρότερα θαύματα δε θα μπορούσαν να συμβούν. Ο Ιησούς έκανε μεγάλα θαύματα όμως το μεγαλύτερο θαύμα είναι ότι υπάρχει ένας κόσμος στον οποίο ο Ιησούς μπορούσε να γεννηθεί, ότι υπάρχει ένα σύμπαν στο οποίο υπάρχει ο κόσμος αυτός, ότι εσείς κι εγώ είμαστε ζωντανοί και μπορούμε να ακούσουμε για τα θαύματά του. Είναι το μεγάλο θαύμα της ύπαρξης και μόνο, αυτό που επιτρέπει στα μικρότερα θαύματα να συμβούν.

Γι αυτό λέμε διάφορα του τύπου “η μυστική δύναμη και η θαυμαστή λειτουργία είναι να μεταφέρεις νερό και να κουβαλάς καυσόξυλα”: η ίδια σου η τρισδιάστατη ύπαρξη με όλες τις χαρές και τις λύπες της, την ευχαρίστηση και τον πόνο, τις θεαματικές και τις πεζές στιγμές της αυτή είναι το πιο εντυπωσιακό θαύμα απ’ όλα.

Δεν έχει σημασία αν πιστεύεις στα μικρά θαύματα ή όχι: μερικοί τα πιστεύουν και μερικοί όχι. Όμως το μεγάλο θαύμα δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Υπάρχει παντού και πάντοτε.

Δεν μπορείς να ερευνήσεις από πρώτο χέρι τα μικρά θαύματα που έγιναν πολύ παλιά και πολύ μακριά. Όμως μπορείς να ερευνήσεις άμεσα και αμέσως και σε όλες του τις λεπτομέρειες το μεγάλο αυτό θαύμα χρησιμοποιώντας το σώμα και τον νου σου όπως είναι αυτή τη στιγμή, εδώ και τώρα.

Νομίζω ότι αν είχαν ρωτήσει τον Ντόγκεν σχετικά με τον Χριστιανισμό, μπορεί να είχε απαντήσει κάπως έτσι.

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Monday, November 27, 2017

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧVIIΙ): Εδώ ξανάααααα...!

 
Τον τελευταίο περίπου ενάμιση χρόνο, η άσκησή μου στο Ζαζέν είναι στην καλύτερη φάση της (“καλύτερη” με την έννοια ότι μοιάζει να είναι πιο παραγωγική σχεδόν από ποτέ -“παραγωγική” με την έννοια ότι μοιάζει να έχει πολύ πιο ευεργετικά αποτελέσματα στην καθημερινή μου ζωή -“ευεργετικά” με την έννοια που καταλαβαίνουμε όλοι: κάποια στιγμή αυτή η παρένθεση πρέπει να κλείσει!) και αυτό μου έχει προκαλέσει τη διάθεση και για περισσότερη θεωρητική μελέτη των βουδιστικών κειμένων· σίγουρα σ’ αυτό έχει παίξει ρόλο ότι περίπου στο ίδιο διάστημα, ο Μπραντ Ουόρνερ έχει εκδώσει δύο ακόμα βιβλία, το “Don’t Be A Jerk” το 2016 και το “It Came From Beyond Zen!” φέτος, αμφότερα προς μια κατεύθυνση που από τότε που τον πρωτογνώρισα (ως συγγραφέα εννοώ) έλπιζα ότι θα έπαιρνε και που από το “Sit Down And Shut Up!” (του 2007) θεωρούσα ότι έπρεπε να πάρει. Ήτοι, προς την ερμηνεία, έστω και σε επίπεδο παράφρασης του “Σομπογκένζο”, του έργου ζωής τόσο του Ντόγκεν, όσο και του δασκάλου του Ουόρνερ, Γκούντο Νισιτζίμα.

Όσοι έχουν διαβάσει το “Sit Down And Shut Up!” ξέρουν ότι πρόκειται για την ερμηνεία του Ουόρνερ σε επιλεγμένα αποσπάσματα από την τεράστια συλλογή κειμένων του Ντόγκεν που θεωρούνται ό,τι κοντινότερο στη Βίβλο έχει η γραμμή Σότο του βουδισμού Ζεν· στην πραγματικότητα, η χρήση της Βίβλου εδώ γίνεται προκειμένου ο μη-βουδιστής αναγνώστης να καταλάβει τη βαρύτητα της σημασίας και μόνο καθώς ούτε ο Ντόγκεν ήταν προφήτης του Βούδα, ούτε η γραμμή Σότο θεωρεί ότι το βιβλίο είναι η μόνη, καθολικώς ορθόδοξη ερμηνεία του βουδισμού, Ζεν ή οποιουδήποτε άλλου. (Στην πραγματικότητα το θεωρεί όμως οι βουδιστές γενικά και οι ιάπωνες βουδιστές ειδικά παραείναι συγκαταβατικοί και χαλαροί στα θέματα αυτά ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει για “ορθοδοξία” ή για “δόγμα” με τον τρόπο που μπορεί – και συνήθως κάνει- στις μονοθεϊστικές θρησκείες.) Πιο απλά μιλώντας το “Σομπογκένζο” είναι η ερμηνεία του Ντόγκεν στη διδασκαλία του Βούδα και το “Sit Down And Shut Up!” είναι η ερμηνεία του Ουόρνερ στην ερμηνεία του δασκάλου του, Γκούντο Νισιτζίμα, σ’ αυτό.

Από τότε που διάβασα το “Sit Down And Shut Up!” και ειδικά από τότε που διάβασα το “Σομπογκένζο” όπως το ερμηνεύει ο Νισιτζίμα και ο μαθητής του Μάικ “Τσόντο” Κρος, σκέφτηκα ένα πράγμα: κάποια στιγμή, ο Ουόρνερ θα έπρεπε να προσφέρει τη δική του ερμηνεία στο κείμενο. Και αυτό αφενός επειδή ο λόγος του είναι πιο σύγχρονος και πολύ πιο κοντά στον δυτικό άνθρωπο του 21ου αιώνα και αφετέρου επειδή υπήρξε μαθητής του Νισιτζίμα αρκετά χρόνια ώστε να μπορεί να εξηγήσει το κείμενο –όχι το πρωτότυπο (μόνο) αλλά και την μετάφραση/εξήγηση του Νισιτζίμα διότι, όσο δυσάρεστο και αν είναι να το παραδεχτεί κανείς, ειδικά όντας μέρος της ομάδας του, η μετάφραση είναι, επιεικώς, δύσκολη. Και αν θέλουμε να μιλήσουμε με λιγότερη επιείκεια, άκαμπτη σε επίπεδο να μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει μέχρι και “κακή”. Και παρότι γλωσσικά είναι μάλλον η κοντινότερη στο πρωτότυπο, οι περισσότεροι ενασχολούμενοι με τον γραπτό λόγο θα συμφωνήσουν ότι η απόδοση ενός κειμένου επί λέξει, σπάνια είναι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισής του.

Το πρόβλημα γίνεται χειρότερο επειδή το “Σομπογκένζο” είναι δύσκολο κείμενο έτσι κι αλλιώς: ακόμα και οι μεταφράσεις του στα σύγχρονα ιαπωνικά (το πρωτότυπο είναι πολύ δυσανάγνωστο για τους περισσότερους σύγχρονους Ιάπωνες και/ή γνώστες της σύγχρονης γλώσσας) περιέχουν λέξεις και εκφράσεις που τις έχει επινοήσει ο ίδιος ο Ντόγκεν και δεν υπάρχουν στην κανονική γλώσσα ενώ το θέμα που πραγματεύεται, δηλαδή η ερμηνεία της βουδιστικής διδασκαλίας και ο τρόπος που αυτή σχετίζεται με τη γνώση του εαυτού μας και της πραγματικότητας είναι ούτως ή άλλως προβληματικό αφού προσπαθεί να βάλει σε λόγια κάτι που πηγαίνει πέρα από τη δυνατότητα κατανόησης του ανθρώπινου νου. (Άλλωστε αυτή είναι και όλη η ουσία της βουδιστικής διδασκαλίας: χωρίς την άσκηση στο Ζαζέν, όποια κατανόηση υπάρξει είναι διανοητική και, άρα, επιρρεπής σε παρεξηγήσεις, παρερμηνείες και μονομέρεια.) Με πιο απλά λόγια, το “Σομπογκένζο” είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την ηλικία του, όμως η μελέτη του μπορεί να γίνει έργο ζωής. Και παρότι για κάποιους είναι, μάλλον ο Ντόγκεν δε θα ήθελε να είναι προνόμιο μόνο αυτών.

Κρίνοντας από τα λεγόμενά του, κάπως έτσι σκέφτηκε και ο Γκούντο Νισιτζίμα όταν αποφάσισε να μεταφράσει το κείμενο στα ιαπωνικά της εποχής του και, στη συνέχεια, και στα αγγλικά με τη βοήθεια του μαθητή του Μάικ “Τσόντο” Κρος. Όμως, προσπαθώντας (όπως λέει και ο ίδιος ο Κρος στην εισαγωγή) να φτιάξει “[...] μια μετάφραση από την οποία μπορεί κανείς να μαντέψει τα ιαπωνικά του Δασκάλου Ντόγκεν”, κατέληξε σε ένα κείμενο πολύ δύσπεπτο ακόμα και για ανθρώπους που τα αγγλικά είναι η μητρική τους γλώσσα και ακόμα και αν οι άνθρωποι αυτοί είναι μορφωμένοι. Συγκεκριμένα, ακόμα και άνθρωποι που υπήρξαν μαθητές του Νισιτζίμα επί χρόνια (και δεν εννοώ μόνο τον Μπραντ Ουόρνερ –αλλά και αυτόν), συχνά ανατρέχουν στο πρωτότυπο και σε άλλες μεταφράσεις, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο δάσκαλός τους όταν μετέφραζε μια συγκεκριμένη φράση με τον τρόπο που τη μετέφρασε. Και μερικές φορές ακόμα και έτσι, σηκώνουν τα χέρια ψηλά και παραδέχονται ότι δεν καταλαβαίνουν –ευτυχώς οι φορές αυτές δεν είναι τόσες ώστε να αλλοιώσουν σοβαρά τη γενικότερη ερμηνεία του μηνύματος του Ντόγκεν.

Δεδομένων των δυσκολιών αυτών, το “Don’t Be A Jerk” είναι πραγματικά μια ανάσα στον δύσκολο αγώνα της κατανόησης του Ντόγκεν –όπως είπα, ο Ουόρνερ έκανε μια πρώτη κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση πριν από δέκα χρόνια με το “Sit Down And Shut Up!” όμως το περσινό του βιβλίο είναι μια πολύ πιο συστηματική προσέγγιση και, κρίνοντας από το γεγονός ότι το ακολούθησε ένα ακόμα φέτος, το “It Came From Beyond Zen!”, το οποίο, από όσο καταλαβαίνω συνεχίζει από εκεί από όπου σταμάτησε το πρώτο, ο Ουόρνερ αποφάσισε να συνεισφέρει τη δική του ματιά στο έργο, περνώντας κυρίως μέσα από αυτή του δασκάλου του αλλά συμβουλευόμενος και τις άλλες τρεις μεταφράσεις που έχουν γίνει στο σύνολο του “Σομπογκένζο”: αυτή του Καζουάκι Ταναχάσι (“Treasury of the True Dharma Eye: Zen Master Dogen's Shobo Genzo”) αυτή του Αιδεσιμότατου Χιούμπερτ Νίαρμαν του Αββαείου Σάστα (“Shobogenzo The Treasure House of the Eye of the True Teaching” που διατίθεται μάλιστα ολόκληρη εδώ) και αυτή των Κόσεν Νισιγιάμα και Τζον Στίβενς (“Shobogenzo, The Eye and Treasury of the True Law”) η οποία έχει εξαντληθεί και πλέον βρίσκεται μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Και μερικές ακόμα επιμέρους όπως αυτή του Soto Zen Text Project, το οποίο παρεμπιπτόντως έχει κλείσει αλλά όπως ανακοίνωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο ετοιμάζει να εκδώσει τις δικές του μεταφράσεις ως το 2020.

Για το “Don’t Be A Jerk” θα γράψω αναλυτικά κάποια στιγμή στο εγγύς, πιστεύω, μάλλον – το ίδιο και για το “It Came From Beyond Zen!”, όταν φτάσει εδώ και όταν το διαβάσω (αυτή τη στιγμή διασχίζει τον Ειρηνικό Ωκεανό και υποτίθεται ότι θα φτάσει στο Τόκιο εντός της εβδομάδας). Όμως αυτό που ξεκίνησα να λέω πριν από 1117 λέξεις είναι ότι ο συνδυασμός της άσκησης και των βιβλίων αυτών, συνέβαλε στην αναζωπύρωση της επιθυμίας να συνεχίσω αυτό το μπλογκ. Και στο πνεύμα αυτό, γράφω αυτό εδώ το κείμενο και ολοκλήρωσα και δημοσιεύω και μια μετάφραση που είχα αφήσει στη μέση πριν από πολύ καιρό από ένα ποστ του παλιού μπλογκ του Μπραντ Ουόρνερ – θα τη βρείτε ακριβώς από κάτω και έχει για θέμα το “Σαντοκάι” ένα βουδιστικό ποίημα ενός από τους σημαντικότερους κινέζους δασκάλους του βουδισμού Ζεν, του Σίτοου Σιτσιάν (στα ιαπωνικά, Σεκιτό Κισέν, 700-790). Όπως πάντα, δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει η αναζωπύρωση αυτή όμως όπως πάντα, τη στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό έχω τη διάθεση να διαρκέσει!

Καλή ανάγνωση!

Σαντοκάι (Η Αρμονία της Ομοιότητας και της Διαφοράς)

 
Είμαι ακόμα εδώ, στο Κέντρο Ζεν του Σαν Φρανσίσκο (San Francisco Zen Center) όπου συμμετείχα στην πρωινή λειτουργία του Σαββάτου. Ο επόμενος γύρος Ζαζέν ξεκινάει σε 15 λεπτά περίπου και θα πάω να κάτσω. Όμως καθώς περιμένω, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας κάτι που οι τύποι εδώ ψέλνουν αρκετά συχνά: πρόκειται για την «Αρμονία της Ομοιότητας και της Διαφοράς» του Σεκίτο Κίσεν (700-790), ένα πολύ ωραίο κείμενο στο οποίο αναφέρεται και ο Σούνριου Σουζούκι στο βιβλίο “Branching Streams Flow in the Darkness: Zen Talks on the Sandokai”.

Δεν έχω χρόνο για σχόλια, οπότε απλώς σας το μεταφέρω ως έχει. Καλή διασκέδαση!

Σαντοκάι

Ο νους του μεγάλου σοφού της Ινδίας 

μεταδίδεται προσωπικά από τη δύση στην ανατολή. 
 Οι ανθρώπινες ικανότητες μπορεί να είναι οξυμένες ή όχι 
όμως ο Δρόμος δεν έχει βόρειους ή νότιους προγόνους.

Η πνευματική πηγή λάμπει καθαρή στο φως, 

 τα ρυάκια διακλαδίζονται και ρέουν στο σκοτάδι. 
 Το να πιάνεσαι από τα πράγματα είναι σίγουρα ψευδαίσθηση 
–το να συμφωνείς με την ομοιότητα δεν είναι φώτιση. 

 Όλα τα αντικείμενα των αισθήσεων αλληλεπιδρούν –και όμως όχι. 
 Η αλληλεπίδραση φέρνει εμπλοκή. 
Αλλιώτικα, καθετί μένει στη θέση του.

Οι εικόνες ποικίλλουν σε ποιότητα και μορφή, 

οι ήχοι διαφέρουν –ευχάριστοι ή τραχείς. 
Ο εκλεπτυσμένος και ο απλός λόγος ενώνονται 
στο σκοτάδι, οι καθαρές και οι μπερδεμένες φράσεις 
διαχωρίζονται στο φως.

Τα τέσσερα στοιχεία επιστρέφουν στη φύση τους 

όπως το παιδί επιστρέφει στη μητέρα του 
η φωτιά θερμαίνει, ο αέρας κινεί, το νερό βρέχει, η γη είναι στέρεα.

Μάτι και εικόνες, αυτί και ήχοι, μύτη και οσμές, γλώσσα και γεύσεις

 –κάθε πράγμα, ανάλογα με τις ρίζες αυτές, ξεπετάγεται και μεγαλώνει. 
Ο κορμός και τα κλαδιά έχουν όλα την ουσία
–ο σεβάσμιος και ο απλός έχουν καθένας τον δικό του λόγο.

Στο φως υπάρχει σκοτάδι 

όμως μην το βλέπεις σαν σκοτάδι. 
 Στο σκοτάδι υπάρχει φως όμως μην το βλέπεις σαν φως. 
Το φως και το σκοτάδι είναι αντίπαλοι 
όπως το εμπρός και το πίσω πόδι όταν βαδίζεις.

Καθένα από τα χιλιάδες πράγματα έχει την αξία 
του 
η οποία εκφράζεται σύμφωνα με τη λειτουργία και τη θέση του. 
Τα φαινόμενα υπάρχουν –το κουτί και το καπάκι ταιριάζουν, 
οι αρχές ανταποκρίνονται, οι αιχμές από τα βέλη συναντιούνται. 

Ακούς τις λέξεις, καταλαβαίνεις το νόημά τους 

–μη θέτεις δικά σου πρότυπα. 
 Αν δεν κατανοείς τον Δρόμο που είναι μπροστά σου 
πώς θα αναγνωρίσεις το μονοπάτι καθώς περπατάς;

Η πρόοδος δεν είναι θέμα απόστασης 

όμως αν είσαι μπερδεμένος, τα βουνά και τα ποτάμια σου κλείνουν τον δρόμο. 
Ειλικρινά σε παρακαλώ να μελετήσεις το μυστήριο 
και να μην περάσεις τις μέρες και τις νύχτες σου μάταια.

Μπραντ Ουόρνερ – Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008

Friday, March 10, 2017

Εκ της Διευθύνσεως (ΧΧVII): Ο φίλος μου

 
Τίποτα δε μας κάνει να θέλουμε να βγάλουμε από τον λήθαργό τους, τους σχεδόν ατροφικούς από την απραξία θρησκευτικούς/πνευματικούς μας μύες όσο ο θάνατος ενός κοντινού μας προσώπου. Ειδικά αν το πρόσωπο αυτό δεν ήταν ένας 98χρονος προπάππους που ζούσε σε κάποιο χωριό στην ορεινή Αρκαδία, που τα τελευταία πέντε χρόνια μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία εκπλήσσοντας τους γιατρούς που τη σκαπουλάρισε άλλη μια φορά και που ούτως ή άλλως περνούσε την ημέρα του βάζοντας απέναντί του μελιτζάνες και καρότα και λέγοντάς τους ιστορίες για μάχες με τους ναζί στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο της Κορέας, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ζόρικα και απαιτούν απαντήσεις. Τις οποίες, για κάποιον λόγο δεν προσπαθούμε να βρούμε στην πραγματικότητα αλλά τις αναζητάμε στα (υποτιθέμενα) λεγόμενα ανθρώπων που έζησαν (αν έζησαν) πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια –φαντάζομαι το σκεπτικό μας είναι ότι για να επέζησαν ως τώρα, θα κρύβουν ίσως το μυστικό της αθανασίας που, όπως μας έδειξε το δικό μας θλιβερό γεγονός, ίσως τελικά και να μην είναι τόσο σίγουρη.

Βεβαίως κάνουμε λάθος: η αθανασία είναι σίγουρη! Απλώς, όπως συμβαίνει και με αρκετά άλλα πράγματα (που παραδόξως είναι όλα αυτά που εντάσσουμε στην κατηγορία “μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας”), ο τρόπος που την προσδιορίζουμε είναι λάθος. Και παρότι το λάθος είναι απολύτως φυσιολογικό καθώς οφείλεται στην εγωκεντρική μυωπία με την οποία αντιμετωπίζουμε τον κόσμο, θα περίμενε κανείς να το έχουμε ξεπεράσει –αν μη τι άλλο, κάποιοι άνθρωποι μας το επισημαίνουν εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια (ναι, πρόκειται για τους ίδιους τους οποίους θυμόμαστε κάθε φορά που το μπαλόνι σκάει πολύ κοντά μας). Παρεμπιπτόντως, και μόνο το ίδιο το γεγονός ότι οι απαντήσεις αυτές έχουν αντέξει στον χρόνο (ενώ ελάχιστα πράγματα από την εποχή εκείνων των ανθρώπων έχει καταφέρει το ίδιο) θα έπρεπε να είναι αρκετό για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι αυτό που ζητάμε είναι μπροστά στα μάτια μας και ότι αν δεν το βλέπουμε πιθανότατα φταίει ο τρόπος μας.

Τι εννοώ ότι ο τρόπος μας είναι λάθος; Ότι αυτό που συνήθως εννοούμε όταν λέμε “αθανασία” βρίσκεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης από αυτό που σταματάει να συμβαίνει όταν οι σωματικές λειτουργίες ενός ανθρώπου παύουν και όταν ο γιατρός σημειώσει στο χαρτί του “ώρα θανάτου 09: 34”. Αυτό που συμβαίνει τότε είναι ένα φυσικό γεγονός: ο τερματισμός της ζωής ενός ανθρώπου. Όμως αυτό που εννοεί καθένας από εμάς λέγοντας “ζωή του ανθρώπου αυτού” είναι κάτι διαφορετικό, πράγμα που σημαίνει ότι εξίσου διαφορετικά πράγματα είναι και το τέλος της ζωής αυτής και η συνέχισή της. Ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο η έννοια “ζωή” και η πραγματική ζωή, αυτή που μετριέται με τα ιατρικά όργανα, ταυτίζονται και άρα όντως τελειώνουν μαζί τη στιγμή της τελευταίας του εκπνοής είναι ο εκλιπών όμως αυτός τίθεται εξ ορισμού εκτός συζήτησης αφού πλέον δε βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ύπαρξης μ’ εμάς.

Τα παραπάνω ακούγονται αφηρημένα οπότε να τα φέρουμε λίγο στα μέτρα μας (χα!) Το κείμενο αυτό γράφεται με αφορμή τον θάνατο ενός πολύ αγαπημένου μου προσώπου –από εκείνα που αυτοί που αρέσκονται σε τέτοιους προσδιορισμούς (ή όλοι μας, κάποια εποχή στο δημοτικό) θα αποκαλούσαν “καλύτερου φίλου”. (Ναι, βρίσκω τον προσδιορισμό ανόητο: πιστεύω ότι κάποιος ή είναι φίλος ή δεν είναι και από τη στιγμή που είναι, η ιεράρχηση σε ανθυποφίλους, υποφίλους, φίλους, επιφύλους, αντιφύλους και αρχιφύλους είναι απολύτως άνευ ουσίας.) Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν σχεδόν ακριβώς συνομήλικός μου και είχαμε μια ιδιαίτερα στενή σχέση από το 1983 ως σήμερα με πολύ λίγα και πολύ βραχύχρονα διαλείμματα –επιπλέον, δραστηριοποιούμενοι από κάποιο σημείο και μετά και στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, αποφύγαμε αυτό που παθαίνουν πολλοί άνθρωποι με τους φίλους από τα εφηβικά τους χρόνια, δηλαδή την απόσταση που προκαλεί η εμπλοκή με διαφορετικά αντικείμενα. Με άλλα λόγια, συνεχίσαμε σχεδόν επί τρεισήμισι δεκαετίες να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και μάλιστα που ανανεώνονταν αν όχι καθημερινά, τουλάχιστον ανά μερικούς μήνες.

Γνωρίζοντας τη σχέση μας, τις δύο-τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, αρκετοί κοινοί φίλοι με ρώτησαν πώς είμαι. Και σε όλους απάντησα “Προφανώς άσχημα όμως καλύτερα από ό,τι θα πίστευα”. Ένας από αυτούς μου επεσήμανε ότι ενδεχομένως είμαι στο πρώτο στάδιο από τα πέντε της κατά Κίμπλερ-Ρος αντιμετώπισης της θλίψης (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή) όμως όπως του απάντησα, αν και δε διαφωνώ με το μοντέλο (και πώς θα μπορούσα άλλωστε; Δεν είμαι ψυχίατρος!) ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν αυτό: δεν αρνούμαι το γεγονός ότι ο φίλος μου πέθανε, δε θυμώνω (αν και ομολογουμένως υπάρχει ένα ανάμεικτο συναίσθημα ενοχλημένης στενοχώριας γιατί πιστεύω ότι θα μπορούσε να έχει προσέξει περισσότερο τον εαυτό του –αυτό όμως είναι κάτι που το είχα συζητήσει και μαζί του και το παραδεχόταν και ο ίδιος), δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης γιατί δεν πιστεύω σε κάποιον θεό που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα οπότε δεν έχω με ποιον να διαπραγματευθώ, δεν έχω κατάθλιψη (ή τουλάχιστον έτσι νομίζω: αν η στενοχώρια που αισθάνομαι είναι κατάθλιψη τότε μάλλον την περνάω στο πόδι!) και όπως είπα και στο πρώτο στάδιο έχω αποδεχτεί ότι ο φίλος μου πέθανε.

Μια απάντηση στο γιατί έχω την εντύπωση ότι το πράγμα μου περνάει ελαφρά ίσως βρίσκεται στην απόσταση: τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι έτσι κι αλλιώς πολύ μακριά από τον τόπο στον οποίο πέρασα τα περισσότερά μου χρόνια (και, άρα, και τα περισσότερα χρόνια μαζί με τον φίλο μου). Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η σχέση μας είχε περάσει στο ηλεκτρονικό επίπεδο ενώ το ζωντανό της μέρος είχε περιοριστεί σε 1-2 συναντήσεις τον χρόνο και δη συνωστισμένες σε ένα διάστημα μερικών εβδομάδων· δεδομένου ότι το Ίντερνετ ήταν ο κοινός τόπος δουλειάς μας και δεδομένου ότι ασχοληθήκαμε μαζί του αρκετά νωρίς, η ηλεκτρονική μας επαφή δεν μας έδινε την αίσθηση ότι είναι λιγότερο πραγματική (πρόκειται για μια περίεργη συναισθησία που είμαι σίγουρος ότι θα φανεί γνωστή σε όλους όσους χρησιμοποιούν πολύ το Δίκτυο) όμως ήταν. Και το λέω με απόλυτη σιγουριά: έχοντας περάσει με τον συγκεκριμένο άνθρωπο (και με άλλους σε άλλες φάσεις της ζωής μου) μεγάλα διαστήματα καθημερινής πολύωρης συνύπαρξης, η ένταση εκεί είναι πολύ, πολύ διαφορετική.

Είναι όμως κάτι παραπάνω από την απόσταση –πιο σωστά, η απόσταση είναι η δεύτερη πιο ευδιάκριτη διάσταση του ζητήματος επειδή στη δική μας περίπτωση ήταν και αντικειμενικά μεγάλη (περίπου 10.000 χλμ). Και είναι ειρωνικό ότι η πρώτη πιο ευδιάκριτη διάσταση είναι κρυμμένη σε κοινή θέα στην ίδια τη διατύπωση που χρησιμοποίησα ήδη τρεις φορές: ο φίλος μου. Ο λόγος που δεν έχω συντριβεί (πέρα από δυο τρεις συναισθηματικές κρίσεις –όμως θα επανέλθω και σ’ αυτές) είναι επειδή στη δική μου πραγματικότητα, ο φίλος μου δεν έχει πεθάνει. Και ο λόγος που δεν έχει πεθάνει είναι επειδή δεν είναι δυνατόν να πεθάνει όσο ζω εγώ. Όταν εγώ πεθάνω, θα πεθάνει κι εκείνος μαζί μου όμως όσο ζω θα συνεχίσει να ζει επειδή, και εδώ είναι το σημείο που συνήθως μας διαφεύγει και στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, ο φίλος μου γεννήθηκε τη στιγμή που γνωριστήκαμε, εκείνον τον Σεπτέμβρη του 1983 στο “Π” της Φωκίωνος Νέγρη και όχι 16 χρόνια πριν τη συνάντηση αυτή· αντίστοιχα, αυτός που πέθανε πριν από μερικές μέρες, ήταν κάποιος άλλος και ο μόνος ο οποίος μπορεί να μιλήσει γι αυτόν δεν είναι πλέον εδώ.

Φοβάμαι ότι τα παραπάνω μπορεί να ακουστούν επικίνδυνα γλυκερά, σαν εκείνα τα τσιτάτα που την ίδια εποχή στην οποία αναφέρθηκα μόλις, κυκλοφορούσαν σε χαλκογραφίες στα “εναλλακτικά” δωράδικα των Εξαρχείων και που σήμερα τα βλέπει κανείς με γραμματοσειρές με ουρές πάνω σε JPG ουρανών, τοπίων, ανοιχτών θαλασσών κ.λπ. –“αν αγαπάς κάποιον ασ’ τον ελεύθερο: αν επιστρέψει είναι δικός σου για πάντα –αν όχι δεν ήταν ποτέ” και τέτοια. Οπότε θα ήθελα να εξηγηθώ: δεν εννοώ ότι όσο εγώ ζω, ο φίλος μου θα ζει –μεταφορικά- στις αναμνήσεις μου. Εννοώ ότι κυριολεκτικά τη στιγμή που συναντηθήκαμε, εμφανίστηκε στον νου και των δυο μας η εικόνα μας για τον άλλον και ότι η εικόνα αυτή συνέχισε να τροφοδοτείται τα επόμενα 34 και κάτι χρόνια. Συνεπώς, προ ημερών δεν πέθανε ο φίλος μου: πέθανε ένας άνθρωπος μέρος του οποίου ήταν ο φίλος μου και μαζί του πέθαναν και οι δικοί του φίλοι (μεταξύ των οποίων και το μέρος μου πάνω στο οποίο είχε στηριχτεί η δική του εικόνα για τον φίλο του).

Να το λιανίσω λίγο παραπάνω: ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε επαν-εφεύρει τον εαυτό του τουλάχιστον τρεις φορές στα χρόνια που τον ήξερα. Και λέγοντας “επαν-εφεύρει” δεν εννοώ ότι είχε αλλάξει χτένισμα, ντύσιμο, αυτοκίνητο ή δουλειά. Εννοώ αλλαγές τόσο μεγάλες που κανείς από το εκάστοτε περιβάλλον του δε θα πίστευε ακόμα και αν τις άκουγε –είναι δε προς μεγάλη του τιμή ότι κάθε φορά που έκανε μια αλλαγή την υπερασπιζόταν με τόση επιμονή και προσοχή στη λεπτομέρεια που ήταν απολύτως τέλεια. Εν ολίγοις δεν επρόκειτο για απάτη –σε βάρος τρίτων ή του εαυτού του- αλλά για έντιμη, ειλικρινή και ολοκληρωμένη αλλαγή. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν μιλήσει κανείς με τους εκατοντάδες ανθρώπους που (όπως έμαθα καθώς δεν κατάφερα να πάω) βρίσκονταν στην κηδεία του, και ρωτήσει καθέναν “ποιος πέθανε;” και πάρει τις απαντήσεις και τις αντιπαραβάλλει, θα υπάρξει κάτι κοινό; Και δεν αναφέρομαι εδώ σε μερικές βασικές ποιότητες χαρακτήρα τις οποίες έτσι κι αλλιώς μπορεί να βρει κανείς σε πολλούς ανθρώπους. Αναφέρομαι σ’ αυτά που έκαναν τον συγκεκριμένο άνθρωπο να είναι αυτό που εγώ και πολλοί από αυτούς τους εκατοντάδες ανθρώπους να λένε “ο φίλος μου”.

Προφανώς τα στοιχεία αυτά είναι διαφορετικά για τον καθένα –και αυτό δε συμβαίνει μόνο σε ανθρώπους που έκαναν μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Ακόμα και ο πιο ήσυχος και ανώνυμος άνθρωπος με την πιο πεζή και άνευ απροόπτων ζωή είναι δύο πράγματα: αυτό που είναι και μια σειρά από αντανακλάσεις στα μάτια των ανθρώπων που τον γνωρίζουν. Και ναι, βεβαίως μερικές φορές η εικόνα που έχουμε για έναν άνθρωπο είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Όμως δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο που όσα πράγματα και αν διαβάσει, δει, ακούσει και συζητήσει κανείς για το σεξ δεν υποκαθιστούν την ίδια την πράξη και το σύνολο των βιωμάτων που την αποτελούν. Όταν λοιπόν λέω “ο φίλος μου δεν πέθανε”, το εννοώ κυριολεκτικά: αυτό που εννοούσα και εννοώ κάθε φορά που αναφέρομαι στον συγκεκριμένο άνθρωπο είναι αυτό που είχα κατασκευάσει εγώ χρησιμοποιώντας σαν πρώτη ύλη στοιχεία που έπαιρνα από αυτόν· ακόμα και τα ίδια τα στοιχεία αυτά δεν ήταν κομμάτια του αλλά η δική μου απεικόνιση των κομματιών του. Από τη στιγμή που εγώ ζω και από τη στιγμή που ο εγκέφαλός μου λειτουργεί, είναι απολύτως αδύνατον αυτό να εξαφανιστεί όσο αδύνατον είναι να εξαφανιστεί οτιδήποτε άλλο έχω κατασκευάσει.

Όπως έγραψα παραπάνω, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι δε στενοχωριέμαι για τον θάνατο του ανθρώπου αυτού. Όμως ξέρω ότι στενοχωριέμαι για πράγματα που αφορούν εμένα, όχι εκείνον –και εδώ μπαίνει και το θέμα του 98χρονου παππού με τον οποίο ξεκίνησα το κείμενο αυτό. Γιατί άραγε θεωρούμε ότι η ζωή ενός 98χρονου που είδε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα και όλες τις αλλαγές που πέρασε ο κόσμος τους τελευταίους δύο αιώνες αξίζει λιγότερο από αυτή ενός 50άρη ή ενός 25άρη; Προφανώς όχι για τους ίδιους τους τελευταίους καθώς αυτοί δεν είναι εδώ για να δουν τι έχασαν πεθαίνοντας. Εμείς είμαστε εδώ, εμείς κάνουμε τις αξιολογήσεις και εμείς λυπόμαστε για αυτό που έγινε. Όταν κλαίω για τον θάνατο του φίλου μου, κλαίω γιατί από το δικό μου περιβάλλον απουσιάζει πια ο άνθρωπος από τον οποίο τροφοδοτούσα την εικόνα την οποία είχα χτίσει και αποκαλούσα “ο φίλος μου”. Και βεβαίως ο άνθρωπος που ήταν αποδέκτης μιας σειράς από συναισθήματα τα τελευταία 34 και κάτι χρόνια, όμως αυτά τα συναισθήματα τα είχα μοιραστεί μαζί του συνεπώς τι είναι αυτό που απουσιάζει πια; Η δυνατότητα να μοιραστώ κι άλλα; Άρα και πάλι καταλήγουμε σ’ αυτό που θέλω εγώ και που πλέον δεν μπορώ να ικανοποιήσω.

Το πράγμα δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο μετά από ένα περιστατικό που έγινε μερικές μέρες μετά τον θάνατό του –συγκεκριμένα την επόμενη μέρα της κηδείας του. Για κάποιον λόγο, μου ήρθε στον νου ένας στίχος από το “Πρώτη του 2000” του Σαββόπουλου και το έψαξα στο YouTube για να το ακούσω. Ακούγοντάς το, άρχισα να κλαίω και μάλιστα γοερά για τον φίλο μου, γεγονός που θα δικαιολογούταν περισσότερο αν (α) είχαμε κάποια κοινή εμπειρία με το συγκεκριμένο τραγούδι (που δεν είχαμε), (β) είχαμε κάποια κοινή εμπειρία με τον Σαββόπουλο γενικότερα (που δεν είχαμε) και (γ) το τραγούδι ήταν κάποιο από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου (που δεν είναι). Συνεπώς, ένα ερέθισμα, πυροδότησε μια συναισθηματική έξαρση σε ένα εντελώς άσχετο πεδίο. Υπάρχει άραγε λόγος; Ή απλώς μερικές φορές πρέπει να συμφιλιωνόμαστε με το γεγονός ότι ορισμένα πράγματα συμβαίνουν μέσα στον εγκέφαλό μας έτσι γενικώς, επειδή ο εγκέφαλός μας λειτουργεί και όπως παράγει έτσι και υπέρ-παράγει; Έχοντας περάσει αρκετές εκατοντάδες ώρες της ζωής μου κοιτάζοντας τον τοίχο, είμαι σίγουρος ότι το τελευταίο συμβαίνει σίγουρα όμως στην περίπτωση αυτή έκατσα και το έψαξα λίγο παραπάνω –όπως είπα, οι θάνατοι μας κάνουν να γινόμαστε πιο απαιτητικοί με τα εσωτερικά μας.

Και τελικά βρήκα την απάντηση: στο τραγούδι ο Σαββόπουλος αναφέρεται στη γενιά του, μια γενιά που αρκετοί από τους συνομηλίκους μου θεωρήσαμε (και θεωρούμε, ίσως;) πολύ κοντινή μας. Αναφερόμενο στις καλές και τις κακές στιγμές που έζησε η γενιά αυτή και στην επαν-εκτίμησή τους από έναν 50άρη ενόψει της πρωτοχρονιάς της τρίτης χιλιετίας, το τραγούδι με έκανε να σκεφτώ την αντίστοιχη δική μου γενιά και να επαν-εκτιμήσω (σε μια ηλικία όχι πολύ μικρότερη από αυτή του Σαββόπουλου όταν το έγραψε) τις δικές μου καλές και κακές στιγμές καθώς και τα όποια όνειρα, προβλέψεις, ανησυχίες και προσδοκίες είχα και είχαμε από το ορόσημο του 2000. Και αυτά ήταν πράγματα που εν πολλοίς τα έκανα με τον φίλο μου· καθώς ο... ξενιστής του δε βρίσκεται πλέον εδώ, δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί του όλα αυτά που πρόκειται να γίνουν και αυτό με λυπεί. Όμως όλο αυτό το παιχνίδι των αναμνήσεων, της σύγκρουσής τους με την πραγματικότητα, της αναμέτρησής τους με τις αναμνήσεις του Σαββόπουλου και του μέλλοντος ήταν αποκλειστικά μέσα στο δικό μου μυαλό χωρίς στην πραγματικότητα να έχει τροφοδοτηθεί από τον ίδιο τον φίλο μου.

Είναι όλα αυτά κάτι παραπάνω από μια δημόσια ψυχανάλυση; Ίσως όχι όμως στην πραγματικότητα το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για ένα μεγάλο μέρος των κειμένων που σχετίζονται με τον βουδισμό Ζεν. Είμαι σίγουρος ωστόσο ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του “φίλου μου” και του ανθρώπου πάνω στον οποίο βάσισα την κατασκευή που αποκαλώ έτσι δεν είναι κάτι που είχα σκεφτεί πριν εμπλακώ με τον βουδισμό και σίγουρα δεν είναι κάτι που είχα συνειδητοποιήσει πριν την άσκηση του Ζαζέν. Έχει καμιά σημασία; Για μένα ναι, καθώς αν μη τι άλλο, ο θάνατος ενός πολύ κοντινού μου προσώπου δε με διέλυσε όπως έχω δει να διαλύουν άλλους ανθρώπους αντίστοιχα συμβάντα. Όπως έγραψα και παραπάνω, δεν έχω ψευδαισθήσεις: ήδη έχουν υπάρξει στιγμές που η συνειδητοποίηση του θανάτου του ανθρώπου αυτού μου έρχεται σαν στιγμιαία ψυχρολουσία και είμαι βέβαιος ότι όταν θα πάω ξανά στην Ελλάδα και οι στιγμές αυτές θα πληθύνουν και η ένταση του συναισθήματος θα είναι μεγαλύτερη. Όμως ξέρω ότι αν η αντικειμενική στενοχώρια (χα!) της απώλειας δεν τοκιστεί και ανατοκιστεί με τα συναισθηματικά επιτόκια της δικής μου επινόησης θα είναι πολύ πιο εύκολα αντιμετωπίσιμη. Ήδη είναι...