Tuesday, December 28, 2010

Ησυχαστήριο!


Μου φαίνεται ότι τώρα τελευταία, περνάω πολύ καιρό σε ησυχαστήρια. Τον Μάρτιο ήμουν επικεφαλής ενός ησυχαστηρίου στην Ατλάντα, σήμερα ξεκινάω ένα στη Νότια Καρολάινα, μετά από κάνα-δυο εβδομάδες θα είμαι επικεφαλής σε ένα στο Μιλγουόκι, μετά μάλλον θα έχω ένα στη Νότια Καλιφόρνια (περιμένω ακόμα επιβεβαίωση) και μετά υπάρχει το Great Sky Sesshin τον Αύγουστο και ένα ακόμα σέσιν στην Ιαπωνία τον Σεπτέμβριο (θα σας δώσω τις σχετικές πληροφορίες). Εκτός αυτών, πέρασα δύο εβδομάδες κάνοντας άσκηση και εργασία στο Μοναστήρι της Τασαχάρα στις αρχές του Απριλίου και θα ξαναπάω για άλλες δύο εβδομάδες τον Ιούνιο. Γενικώς, ένα μεγάλο μέρος από το 2008, θα το περάσω σε ησυχαστήρια.

Πριν από μερικά χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο για το σάιτ μου που το έλεγα «Ησυχαστήριο! Πα’ να την κάνουμε!». Έψαξα να το βρω αλλά κάπου εξατμίστηκε μέσα στο Ίντερνετ –δεν έχω καταλάβει πού εξαφανίζονται αυτά τα πράγματα. Και δεν το έχω πουθενά αλλού. Όχι ότι έχει και πολλή σημασία βέβαια. Κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να ήταν μεγάλη μαλακία.

Θυμάμαι, ωστόσο, ότι τη χρονιά που έγραψα το άρθρο αυτό, η φίλη μου η Μίκι δεν μπορούσε να έρθει στο ησυχαστήριο γιατί θα πήγαινε στο ροκ φεστιβάλ Φούτζι (όχι ότι ερχόταν ποτέ στα ησυχαστήρια αλλά εν πάση περιπτώσει). Στο άρθρο λοιπόν, προσπαθούσα να εξηγήσω γιατί ένα ησυχαστήριο Ζεν είναι ίσως (να το πω;) καλύτερο από ένα φεστιβάλ ροκ –τουλάχιστον αν πρόθεσή σου είναι να βρεις έναν τρόπο να απολαμβάνεις περισσότερο τη ζωή σου και να κάνεις τον κόσμο καλύτερο.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ανέβασα στα Suicide Girls ένα άρθρο στο οποίο έγραφα ότι τα κέντρα που γίνονται τα ησυχαστήρια είναι καλά μέρη για να μάθεις πώς να μη χαραμίζεις τη ζωή σου. Το άρθρο αντιμετωπίστηκε με τη γνωστή (και πλέον βαρετή) κατακραυγή από διάφορους αναγνώστες που θεωρούσαν ότι είμαι ο πιο εγωιστής μαλάκας του κόσμου επειδή είχα το θράσος να προτείνω ότι το να περάσεις λίγο ήσυχα μακριά από την κοινωνία μπορεί να είναι καλύτερο από το να περνάς τις μέρες σου βλέποντας βυζιά στο Ίντερνετ. Βεβαίως, τα βυζιά στο Ίντερνετ συνεισφέρουν στο να πληρώνω τους λογαριασμούς μου, οπότε δεν πρέπει να παραπονιέμαι και πάρα πολύ. Τέλος πάντων.

Από την άλλη, έχω δει μια διαφορετική αντιμετώπιση προς τα ησυχαστήρια από τους τα μέλη της βουδιστικής κοινότητας που έρχονται σ’ αυτά. Προσωπικά, νομίζω ότι τα ησυχαστήρια είναι κάτι παραπάνω από πολύ ωραία φάση –νομίζω ότι είναι κάτι το καταπληκτικό και γι αυτό πάω σε όσα περισσότερα γίνεται. Ταυτόχρονα, η πραγματική άσκηση στο Ζαζέν δε γίνεται στα ησυχαστήρια. Το πιο σημαντικό Ζαζέν, είναι το Ζαζέν που κάνεις κάθε μέρα στο σπίτι σου, στο πλαίσιο της πραγματικής ζωής που ζεις μέσα στον πραγματικό κόσμο.

Αυτό που με απογοητεύει, είναι ότι την αντίληψη αυτή δεν τη συμμερίζονται όλοι όσοι έρχονται στα ησυχαστήρια Ζεν. Οι περισσότεροι, αντίθετα, έχουν την πεποίθηση ότι μπορείς να ξεμπερδέψεις με όλο το Ζαζέν που χρειάζεσαι μέσα σε μερικές μέρες (ή εβδομάδες ή μήνες) εντατικής άσκησης σε ένα ησυχαστήριο και μετά μπορείς να αράξεις. Πραγματικά σοκάρομαι όταν συνειδητοποιώ ότι πολλοί άνθρωποι από αυτούς που βλέπεις σε ένα ησυχαστήριο Ζεν, δεν ασκούνται σχεδόν καθόλου καθημερινά. Δεν το καταλαβαίνω αυτό –προσωπικά, έκανα καθημερινή άσκηση επί καμιά δεκαετία πριν πάω στο πρώτο μου ησυχαστήριο και αυτό δεν το λέω για να πουλήσω μούρη πόσο καταπληκτικός είμαι, αλλά για να πω ότι δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να πάω σε ένα ησυχαστήριο παρά μόνο σαν προέκταση της άσκησης που ούτως ή άλλως έκανα.

Ένα άλλο πράγμα που έχω ανακαλύψει, είναι ότι τα περισσότερα ησυχαστήρια, παραείναι έντονα. Εξακολουθώ να τα κάνω και δεν πιστεύω ότι είναι απολύτως κακά, όμως νομίζω ότι μερικές φορές το παρακάνουν με την άσκηση. Βλέπετε, αυτό που συμβαίνει όταν συγκεντρώσεις πολύ Ζαζέν μέσα σε μερικές μέρες (ή εβδομάδες ή μήνες) είναι ότι καταλήγεις να την ακούς κάπως. Σου έρχονται κάτι πράγματα που νομίζεις ότι είναι πολύ βαθιές ενοράσεις σχετικά με τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα και φεύγεις από το ησυχαστήριο νομίζοντας ότι έχεις γίνει κάτι σαν πνευματικός υπέρ-ήρωας.

Το πρόβλημα με αυτού του τύπου τις ενοράσεις είναι ότι ξεθωριάζουν πολύ γρήγορα με το φως της ημέρας, σαν ένα όμορφο όνειρο που δεν μπορείς ακριβώς να θυμηθείς –όσο πιο πολύ Ζαζέν προσπαθήσεις να στριμώξεις σε όσο το δυνατόν μικρότερο αριθμό ημερών, τόσο πιο πιθανό είναι να συμβεί αυτό. Ακόμα χειρότερο, είναι όταν το εγώ σου αρπάζεται από την αίσθηση του «πνευματικού υπέρ-ήρωα» και είσαι βέβαιος ότι είσαι το δώρο του Θεού προς τον διαλογισμό ακόμα και αφότου οι περιβόητες ενοράσεις που είχες κατά την έντονη άσκησή σου έχουν καταρρεύσει ή έχουν μετατραπεί σε αναμνήσεις στις οποίες επιστρέφεις ξανά και ξανά. Ορισμένοι τύποι που το παθαίνουν αυτό συχνά και μπορούν να το χειριστούν, καταφέρνουν να βγάλουν ένα κάρο λεφτά ως πνευματικοί δάσκαλοι, όμως αυτά που κάνουν και λένε είναι απλώς χάσιμο χρόνου.

Αυτός είναι ο λόγος που τα ησυχαστήρια στα οποία είμαι επικεφαλής (ή τουλάχιστον αυτά στα οποία μπορώ να ρυθμίσω εγώ το πρόγραμμα) ακολουθούν τη μέθοδο του Γκούντο Νισιτζίμα: είναι ηθελημένα κάπως λιγότερο έντονα από ό,τι συνηθίζεται στα ησυχαστήρια Ζεν. Οι ενοράσεις που προέρχονται από μια τέτοιου είδους άσκηση συχνά δεν είναι τόσο βαθιές όσο αυτές που προέρχονται από ένα πολύ έντονο πρόγραμμα, όμως κρατάνε πολύ περισσότερο και έχουν πολύ περισσότερη σημασία όταν ξαναμπαίνεις στον «φυσιολογικό» κόσμο. Και αυτό, νομίζω, είναι πολύ πιο σημαντικό. Χώρια που τελικά, αυτά τα λιγότερο έντονα ησυχαστήρια σου επιτρέπουν με τον καιρό να πας πιο βαθιά στην άσκησή σου και να μείνεις εκεί.

Τέλος πάντων, όλες αυτές είναι κάποιες τυχαίες σκέψεις που μου ήρθαν καθώς ετοιμάζομαι για ένα ακόμα ησυχαστήριο. Τα λέμε όταν επιστρέψω!

[...]

Μπραντ Ουόρνερ – Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

ΥΓ
Θυμίζω ότι με τη λέξη «ησυχαστήριο», αποδίδω το αγγλικό «retreat» το οποίο με τη σειρά του είναι απόδοση του ιαπωνικού «σέσιν» (sesshin/接心). Όπως προκύπτει και από το κείμενο, πρόκειται για περιόδους (συνήθως έντονης) άσκησης στο Ζαζέν και συνήθως γίνεται σε ναούς, συχνά έξω από τις πόλεις. Πέρα από το ίδιο το Ζαζέν, γίνονται και κάποιες διαλέξεις/συζητήσεις, ενώ είναι μια ευκαιρία για τους συμμετέχοντες να μιλήσουν και προσωπικά με τον δάσκαλο που «ηγείται» του σέσιν.

Monday, December 27, 2010

Τζάνκια της ενημέρωσης


[...]

Τέλος πάντων, πριν φύγω για τα βουνά, σκέφτηκα ορισμένα πράγματα σχετικά με το όλο κόνσεπτ της ενημέρωσης. Προσωπικά είμαι απολύτως ανενημέρωτος και το χαίρομαι πολύ. Τώρα τελευταία, έχω την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος το απολαμβάνει να καυχιέται ότι έχει φάει κόλλημα με την ενημέρωση και την πληροφόρηση, όμως δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός είναι και πολύ υγιής τρόπος να ζεις. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος μπορεί να χρειάζεται αυτά τα RSS feeds (ή όπως στο διάολο λέγονται) ώστε να ξέρει ακαριαία πότε γράφω μια καινούρια παπαριά και την ανεβάζω στη σελίδα αυτή.

Τις προάλλες, μου πήρε συνέντευξη ένας τύπος ο οποίος με ρώτησε την άποψή μου για τις επερχόμενες εκλογές. Κι εγώ δεν είχα άποψη. Θέλω να πω, μου φαίνεται ότι ο Ομπάμα θα νικήσει, όμως ποιος μπορεί πραγματικά να ξέρει τι θα γίνει τον Νοέμβριο; Τέλος πάντων, δεν έχω καμιά αξιόλογη άποψη σχετικά με τον Ομπάμα, τη Χίλαρι ή όποιον κατεβάζουν οι Ρεπουμπλικάνοι –ο Μακ Κέιν είναι; Κάποτε έζησα στην Κένυα και ο μπαμπάς του Ομπάμα είναι από την Κένυα οπότε ίσως θα έπρεπε να τον ψηφίσω γι αυτόν τον λόγο.

Στην Τασαχάρα, δεν υπάρχουν τακτικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τον έξω κόσμο, πέρα από το κουτσομπολιό που ακούς από τον κόσμο που έρχεται. Δεν υπάρχουν εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο ή Ίντερνετ και η πρόσβαση στο μοναδικό τηλέφωνο που υπάρχει είναι αυστηρά περιορισμένη. Μπορείς να γράψεις και να λάβεις γράμματα, όμως δεν νομίζω ότι τα μαζεύουν ή τα παραδίδουν καθημερινά. Και όταν λέμε «γράμματα» εννοούμε αυτό που σήμερα αποκαλείται «snail mail» και παλιά αποκαλούσαμε απλώς «ταχυδρομείο».

Τα τζάνκια της ενημέρωσης φαίνεται δείχνουν να πιστεύουν ότι είτε μπουκώνεσαι διαρκώς με ό,τι γεγονός ή άποψη πετιέται μέσα στη θάλασσα της πληροφορίας, είτε είσαι ένα ανόητο, αδαές πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή από τις μεγάλες δυνάμεις. Εγώ από την άλλη, δεν πιστεύω ότι είναι τόσο ζωτικής σημασίας να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια γύρω από ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Και δεν εννοώ ότι το κατάλληλο αντίδοτο είναι η μακαριότητα της άγνοιας –η καλύτερη λύση βρίσκεται κάπου στη μέση.

Στο σπίτι μου, μου έρχονται καθημερινά οι Τάιμς του Λος Άντζελες. Δε είμαι συνδρομητής, απλώς εμφανίζονται καθημερινά και φαντάζομαι ότι είμαι στη λίστα των συνδρομητών επειδή ήταν συνδρομητής κάποιος προηγούμενος ενοικιαστής του διαμερίσματος. Αν σταματήσουν να ‘ρχονται, πιθανότατα δε θα γραφτώ συνδρομητής. Όμως μπορεί και να το κάνω ώστε να μπορώ να διαβάζω το κόμικ Λίο (Lio). Για την ενημέρωση που χρειάζομαι, μου αρκεί να ρίξω μια ματιά στους τίτλους –είμαι βέβαιος ότι αν πρόκειται να συμβεί κάποιο γεγονός ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή μου, θα το μάθω.

[...]

Μπραντ Ουόρνερ – Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

ΥΓ
Λέγοντας Τασαχάρα (Tassajara) ο Ουόρνερ εννοεί ένα μοναστήρι (τρόπον τινά) που ανήκει στο Κέντρο Ζεν του Σαν Φρανσίσκο. Πιο πολλές πληροφορίες, μπορείτε να βρείτε τόσο στη WikiPedia (http://en.wikipedia.org/wiki/Tassajara_Zen_Mountain_Center), όσο και στο ίδιο το Κέντρο Ζεν του Σαν Φρανσίσκο (http://sfzc.org/tassajara/)

Saturday, December 25, 2010

Εκ της Διευθύνσεως (Χ) – Never trust a hippy


Μου έστειλε τις προάλλες ένας φίλος ένα λινκάκι όπου μια επαγγελματίας όμορφη πιτσιρίκα (η οποία γενικώς είναι ροκ τραγουδίστρια αλλά στο εν λόγω λινκάκι βασικά πουλάει λουκ) έλεγε μεταξύ άλλων το καταπληκτικό «Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που δεν πίνουν –έχουν κάτι να κρύψουν» ή κάτι τέτοιο. Μάλιστα. Μααααν -δατ’ς φακιν΄ντιπ που θα ‘λεγαν και (κάποιοι) Αμερικανοί. Όμως είναι; Γιατί από δω που τα βλέπω εγώ τα πράγματα, ο παραπάνω αφορισμός, πέρα από τραγικά κοινότοπος είναι και δυνητικά επικίνδυνος (αν τον διαβάσεις πιτσιρικάς και τον πάρεις πολύ τοις μετρητοίς –όπως είθισται να παίρνουμε τις δηλώσεις των ειδώλων μας) και, για να το πω απλά, εντελώς λάθος.

Δε χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιολόγος για να επισημάνει τον ρόλο που παίζει το αλκοόλ στις κοινωνίες μας –και αναφέρομαι εδώ στον ρόλο του τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό. Πολύ λίγες κοινωνικές συνευρέσεις σε οποιαδήποτε κοινωνία από την εποχή που έριξαν τα μπετά στην Ακρόπολη και δώθε δεν περιλαμβάνουν κάποιας μορφής κατανάλωση οινοπνεύματος και πολύ λίγες μυθικές φυσιογνωμίες δεν έχουν, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, συνδέσει το όνομά τους με κάποιο ποτό. Και αυτό είναι λογικό, καθώς όλες οι κοινωνίες θαυμάζουν την απελευθέρωση που προσφέρει το οινόπνευμα –απελευθέρωση από τους κοινωνικούς περιορισμούς, απελευθέρωση από τις προσωπικές δεσμεύσεις, απελευθέρωση από τις ίδιες μας τις σωματικές και ψυχολογικές ανεπάρκειες.

Και μέχρι εδώ, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η προαναφερθείσα αοιδός έχει κάποιο δίκιο. Και μέχρι εδώ, θα συμφωνήσω. Όμως δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι αν κάποιος άνθρωπος έχει καταφέρει να βάλει λίγο τα πράγματα σε μια σειρά μέσα και έξω από το κεφάλι του, στην πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη την εύκολη απελευθέρωση που προσφέρει το οινόπνευμα· ακόμα δε περισσότερο, δεν έχει ανάγκη τα άλλοθι που επίσης προσφέρει. Μην κοροϊδευόμαστε: ναι μεν μπορείς να πεις και να κάνεις τα πάντα όταν έχεις πιει (ή έτσι νομίζεις τουλάχιστον), όμως ο βαθμός συναίσθησης/συνειδητότητας που έχεις είναι για τα πανηγύρια. Είναι τυχαίο δηλαδή που πολύ συχνά οι (συνήθως) νυχτερινές και μουσκεμένες στο ποτό απελευθερωμένες συμπεριφορές ακολουθούνται την άλλη μέρα από κάποιο απολογητικό τηλεφώνημα/mail/SMS/οτιδήποτε το οποίο ξεκινάει με τη φράση «Ε, ήπιαμε κάτι παραπάνω εχτές...»;

Για να το πω όπως το ‘χω στο μυαλό μου: οι άνθρωποι που χρειάζονται ποτό για να αποκαλυφθούν έχουν πρόβλημα. Πολύ συνηθισμένο πρόβλημα, σαφώς, όμως πρόβλημα παρ’ όλα αυτά. Αν μετά από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, το ανθρώπινο είδος έχει φτάσει σε μια κατάσταση που χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιο χημικό δεκανίκι για να μπορέσει να κοιτάξει μέσα του (και μη γελιόμαστε: το οινόπνευμα, ακόμα και το πιο φυσικό, είναι χημικό δεκανίκι) μάλλον κάτι έχει κάνει λάθος –το ότι η κοινωνία μας (δια στόματος των «διακεκριμένων προσωπικοτήτων» της) αυτό το θεωρεί όχι μόνο σωστό αλλά και λογικό, είναι απλώς ανέκδοτο και δη κακής ποιότητας.

Παρεμπιπτόντως, αυτή η συζήτηση μου φέρνει πάντοτε στο μυαλό τον Φρανκ Ζάπα, μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αμερικανικής κουλτούρας του 20ου αιώνα. Πέρα από κορυφαίος μουσικός, ο Ζάπα υπήρξε και ένας από τους πιο εύστοχους (και καυστικούς) σχολιαστές της αμερικανικής κοινωνίας και ένας από τους πιο ξεκαρδιστικούς σατιριστές της· μ’ άλλα λόγια, το απολύτως αντίθετο αυτού που θα λέγαμε «ξενέρωτος». Ο ίδιος τύπος, ωστόσο, δεν έπαψε να δηλώνει σε όλη του τη ζωή και σε όλους τους τόνους ότι δεν πίνει –οινόπνευμα ή ντραγκς. Δεν αμφιβάλλω ότι πού και πού θα χτύπαγε καμιά μπύρα ή κάνα ουίσκι (και σίγουρα κάπνιζε σαν παλιά ατμομηχανή και έπινε σαράντα καφέδες την ημέρα), όμως έπαιρνε πάντοτε μια σαφή θέση κατά του μεθυσιού ή, πιο σωστά, κατά της χρήσης ουσιών προκειμένου να αποφύγει κανείς τις ευθύνες του.

Μιλώντας από την άποψη του Ζεν (μια και κάπως έτσι μιλάμε συνήθως εδώ), τα παραπάνω βγάζουν απολύτως νόημα: ένας από τους πρώτους κανόνες τους οποίους συμφωνείς να τηρείς όταν χειροτονείσαι βουδιστής μοναχός (τουλάχιστον στο Ζεν για το οποίο μπορώ να μιλήσω), είναι το να μη θολώνεις τον νου σου με τοξικές ουσίες (ναι, το αλκοόλ είναι τοξικό –ρωτήστε τον γιατρό σας τι σημαίνει αλκοολική δηλητηρίαση και γιατί δεν μπορείς να πάθεις το ίδιο, π.χ. από το γάλα). Και ο λόγος που υπάρχει ο κανόνας αυτός είναι επειδή αν το κάνεις, αργά ή γρήγορα θα φερθείς σαν μαλάκας προς εαυτόν και/ή αλλήλους. Βεβαίως μπορείς κάλλιστα να φερθείς σαν μαλάκας προς εαυτόν και/ή αλλήλους και χωρίς το αλκοόλ όμως τότε έχεις πολύ λιγότερα άλλοθι. Τόσο απλά.

Όπως έχουμε πει κατά κόρον από τις σελίδες αυτές, το ζητούμενο στο Ζεν είναι το να μπορέσεις να δεις την πραγματικότητα όπως είναι. Και το «όπως είναι» σημαίνει να βγάλεις από τη μέση όσο το δυνατόν περισσότερα χρωματιστά φίλτρα και παραμορφωτικούς φακούς. Το οινόπνευμα είναι ένας από τους συνηθέστερους (και από τους πιο κοινωνικά αποδεκτούς) τέτοιους παραμορφωτικούς φακούς και αν θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει μέσα μας και, κατ’ επέκταση, γύρω μας καλό είναι να το αντιμετωπίζουμε τουλάχιστον με επιφύλαξη. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει μια πουριτανική στάση απέναντι στα ξύδια, στα μπαρ και στις σερβιτόρες αλλά μια πιο υπεύθυνη ματιά απέναντι στο πότε πίνουμε, πόσο πίνουμε και τι κάνουμε όταν πίνουμε.

Για πολλούς, ένα πρόβλημα που έχει μια τέτοια στάση απέναντι στο αλκοόλ είναι ο κοινωνικός εξοστρακισμός –δεν μπορείς να λες πάντα όχι σε ένα ποτάκι μετά τη δουλειά ή σε ένα κρασί μαζί με ένα φαί με φίλους ή σε μια σαμπάνια σε έναν γάμο ή σε ένα σφηνάκι από μια μπαργούμαν που σε γουστάρει και τη γουστάρεις ή σχεδόν σε καμία κοινωνική περίσταση αν είσαι στην Ιαπωνία. Όμως αυτό κουλαντρίζεται με διάφορους τρόπους –χώρια που το ευρύτερο θέμα της κοινωνικής ευθυγράμμισης και συμμόρφωσης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης για κάποιο μελλοντικό ποστ. Μ’ άλλα λόγια, αν ξέρεις τι σου γίνεται, μπορείς να αντιμετωπίσεις το ποτό υπεύθυνα χωρίς να γίνεις κοινωνικός παρίας – αν δε θέλεις να γίνεις– και όντας βουδιστής δε θα μπορούσα να προτείνω και κάτι άλλο από μια τέτοια «Μεσαία Οδό». Όσο για τους αφορισμούς σαν αυτόν της πιτσιρίκας, αναρωτιέμαι το εξής: αν η μικρή δεν εμπιστεύεται αυτούς που δεν πίνουν, πώς θα έβλεπε το ενδεχόμενο να χειρουργήσει τη μαμά της ένας νευροχειρούργος που πίνει;

Wednesday, December 22, 2010

Ωπα! Σχεδόν φτάσαμε!


Όποτε μου δόθηκε η ευκαιρία (ενίοτε, προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια) να ακούσω κάποιους να μιλάνε για διάφορες τεχνικές διαλογισμού και να δίνουν μεγάλες απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα που τους έχουν θέσει οι πεινασμένοι για μεγάλες απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα οπαδοί τους, πρόσεξα ότι υπάρχει ένα κοινό μοτίβο: άσχετα από το είδος της Φώτισης για το οποίο μιλάνε ή άσχετα από τον όποιο ευφημισμό χρησιμοποιούν αντί για την ίδια τη λέξη από «φ», αυτό στο οποίο οδηγούν τον κόσμο είναι πάντοτε...


...σχεδόν...

...εκεί....

Αυτό που υπονοείται, βεβαίως, είναι ότι ο ομιλητής το ‘χει πιάσει και μπορεί να καθοδηγήσει τους οπαδούς του σ’ αυτό ή ότι ο ομιλητής ξέρει κάποιον (ή έχει ακουστά κάποιον) που το ‘χει πιάσει και, άρα, μπορεί να βοηθήσει τους συντρόφους αναζητητές στον «δρόμο». Ίσως το «σχεδόν εκεί» του ομιλητή να είναι λίγο πιο κοντά στο «εκεί», όπου και να ‘ναι το συγκεκριμένο «εκεί».

Η Φώτιση είναι πάντα αμέσως μετά τον επόμενο λόφο, διαθέσιμη αρκεί να κάνεις κάτι ακόμα –και να το κάνεις ειλικρινά διότι αν δεν το κάνεις ειλικρινά δε θα σου κάτσει, όμως αν δεν μπορείς να το κάνεις ειλικρινά, μου δίνεις τον αριθμό της πιστωτικής σου κάρτας και σε βοηθάω. Αυτή είναι η φύση της Φώτισης: είναι πάντα μετά την επόμενη στροφή. Ή ίσως μετά τη μεθεπόμενη. Ή ίσως μετά τις επόμενες τρεις και αφού περάσεις εκείνους εκεί τους λόφους. Πάντα όμως κάπου μακριά, όχι εδώ. Και πάντα θα βρίσκεται κάπου μακριά διότι δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού. Ο ίδιος ο ορισμός της Φώτισης θα μπορούσε να είναι «αυτό που βρίσκεται μακριά».

Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία με το καρότο που κρεμάς σε ένα ξύλο μπροστά από το στόμα του γαϊδάρου. Όμως τουλάχιστον ο γάιδαρος, θα φάει το καρότο όταν φτάσει εκεί που θέλει το αφεντικό του –αντίθετα, στη Φώτιση δε φτάνει ποτέ κανείς. Είναι σαν εκείνη την ταινία, το «Logan’s Run» όπου όλοι περιμένουν να ανανεωθούν και τελικά τους τινάζουν στον αέρα.

Δε θα καταφέρεις να φτάσεις στον στόχο που σου πουλάνε, επειδή δεν υπάρχει στόχος. Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι τα πράγματα δεν μπορούν να βελτιωθούν –μπορούν. Οι πλασιέ της Φώτισης τρελαίνονται κάθε φορά που κάποιος επισημαίνει ότι αυτό που πουλάνε είναι όνειρα που δεν μπορούν να γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Ορισμένοι απ’ αυτούς, πιστεύουν ότι κανείς δε θα δοκιμάσει να κάνει μια άσκηση αν δεν πιστέψει ότι στο τέρμα της υπάρχει κάποια ανταμοιβή. Όμως προσωπικά αμφιβάλλω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τόσο βλάκες.

Αντί να πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια ανταμοιβή κάπου στο βάθος, ίσως θα ήταν καλύτερο να κοιτάξεις πολύ προσεκτικά αυτό που υπάρχει εδώ –τότε θα καταφέρεις να κάνεις την πραγματική δουλειά που χρειάζεται, προκειμένου να βελτιώσεις αυτό. Αν δε, κάνεις αρκετές μικρές βελτιώσεις, έχεις φτάσει στη Φώτιση. Και αυτή θα είναι ξαφνική και άμεση, με τον ίδιο τρόπο που η πυραμίδα του Χέοπα ολοκληρώθηκε ξαφνικά και άμεσα, τη στιγμή που έβαλαν το τελευταίο τούβλο στην κορυφή της.

Μπραντ Ουόρνερ – Κυριακή 30 Μαρτίου 2008


Tuesday, December 21, 2010

Περί θυμού (συνέχεια)


[...]

Να μια ακόμα ερώτηση από αυτές που μου στέλνετε:

«Γιατί είναι πρόβλημα που θυμώνω με το ότι ο κόσμος δεν πάει καλά; Έχω πάρει από τους Clash, και συγκεκριμένα από το κομμάτι «Clampdown» κάτι που πλέον είναι κανόνας ζωής για μένα –είναι ο στίχος που λέει «let fury have the hour, anger can be power» (Σ.τ.Μ. «ας παραδώσουμε τη στιγμή στην οργή –ο θυμός μπορεί να είναι δύναμη») Αυτό που θα ‘θελα να μάθω είναι, γιατί θα πρέπει να περιορίσω τον θυμό μου για τα πράγματα που είναι εσφαλμένα; Η εκμετάλλευση των εργαζομένων, ο βιασμός, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο συντηρητισμός, ο μιλιταρισμός, η περιτομή των γυναικών στις ισλαμικές κοινωνίες, το σύστημα υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο και, πιο σημαντικό απ’ όλα, το περιβάλλον είναι τα θέματα για τα οποία ανησυχώ περισσότερο. Και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με τσάντιζε πάντα η πλήρης έλλειψη μιας γενικότερης ανησυχίας για τα θέματα αυτά. Όμως, όπως λένε και οι Clash, ο θυμός μπορεί να είναι δύναμη και πάντοτε πίστευα ότι ο καλύτερος τρόπος να λύσεις τα προβλήματα του κόσμου, είναι να θυμώσεις πραγματικά, να εξοργιστείς. Για παράδειγμα, όταν θυμώνω για το πρόβλημα των σκουπιδιών, θυμάμαι ότι πρέπει να ανακυκλώνω λίγο περισσότερο και να καταναλώνω λίγο λιγότερο.

Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι; Ο θυμός μπορεί να είναι χρήσιμος για να λύνεις προβλήματα και για να αντιμετωπίζεις την αδικία. Πρέπει πράγματι να περιορίσω τον θυμό μου απέναντι στην αδικία;»

Η απάντησή μου:
(Πάντα ξεκινάω λέγοντας «η απάντησή μου», επειδή τα άρθρα αυτά πάνε και στο Facebook και όλη η μορφοποίηση που κάνω εδώ εξαφανίζεται)

Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα «λάθος» με τον θυμό σου. Όλος ο κόσμος με χαρακτηρίζει «θυμωμένο» άτομο εξαιτίας του στιλ του γραψίματός μου. Προσωπικά νομίζω ότι δεν είμαι τόσο θυμωμένος όσο ήμουν, όμως είμαι ακόμα τόσο θυμωμένος όσο ήμουν –αυτός είναι ένας τυπικά αντιφατικός, «Ζεν» τρόπος, να πω ότι παρότι είμαι ακόμα θυμωμένος, τώρα πια δε θυμώνω με τον θυμό μου όπως έκανα παλιότερα. Μ’ άλλα λόγια, το συναισθηματικό κομμάτι αυτού που αποκαλούμε «θυμό» είναι σαφέστατα άχρηστο· σε βοηθάει τίποτα κι όμως όταν ακούω κάτι σχετικό με τα θέματα που αναφέρεις, τσαντίζομαι. Γενικά τσαντίζομαι με πολλά πράγματα.

Πρόσφατα είδα μια ενδιαφέρουσα ομιλία του Άλαν Σενάουκε (Alan Senauke) από το Κέντρο Ζεν του Μπέρκλεϋ (Berkeley Zen Center). Ο Άλαν έχει γράψει ένα πολύ γαμάτο βιβλίο που έχει τον τίτλο «The Bodhisattva's Embrace: Dispatches from Engaged Buddhism's Front Lines» (Το Αγκάλιασμα του Μποντισάτβα: Ανταποκρίσεις από την Πρώτη Γραμμή του Εφαρμοσμένου Βουδισμού) και γενικά είναι πολύ χωμένος σ’ αυτή την ιστορία με τον Εφαρμοσμένο Βουδισμό, ασχολείται με πολλούς σκοπούς, ταξιδεύει πολύ και κάνει διάφορα.

Όταν ωστόσο μετά την ομιλία του, κάποιος τον ρώτησε κάτι παραπλήσιο σχετικά με τον θυμό για τα προβλήματα της ανθρωπότητας, ο Άλαν είπε κάτι σε στιλ «Προσπαθώ να περιορίσω την πρόσληψη των τηλεοπτικών ειδήσεων». Αυτή η συμβουλή μου αρέσει πολύ –είναι καθήκον μας να αντιμετωπίζουμε τις μαλακίες που έχουμε ακριβώς μπροστά μας, όμως συχνά χάνουμε τον μπούσουλα από τους αμέτρητους τόνους πληροφοριών που πλέον μπορούμε να προσλάβουμε, πληροφοριών που σχετίζονται με πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε καθώς είναι πολύ μακριά μας, είναι πολύ μεγάλα κ.λπ.

Είναι πολύ εύκολο να τρελαθείς με όλα όσα πάνε στραβά στον κόσμο. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όταν/αν καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε με πλάσματα από άλλους πλανήτες, μετά από λίγο καιρό οι γήινοι θα τραβάνε τα μαλλιά τους για το πόσο άδικη μεταχείριση έχουν οι Κρελ στις πεδιάδες Γκομουλάρ του Ρέγκιζον IV –το να αισθάνεσαι έτσι είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.

Όμως ο θυμός ως συναίσθημα εμποδίζει αυτό που πρέπει να κάνεις ώστε να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά αυτά που σε θυμώνουν. Σε τυφλώνει με οργή και δεν μπορείς να δεις τις πραγματικές λύσεις που υπάρχουν μπροστά στα μάτια σου. Σαφώς, από μια άποψη, ο θυμός μπορεί να είναι δύναμη. Όμως, αν θέλεις τη γνώμη μου, το συναίσθημα του θυμού δεν σε ενισχύει –αντίθετα, σε αποδυναμώνει.

Εξαρτάται λοιπόν τι εννοείς με τη λέξη «θυμός». Θυμώνω με τον σεξισμό.
Όμως δε με βοηθάει σε τίποτα να κάθομαι και να τον κλωσάω μέσα μου. Όταν υπάρχουν περιπτώσεις σεξισμού για τις οποίες μπορώ να κάνω κάτι, κάνω αυτό που μπορώ να κάνω. Ας πούμε, αν ήμουν μπροστά όταν ο Ούλτραμαν Νέος έβαζε χέρι σ’ αυτή την κοπελίτσα με τη στολή του Άι Βασίλη, μπορεί να έλεγα κάτι –εκτός αν ήταν φανερό ότι αυτή το απολάμβανε. Η γενική μου αίσθηση απέναντι στον θυμό για το πρόβλημα παραμένει μέρος της προσωπικότητάς μου, άσχετα αν κάνω κάτι γι αυτό. Όμως δε μου βγάζει κανένα νόημα θα αντιδρώ συναισθηματικά σε πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το γενικότερο πρόβλημα του σεξισμού παραείναι μεγάλο για να το λύσει ένα άτομο.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρομαι. Όμως η αντίληψη ότι το να αντιδράς συναισθηματικά στα μεγάλα προβλήματα δείχνει ότι ενδιαφέρεσαι είναι παραπλανητική –δίνει την εντύπωση ότι όντως αντιμετωπίζεις το πραγματικό πρόβλημα που έχεις κάθε δεδομένη στιγμή, όταν στην ουσία δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Όταν λες ότι «εξοργίζεσαι» νομίζω ότι στην πραγματικότητα αναφέρεσαι στο να κρατιέσαι από ένα κομμάτι της αίσθησης που έχεις για τον προσωπικό σου εαυτό. Φοβάσαι ότι αν δεν αρπαχτείς από τον θυμό σου, αυτός θα εξαφανιστεί και εσύ θα είσαι απλώς εφησυχασμένος. Σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Δε γίνεσαι εφησυχασμένος –γίνεσαι πιο χαλαρός και πιο ρεαλιστής σχετικά με το πού μπορείς να βοηθήσεις και πού όχι.

Ελπίζω ότι τα παραπάνω βγάζουν κάποιο νόημα.

Μπραντ Ουόρνερ – Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΥΓ
Η απόδοση του τίτλου είναι κάπως ατυχής –το ξέρω. Ωστόσο το Engaged Buddhism (όπως έμαθα από το σχετικό άρθρο της WikiPedia, στη διεύθυνση http://en.wikipedia.org/wiki/Engaged_Buddhism) είναι μια συγκεκριμένη κίνηση/τάση άρα θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε και να δούμε αν θα υπάρξει συγκεκριμένη «επίσημη» απόδοση στα Ελληνικά. Προς το παρόν, το «Εφαρμοσμένος Βουδισμός» μου φαίνεται σχετικά ακριβές.

Thursday, December 16, 2010

Εκ της Διευθύνσεως (ΙΧ) – Κενότητα είναι η τρύπα στα ντόνατς



Χαίρετε από το Τόκιο (ναι, ξανά). Κάτι που βρίσκω αρκετά διασκεδαστικό κάθε φορά που έρχομαι εδώ και, κυρίως, κάθε φορά που επιστρέφω, είναι ότι αρκετοί άνθρωποι με ρωτάνε διάφορα περί του Ζεν στην Ιαπωνία –κυρίως με την προσδοκία ότι θα ακούσουν κάτι εντυπωσιακό, βαθύ, αλλιώτικο και, ξέρω ‘γω, απωανατολίτικο. Βεβαίως από μια μεριά έχουν δίκιο καθώς, πράγματι, πολλά από τα πράγματα που μας ήρθαν από την Άπω Ανατολή πέρασαν απ’ τα σαράντα κύματα και αυτό που κατέληξε στις δικές μας ακτές, μπορεί να απέχει χιλιόμετρα από αυτό που ξεκίνησε απ’ τις δικές τους.

Από την άλλη, πόσο έξω μπορείς να πέσεις σε κάτι τόσο απλό όσο το Ζεν (και δη το Ζαζέν); Τουλάχιστον η κατά Ντόγκεν άποψη, η οποία είναι και η άποψη που διαβάζετε στις σελίδες αυτές, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια παρεξήγησης καθώς βασικά αυτό που λέει είναι «Κάτσε κάτω, κράτα τη σπονδυλική σου στήλη ίσια, κοίτα τον τοίχο, άσε το μυαλό σου να κάνει τούμπες αλλά μην τους δίνεις και πολλή σημασία και μην περιμένεις τίποτα». Προφανώς υπάρχει και κάμποση θεωρία ακόμα (ειδικά αν πάμε στα κλασσικά κείμενα τα οποία ο Ντόγκεν δεν αρνείται –κάθε άλλο) σερβιρισμένη μέσα από διάφορα λεκτικά ακροβατικά που έχουν συσσωρευτεί ανά τους αιώνες, όμως η ουσία δε διαφέρει πολύ από τα παραπάνω.

Βεβαίως, οι προϊδεάσεις παραμένουν προϊδεάσεις, εξ ου και οι ερωτήσεις για τη βαθιά και Ζεν Ιαπωνία (φαντάζομαι ότι όσοι ταξιδεύουν συχνά στην Κίνα ή την Ινδία ακούνε τα αντίστοιχα). Όμως πραγματικά δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει Βουδισμός εδώ, αν δεν το δει στην πράξη. Προσοχή: λέγοντας «εδώ» δεν αναφέρομαι στην Άπω Ανατολή γενικώς αλλά στην Ιαπωνία ειδικώς –όσοι ρίξουν έστω και μια επιπόλαια ματιά σε κάποια ιστορία των θρησκειών, θα δουν ότι ο τρόπος που ενσωματώνουν οι Ιάπωνες τη θρησκεία στη ζωή τους είναι, στην καλύτερη περίπτωση, sui generis και στη χειρότερη, έχετε γεια γειτόνισσες κι εγώ, χμμμμ, ψηλά αρμενίζω.

Ο τρόπος που γεννιέται και αναπτύσσεται μια θρησκεία σε έναν τόπο, εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρους που ελάχιστα έχουν να κάνουν με την πνευματικότητα του λαού που κατοικεί στον εν λόγω τόπο (ή την απουσία αυτής). Πολύ πιο συχνά, κεφαλαιώδη ρόλο στη γέννηση και στην εξέλιξη μιας θρησκείας, παίζουν στοιχεία όπως η γεωγραφία, το κλίμα ή η ιστορία του τόπου που τη γεννάει –δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι και οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές/σωτηριολογικές/εσχατολογικές θρησκείες του κόσμου μας γεννήθηκαν σε μια έρημο. Μάλλον οι άνθρωποι ήθελαν να βάλουν κάτι/κάποιον ανάμεσα στον εαυτό τους και στο απόλυτο τίποτα που έβλεπαν τη νύχτα στο τοπίο της ερήμου.

Κάτι τέτοιο, ισχύει και στην Ιαπωνία. Ζώντας σε έναν τόπο όπου τίποτα δεν είναι σταθερό –μηδέ του ίδιου του εδάφους εξαιρουμένου– οι άνθρωποι δημιούργησαν μια θρησκεία βασισμένη στη φύση και στα στοιχεία της –αναφέρομαι στο Σίντο και όχι στον Βουδισμό, καθώς αυτός ήρθε αρκετά αργότερα και ως εξαγώγιμο προϊόν της ασιατικής ενδοχώρας. Όπως όλες οι ανιμιστικές θρησκείες, το Σίντο είναι ζωντανό, με μουσική και χορό, με έντονα χρώματα και πολύ θόρυβο και στο μυαλό των Ιαπώνων σχετίζεται –κυρίως– με τα ξεκινήματα και με τις χαρούμενες περιστάσεις –εγκαίνια, γάμοι, γεννήσεις, πρωτοχρονιά κ.λπ.

Ο Βουδισμός, αντίθετα, σχετίζεται με το τέλος –μ’ άλλα λόγια, κυρίως με τον θάνατο. Τα (άφθονα) καταστήματα που πουλούν βουδιστικό... εξοπλισμό (εικονοστάσια, κομποσκοίνια, αρωματικά στικ, ειδώλια κ.λπ.) έχουν ως βασική τους πελατεία ανθρώπους άνω των 50 ετών που αγοράζουν πράγματα για κηδείες ή μνημόσυνα και στις περισσότερες οικογένειες, η λέξη «όμπο-σαν» (お坊さん/βουδιστής ιερέας) φέρνει στον νου περίπου ό,τι φέρνουν στον νου του μέσου δυτικού οι λέξεις «γραφείο τελετών» –δηλαδή ανθρώπους που επιτελούν ένα πολύ αναγκαίο έργο, το οποίο όμως οι περισσότεροι προσπαθούν να μη σκέφτονται.

Γιατί συνέβη αυτό με τον Βουδισμό; Δεν είμαι απολύτως σίγουρος, όμως υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει με δύο πράγματα: αφενός, με το ότι η θρησκεία αυτή ήρθε από το εξωτερικό (γενικά οι Ιάπωνες έχουν μια σχεδόν φυσική καχυποψία απέναντι σε ό,τι δεν είναι ιαπωνικό) και αφετέρου με το ίδιο το προφίλ και τη διδασκαλία της –για την ακρίβεια τόσο με το γεγονός ότι έχει διδασκαλία (σε αντίθεση με το Σίντο που στην πραγματικότητα δεν έχει), όσο και με το περιεχόμενο της διδασκαλίας αυτής. Προσοχή: δεν υποστηρίζω ότι το Σίντο είναι κενό από πλευράς ιερών κειμένων και θεωρίας, όσο ότι ο Βουδισμός είναι πολύ πιο περίπλοκος καθώς, στην πραγματικότητα, εξετάζει την ψυχολογία του ατόμου και τη σχέση του με τον εαυτό του.

Αυτό το περιεχόμενο του Βουδισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι προερχόταν από μια ξένη χώρα (και άρα, η προσφυγή στις πηγές απαιτούσε τη γνώση ξένων γλωσσών), δημιούργησε την απαίτηση οι ιερείς του να είναι πολύ πιο μορφωμένοι και γενικότερα καλλιεργημένοι και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αύρας σοβαρότητας γύρω από τους ανθρώπους αυτούς και τη θεωρία που δίδασκαν. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε τη γενικότερη τάση των Ιαπώνων να αφομοιώνουν με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο τα στοιχεία που τους έρχονται από το εξωτερικό (ναι, το ξέρω, εδώ υπάρχει μια αντίφαση με αυτό που έγραψα παραπάνω –ενδιαφέρον δεν είναι;), καταλήγουμε στο ότι ο Βουδισμός ήδη από το ξεκίνημά του δεν αντικατέστησε την υπάρχουσα θρησκεία αλλά ήρθε να καλύψει κάποιες ανθρώπινες ανάγκες τις οποίες η παλιά θρησκεία γενικά προτιμούσε να αποφεύγει –ό,τι σχετίζεται με τον θάνατο ήταν (και εν πολλοίς ακόμα είναι) ταμπού για το Σίντο.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον, δεν είναι το πώς ο Βουδισμός σχετίστηκε με τον θάνατο (και γενικά με τις δυσάρεστες πλευρές της ζωής) αλλά το πώς τον βιώνουν στη σημερινή τους πραγματικότητα οι Ιάπωνες. Και, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος να το καταλάβει αυτό κανείς είναι να δει τη φωτογραφία που βρίσκεται στην αρχή αυτού του κειμένου –η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στον σιδηροδρομικό σταθμό του Καβασάκι (απλή συνωνυμία), αν και παρόμοια σταντ είδα και σε τουλάχιστον δύο ακόμα σταθμούς. Πρόκειται για το καινούριο προϊόν ενός καφέ που βρίσκεται σε μια από τις πιο κυριλέ και ακριβές περιοχές του Τόκιο –το καφέ λέγεται «Ζεν Καφέ» (禅カフェ) και το προϊόν είναι ντόνατς με το, όχι ιδιαίτερα ευφάνταστο μπραντ-νέιμ «Ζεν Ντόνατς» (禅ドーナツ).

Ας κάνουμε μια παύση και ας το σκεφτούμε αυτό λιγάκι: φανταστείτε ότι σε κάποια –οποιαδήποτε– χριστιανική χώρα, ένα ζαχαροπλαστείο αποφάσιζε να λανσάρει ένα καινούριο γλυκό και στο εν λόγω γλυκό το όνομα της θρησκείας –ας πούμε «Τούρτα Χριστιανισμός». Μπορείτε να φανταστείτε την αντίδραση τόσο της ηγεσίας της θρησκείας όσο και του κόσμου; Για την ηγεσία της εκκλησίας νομίζω όλοι συμφωνούμε ότι η αντίδραση θα ήταν στα όρια της υστερίας, όμως και στην περίπτωση του κόσμου, προσωπικά υποπτεύομαι ότι οι αντιδράσεις θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση κοροϊδία και στη χειρότερη, οργή.

Εδώ, αντίθετα, το πράγμα αντιμετωπίζεται ως κάτι φυσικό. Οι περαστικοί προσπερνούν το σταντ μάλλον αδιάφορα και κάποιοι στέκονται, αγοράζουν μερικά ντόνατς και συνεχίζουν για τη δουλειά τους. Δεν άκουσα κανέναν να σχολιάζει την ονομασία των προϊόντων και δεν είδα κανέναν να κοιτάζει αποδοκιμαστικά ή να αντιδρά διαφορετικά απ’ ό,τι θα αντιδρούσε απέναντι σε ένα οποιοδήποτε άλλο από τα αμέτρητα παρόμοια σταντ που βλέπει κανείς παντού –και ειδικά στους σταθμούς των τρένων και του μετρό.

Και εδώ που τα λέμε, γιατί να το κάνουν; Αφενός οι περισσότεροι δεν είναι αποκλειστικά βουδιστές –τόσο στο μυαλό τους, όσο και στην καθημερινή τους πρακτική, Βουδισμός και Σίντο συνδυάζονται μια χαρά– και αφετέρου, ακόμα και αν είναι, ο ίδιος ο Βουδισμός δεν είναι αποκλειστικός, πάει να πει δε ζητάει από τους «πιστούς» του να απορρίψουν ό,τι πίστευαν ως τη στιγμή που αποφάσισαν να γίνουν βουδιστές. Δεν το είδα με τα μάτια μου, αλλά είμαι σίγουρος ότι ακόμα και κάποιοι ιερείς/μοναχοί «καριέρας» από το Σότο-σου, θα προσπερνούσαν το εν λόγω σταντ χωρίς να του ρίξουν δεύτερη ματιά ή, αν του έριχναν, απλώς θα χαμογελούσαν και θα συνέχιζαν τον δρόμο τους.

Εδώ ακριβώς συνίσταται και η δυσκολία που ανέφερα στην αρχή: οι άνθρωποι του Ζεν που έχω γνωρίσει εδώ, είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι και η «πίστη» τους στο Ζεν είναι επίσης απλή και καθημερινή –μ’ άλλα λόγια, δε σκάνε πάρα πολύ αν κάποιος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ονομασία «Ζεν» για να ονομάσει τα προϊόντα του. Η άσκηση του Ζαζέν και η συμφωνία με τις διδασκαλίες του Βούδα είναι πράγματα τα οποία αποδέχονται, όχι προκειμένου να δηλώσουν «βουδιστές», «ιερείς» ή «φωτισμένοι» αλλά επειδή τα έχουν δει να λειτουργούν επάνω τους και επειδή τους βοηθούν να ζουν τη ζωή τους πιο ήρεμα και πιο ισορροπημένα. Το ξέρω ότι αυτό αντίκειται στην ιδέα που έχουμε οι περισσότεροι σχετικά με τους ανθρώπους του Ζεν όμως ειλικρινά, όσο πιο μέσα στο κόλπο αυτό είναι κάποιοι άνθρωποι, τόσο πιο απλοί και αθόρυβοι δείχνουν.

Απ’ την άλλη μεριά, ενδέχεται το παράδειγμά μου με τα ντόνατς να είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Ίσως η επιλογή της ονομασίας για το συγκεκριμένο γλυκό να μην είναι καθόλου τυχαία αλλά να παραπέμπει στους κύκλους ένσο που συχνά ζωγραφίζουν οι δάσκαλοι του Ζεν –θα πρέπει να ρωτήσω και να μάθω. Αν δε, συνδυάσουμε αυτή την ιδέα με το ότι το απλό μοντέλο της εταιρείας, αυτό δηλαδή που δεν έχει καμία γέμιση, λέγεται «κενότητα» (空 –βλ. και τη σχετική φωτό), έχουμε, ίσως, μια διαφορετική ερμηνεία ολόκληρης της Σούτρας της Καρδιάς και, κατ’ επέκταση, της θεωρητικής βάσης του Ζεν. Χμμμμμ...

ΥΓ
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη γκάμα των ντόνατς, μπορείτε να πάτε στο σάιτ της εταιρείας, στη διεύθυνση http://www.rakuten.co.jp/zen-donut/ Προσοχή, ωστόσο: το σάιτ είναι, βεβαίως, στα Ιαπωνικά!