Αν και το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων έξι εβδομάδων το έχω περάσει προσπαθώντας (και, σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνοντας) να ενημερωθώ για όσα συμβαίνουν στην Ιαπωνία, υπάρχει ένα είδος πληροφορίας το οποίο έχω καταφέρει να αποφύγω. Και αυτό είναι οι τηλεοπτικές εικόνες· πιο συγκεκριμένα, οι εικόνες από την καταστροφή στο Τοχόκου. Βεβαίως, όταν λέω «έχω καταφέρει να αποφύγω» δεν εννοώ 100% –από τη στιγμή που βλέπω το ΝΗΚ, το (εξαιρετικό) κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ιαπωνίας, κάποιες από τις εικόνες της καταστροφής είναι αναπόφευκτο να περάσουν από τα μάτια μου, όμως ακόμα και τότε, κάνω ό,τι μπορώ για να μην τις δω. Και ο λόγος είναι ένας: δε θέλω η αντίληψή μου να χρωματίζεται από τα έντονα συναισθήματα που προκαλούν οι εικόνες αυτές καθώς αυτού του είδους η συναισθηματική αντίδραση εμποδίζει την καθαρή πράξη.
Επειδή κινδυνεύω να παρεξηγηθώ, να κάνω σαφές από τώρα το εξής: Ναι, όλη αυτή η ιστορία με την καταστροφή στην Ιαπωνία με έχει επηρεάσει συναισθηματικά –είναι απολύτως αδύνατον να μη σε επηρεάσει ένα τόσο μεγάλο γεγονός με τόσες πολλές και ανάμεικτες συνέπειες. Ακόμα και αν μείνει κανείς στο πρώτο επίπεδο (πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πόσοι άνθρωποι έμειναν άστεγοι, πόση προσπάθεια χρειάζεται για να επιστρέψουν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση κ.λπ.) τα μεγέθη είναι τεράστια, ακόμα και για τα δεδομένα μιας τόσο αναπτυγμένης χώρας –ίσως μάλιστα αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι ακριβώς επειδή πρόκειται για μια τόσο αναπτυγμένη χώρα, καθώς όλοι μας ζούμε τα τελευταία εκατό χρόνια υπό το κράτος της παρεξήγησης ότι η ανάπτυξη μπορεί να μας προφυλάξει από τα πάντα.
Λέω «παρεξήγησης» και όχι «ψευδαίσθησης» επειδή είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη μπορεί να μας προφυλάξει από πολλά. Σίγουρα όμως όχι από τα πάντα (ναι, αυτό το κομμάτι της πεποίθησής μας είναι στα όρια της ψευδαίσθησης). Μην έχει κανείς καμία αμφιβολία: το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο που οι συνέπειες θα ήταν πολύ χειρότερες σε μια λιγότερο αναπτυγμένη χώρα –αν μη τι άλλο, ο αριθμός των νεκρών στον αντίστοιχο σεισμό-τσουνάμι της Ινδονησίας, τα Χριστούγεννα του 2004 (περισσότεροι από 230.000) μας δίνει μια γλαφυρή επιβεβαίωση, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη και όλες τις άλλες ιδιαιτερότητες-διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Βεβαίως, οι συνέπειες κάθε τέτοιας μεγάλης καταστροφής μπορούν (και πρέπει) να αποτελέσουν αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις προτεραιότητες της ανθρωπότητας και με τον τρόπο που οργανώνει το παρόν και το μέλλον της, όμως το συγκεκριμένο θέμα θα ήταν πιο αρμόζον σε ένα μπλογκ πολιτικής κατεύθυνσης. Προς το παρόν, θα ήθελα να παραμείνω στο θέμα της εικόνας και της πράξης.
Επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκίνησα, λοιπόν, η άποψή μου ότι καλά έκανα (και κάνω) που απέφυγα τις εικόνες από την καταστροφή της 11ης Μαρτίου, επιβεβαιώθηκε προχθές όταν είδα για πρώτη φορά, μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της ημέρας. Διάφοροι γνωστοί από το Ίντερνετ πρότειναν με τα καλύτερα λόγια ένα ντοκιμαντέρ του National Geographic και επειδή εμπιστεύομαι την κρίση τους, αποφάσισα να παρακάμψω την απόφασή μου να αποφύγω τις εικόνες και έκατσα να το δω. Το ντοκιμαντέρ υπάρχει σε άφθονα μέρη στο Ίντερνετ, οπότε όποιος θέλει μπορεί να το δει και να σχηματίσει τη δική του γνώμη –αυτό που μπορώ να πω εγώ, είναι ότι πρόκειται για μια ακόμα εξαιρετική δουλειά από το National Geographic η οποία καταφέρνει να δείξει το μέγεθος της καταστροφής χωρίς να γίνεται μακάβρια ή αισθησιακή και χωρίς ιδιαίτερα σχόλια. Αν θέλει κανείς να δει κάποιες εικόνες από τον σεισμό και το τσουνάμι της Ιαπωνίας, καλά θα κάνει να ξεκινήσει από εκεί και, ενδεχομένως, και να τελειώσει εκεί.
Όταν τελείωσε το ντοκιμαντέρ (η διάρκειά του είναι περίπου 45 λεπτά) ωστόσο, συνειδητοποίησα το εξής: πέρα από τη συναισθηματική αναστάτωση, το ντοκιμαντέρ δε μου πρόσφερε απολύτως τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα στις εικόνες του που δεν το είχα ήδη πληροφορηθεί από τις πηγές που παρακολουθώ τον τελευταίο ενάμιση μήνα και δεν υπήρχε τίποτα που, ακόμα και αν δεν είχα παρακολουθήσει τις συγκεκριμένες πηγές, δε θα είχα μάθει με μια, έστω, επιπόλαια ανάγνωση των στοιχείων σε ένα απλό κείμενο· θεωρώ ότι κάθε στοιχειωδώς ευφυής άνθρωπος μπορεί ακούγοντας τα στοιχεία να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει «περίπου 30.000 νεκροί και αγνοούμενοι», «ολοκληρωτική ισοπέδωση σχεδόν όλης της βορειοανατολικής ακτογραμμής της χώρας» κ.λπ. Συνεπώς, το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός τέτοιου ντοκιμαντέρ είναι, περίπου, μηδέν.
Ακόμα περισσότερο, κάθε τέτοιο ντοκιμαντέρ (και, υπενθυμίζω, αναφέρομαι σε δουλειές που δεν έχουν ως αποκλειστικό κίνητρο τον αισθησιασμό) δεν μπορεί παρά να ξεγλιστρήσει σε μονοπάτια που έτσι κι αλλιώς ξεφεύγουν από τον χώρο της ενημέρωσης. Οι παραγωγοί του National Geographic, ας πούμε, δεν έπεσαν στη γνωστή παγίδα που έπεσαν (και πέφτουν και θα πέφτουν) οι ερασιτέχνες τηλεορασάδες ανά την υφήλιο, να ντύσουν τις εικόνες με βαρύγδουπες μουσικές και έντονα κόκκινα γραφικά ώστε να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ωστόσο, δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν ένα σάουντρακ το οποίο, καίτοι πολύ πιο διακριτικό (απλωτοί ήχοι από συνθεσάιζερ) σαφώς έκανε πιο έντονη τη συναισθηματική διαταραχή του θεατή –και μάλιστα με τρόπο αρκετά πιο αδιόρατο. Βεβαίως οι άνθρωποι κάνουν τηλεόραση, οπότε δεν μπορεί κανείς να περιμένει θαύματα, όμως τελικά αυτό που μένει στον θεατή (ή, τουλάχιστον, σε αυτόν εδώ τον θεατή), είναι ότι είδε μια ταινία.
Και εδώ μπαίνει το πιο σπουδαίο σημείο αυτής της συζήτησης: κάθε εικόνα που προέρχεται από μια οθόνη είναι ακριβώς αυτό –μια ταινία. Δεν είναι η πραγματικότητα, ακόμα και αν είναι μια συρραφή από (κυρίως) ερασιτεχνικά βίντεο των ανθρώπων που έζησαν αυτή την πραγματικότητα. Ακόμα και αν απομονώσουμε ένα και μόνο καρέ από τα βίντεο που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν αμέτρητες πληροφορίες που δε μεταφέρονται από την εικόνα επειδή (α) η εικόνα είναι ένα μέρος μόνο κάθε πραγματικότητας, και, (β) επειδή ακόμα και αυτή μας έρχεται από αλλού –δεν είναι η εικόνα που βλέπουμε εμείς με τα μάτια μας, εκείνη τη στιγμή. Επειδή, ωστόσο, η εικόνα είναι πράγματι τόσο έντονη, βραχυκυκλώνουμε το μυαλό μας ώστε να πιστεύει ότι βιώνει αυτό που βλέπουν τα μάτια μας. Και αυτό είναι απολύτως λάθος και απολύτως αντιπαραγωγικό, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς.
Κάθε κατάσταση που βρίσκεται μπροστά μας, απαιτεί μια συμμετοχή· ο τρόπος της συμμετοχής προσδιορίζεται από την ίδια την κατάσταση και από τις αρχές που έχουμε επιλέξει να καθορίζουν τη ζωή μας. Αν αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία υπάρχει ένα πρόβλημα (και το γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς –δε χρειαζόμαστε το ντοκιμαντέρ του National Geographic για να το μάθουμε) και θεωρούμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι, το κάνουμε. Ναι, είναι τόσο απλό και, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες της εποχής μας, μπορούμε να το κάνουμε χωρίς καν να χρειαστεί να πάμε στην Ιαπωνία (αν δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο). Υπάρχουν εκατοντάδες πρότζεκτ/δράσεις που έχουν στόχο τη βοήθεια των ανθρώπων αυτών, οπότε καθένας μπορεί να διαλέξει ποιο του ταιριάζει περισσότερο (ή ποιο εμπιστεύεται περισσότερο) και να το υποστηρίξει. Αυτό είναι πράξη, έστω και δια αντιπροσώπου –ναι, με δεδομένη τη μορφή των κοινωνιών μας, μερικές φορές χρειάζεται να αρκεστούμε σ’ αυτό. Από την άλλη, η συνεχής έκθεση σε εικόνες, δεν είναι πράξη –απλώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση της συμμετοχής και, στην ουσία, υπέρ-τονώνει το εγώ μας (λες και δεν είναι αρκετά υπερτονωμένο!)
Στη βάση της διδασκαλίας του Βούδα, βρίσκεται η εξέταση του εγώ και, στη συνέχεια, η εξάλειψή του· το συγκεκριμένο κομμάτι της βουδιστικής διδασκαλίας έχει προκαλέσει αρκετή σύγχυση σε πολύ κόσμο ενώ στη βάση του είναι πολύ απλό: το ζητούμενο δεν είναι να πάψουμε να υπάρχουμε αλλά να συνειδητοποιήσουμε ποιο κομμάτι της ύπαρξής μας λειτουργεί παραγωγικά και ποιο όχι και από εκεί και πέρα, να λειτουργούμε με βάση το πρώτο και όχι το δεύτερο. Αν μια σκέψη και μια πράξη δεν έχουν στόχο να βελτιώσουν μια κατάσταση, είναι σχεδόν απολύτως βέβαιο ότι έχουν στόχο να τονώσουν (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας ή την αίσθησή μας ότι έχουμε εαυτό. Και, με το συμπάθιο, αν δε μας αρκεί η πραγματικότητα για να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εαυτό, κάτι κάνουμε λάθος...