Μια και το προηγούμενο ποστ είχε αρκετό σουξέ, σκέφτηκα να ποστάρω και κάτι ακόμα γύρω από το ίδιο θέμα –για την ακρίβεια γύρω από την ίδια κατάσταση. Θέλω να πω, το θέμα του δημοψηφίσματος κάηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το ανέβασμα του ποστ (παρόλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν εξαιρετική ιδέα και λυπάμαι που δεν προχώρησε), όμως το ευρύτερο πρόβλημα της κατάστασης στην Ελλάδα ούτε λύθηκε, ούτε και πρόκειται να λυθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Όταν λυθεί δε, είμαι σχεδόν απολύτως σίγουρος ότι η λύση του δε θα έχει καμία σχέση με αυτό που οι περισσότεροι συμπατριώτες μου θεωρούν ως «λύση» και ότι η βελτίωση της κατάστασης θα περάσει μέσα από διαδρομές που οι περισσότεροι είτε δε φαντάζονται, είτε αν φαντάζονται τις θεωρούν επιδείνωση και όχι βελτίωση!
Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: καθώς το μπλογκ αυτό δεν είναι πολιτικό αλλά... θρησκευτικό, δεν είναι πρόθεσή μου να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με το ποια θα είναι η πιθανότερη (κατ’ εμέ) εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, ούτε ποια θα είναι η ευμενέστερη (επίσης κατ’ εμέ) εξέλιξη για την ελληνική κοινωνία –έτσι κι αλλιώς, η μελλοντολογία είναι ανοησία (και όχι μόνο βουδιστικά μιλώντας) και έτσι κι αλλιώς αυτά που θα γίνουν θα γίνουν, οπότε ας τα δούμε και ας τα σχολιάσουμε μετά. Προς το παρόν αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και πώς αυτό σχετίζεται με τις διδασκαλίες ενός ινδού διανοητή που έζησε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.
Πολύ απλά μιλώντας, το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό στο οποίο αποπειράται να δώσει μια λύση ο βουδισμός: δηλαδή η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και η προσφυγή στις φαντασιώσεις. Ή, αν προτιμάτε, η αντικατάσταση της πραγματικότητας από τις φαντασιώσεις. Όσο περνάει ο καιρός, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι όλα τα προβλήματα ανάγονται τελικά σε προσωπικά και ότι στη βάση τους βρίσκουμε πάντα αυτή ακριβώς την παρεξήγηση ή την αδυναμία, τελικά του ανθρώπου να αποδεχτεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα φαντάζεται ή όπως τα θέλει αλλά όπως είναι. Ακόμα και το πιο σκληροπυρηνικό τεχνικό πρόβλημα, αν αναλυθεί αρκετά, εκεί καταλήγει –τουλάχιστον από τη βουδιστική σκοπιά!
Το πρόβλημα της Ελλάδας αυτή τη στιγμή είναι οικονομικό, λένε οι περισσότεροι. Σαφώς, όμως το οικονομικό πρόβλημα κρύβει πίσω του ένα βαθύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα· η Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα αντιμετωπίζει μια κρίση που πάει πέρα από τη φοροδιαφυγή των ελλήνων, όμως αν η Ελλάδα ήταν οργανωμένη διαφορετικά, η θέση της απέναντι στην ευρύτερη κρίση θα ήταν κι αυτή διαφορετική όπως είναι διαφορετική η θέση της Γερμανίας ή της Γαλλίας. Οι λόγοι που δεν είναι οργανωμένη διαφορετικά είναι κοινωνικοί και, όπως ήδη έχουν αρχίσει να επισημαίνουν αρκετοί σχολιαστές, έλληνες και ξένοι, έχουν τη βάση τους σε ορισμένες πολιτισμικές ιδιομορφίες της χώρας και του λαού της, ιδιομορφίες που διαμορφώνουν τελικά ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα.
Από την οικονομία στην κοινωνία και από εκεί στις βαθύτερες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες –όλα αυτά είναι σχετικά εύκολα ερμηνεύσιμα ιστορικά και κοινωνιολογικά. Και λέω «σχετικά εύκολα» επειδή ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να προτιμάει να αγνοεί την ιστορία και την κοινωνιολογία και να αρκείται στις βολικές επεξηγήσεις του τύπου «φταίνε οι πολιτικοί», «φταίει η παγκόσμια κρίση», «φταίνε τα ξένα συμφέροντα», «φταίνε οι πλούσιοι» κ.λπ. Όμως και αυτές οι επεξηγήσεις δείχνουν ότι το πρόβλημα στη βάση του είναι προσωπικό και άπτεται της ίδιας αδυναμίας να μη θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα και να καταφεύγουμε σε φαντασιώσεις.
Στα χρόνια που παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου (και όχι πάντα φορώντας βουδιστικά γυαλιά), βλέπω να επαναλαμβάνεται στερεότυπα το ίδιο φαινόμενο: οι άνθρωποι δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτό που ζουν και θέλουν κάτι διαφορετικό –συνήθως κάτι περισσότερο, όμως το πρόβλημα εδώ δεν είναι η απληστία, είναι η πάσης φύσεως διαφοροποίηση. Και βεβαίως είναι θεμιτό να θέλει κανείς να βελτιώσει τη ζωή του και να καταβάλλει προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση· τα πράγματα γίνονται προβληματικά όταν οι προσπάθειες αυτές κατευθύνονται αποκλειστικά από τη φαντασία και αγνοούν την πραγματικότητα.
Κατά την άποψή μου, τις τελευταίες δεκαετίες, οι έλληνες ζουν κατευθυνόμενοι από τις φαντασιώσεις τους. Έχουν υιοθετήσει ένα μοντέλο ζωής το οποίο περνάει μέσα από την κατανάλωση και δη την κατανάλωση ακριβών αγαθών, μέσα από την εξίσωση της χώρας με τις χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ και, γενικότερα, μέσα από την αποδοχή ενός μοντέλου σκέψης και τρόπου ζωής που διαμορφώθηκε στη Δύση από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα και που εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραδόξως, η πλειονότητα των ελλήνων δε σκέφτηκε ότι είναι αδύνατον να αποδεχτείς 100% ένα ξένο μοντέλο διότι είναι... ξένο· μ’ άλλα λόγια, προέρχεται από χώρες με άλλου τύπου ιστορία και κοινωνική οργάνωση και, συνεπώς, με άλλου τύπου νοοτροπία.
Παρόλα αυτά, προτιμήσαμε και εν πολλοίς προτιμούμε ακόμα, να κινούμαστε με βάση αυτό το μοντέλο χωρίς να σκεφτόμαστε ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι εξ ορισμού καταδικασμένη να αποτύχει. Όταν δε, φτάσαμε να βλέπουμε μπροστά μας ότι πλέον έχουμε μπει στην τελική ευθεία προς την απόλυτη αποτυχία, εξακολουθούμε να μη βλέπουμε την πραγματικότητα και καταφεύγουμε στις εύκολες απαντήσεις που ανέφερα παραπάνω. Εν ολίγοις, εξακολουθούμε να μη βλέπουμε την πραγματικότητα· ούτε αυτή που ζούσαμε επί δεκαετίες, ούτε τις συνέπειές της που ζούμε τώρα, ούτε τη σχέση μεταξύ τους. Το πιο απαισιόδοξο δε, είναι ότι όσο δεν τη βλέπουμε τόσο βέβαιο είναι ότι η πραγματική μας κατάσταση θα γίνεται χειρότερη!
Αν κάποιος δεν έχει αντιληφθεί ήδη που μπαίνει ο βουδισμός Ζεν σε όλα αυτά, να το επισημάνω και ευθαρσώς: ο Βούδας άρχισε να ερευνά τον εαυτό του και την κατάσταση γύρω του όταν συνειδητοποίησε ότι ως εκείνη τη στιγμή είχε ζήσει αποκομμένος από την πραγματικότητα (για όσους δε θυμούνται τα βασικά της ιστορίας του Γκοτάμα, ήταν πρίγκιπας και ο βασιλιάς πατέρας του δεν του επέτρεπε να βγει από το παλάτι και να δει πώς ζούσε ο λαός, φοβούμενος ότι ο νεαρός θα αφιερωνόταν στη φιλοσοφία και δε θα ασχολιόταν με την... οικογενειακή επιχείρηση). Έχουμε λοιπόν ένα σύστημα σκέψης το οποίο στηρίζεται στη σειρά σκέψεων: δεν έχω επαφή με την πραγματικότητα, αυτό μου δημιουργεί πρόβλημα αντίληψης, θέλω να πάψω να έχω αυτό το πρόβλημα αντίληψης και, άρα, αποκτώ επαφή με την πραγματικότητα. Η δε συνειδητοποίηση που οδήγησε τον Γκοτάμα να γίνει βούδας ήταν ακριβώς αυτή: ότι μόνο έχοντας σαφή συναίσθηση της πραγματικότητας και δρώντας απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει ιδωμένο πέρα από τα φίλτρα που κατασκευάζει ο νους λόγω των αδυναμιών και των ανασφαλειών μας, μπορούμε να ζήσουμε μια ζωή που βγάζει νόημα· σε αντίθετη περίπτωση, απλώς κυνηγάμε την ουρά μας, δημιουργώντας φαύλους κύκλους.
Βεβαίως οι φαύλοι κύκλοι μπορούν να σπάσουν. Και η κατάλληλη στιγμή για να σπάσει ένας φαύλος κύκλος είναι τώρα –και δεν εννοώ «τώρα» με την έννοια του Νοεμβρίου του 2011 και της συγκεκριμένης πολιτικό-κοινωνικής συγκυρίας αλλά το εκάστοτε «τώρα». Αν συμφωνούμε ότι κατά βάση το πρόβλημά μας είναι ένα πρόβλημα προσωπικό, το οποίο οδηγεί σε ένα πρόβλημα πολιτισμικό και από εκεί σε ένα κοινωνικό και οικονομικό, ας το λύσουμε πρώτα σε προσωπικό επίπεδο. Ας δούμε τι πραγματικά θέλουμε και τι μπορούμε να θέλουμε –εννοώ τι από αυτά που θέλουμε είναι εφικτό και αντιστοιχεί στις πραγματικές μας δυνατότητες, καθενός ξεχωριστά- και ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να για το αποκτήσουμε. Ας αγνοήσουμε για μια φορά το «ευρωπαϊκό όραμα» ή το «όραμα της μεγάλης και σημαντικής Ελλάδας» καθώς «όραμα» είναι μια άλλη λέξη για τη «φαντασίωση» και ας κινηθούμε με βάση αυτό που ξέρουμε ότι πραγματικά μπορούμε και θέλουμε.
Για κάποιους –πιθανότατα για όλους- μια τέτοια συνειδητοποίηση θα οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές και σε ένα παρόν και εγγύς μέλλον με πολλές δυσκολίες. Όμως δε γίνεται διαφορετικά καθώς κάθε ξύπνημα είναι ξεβόλεμα και δυσάρεστο. Αν προκειμένου να μπορέσουμε να ζήσουμε πιο ήρεμοι και με πραγματικές προοπτικές, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη φαντασίωση της «ευρωπαϊκής Ελλάδας» και πρέπει να προσαρμοστούμε με την πραγματικότητα της «βαλκανικής Ελλάδας», ας κάνουμε αυτό ή ας αποφασίσουμε ότι θέλουμε όντως τόσο πολύ να κάνουμε πραγματικότητα την «ευρωπαϊκή Ελλάδα», ας δουλέψουμε χίλιες φορές περισσότερο για να περάσουμε μέσα από όσα πέρασαν οι ευρωπαϊκές χώρες για να φτάσουν σήμερα να είναι αυτό που είναι και το οποίο θέλουμε κι εμείς να γίνουμε –δεν πιστεύω ότι δε γίνεται, αλλά πιστεύω ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά από όση είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι περισσότεροι.
Το είπα στην αρχή και το ξαναλέω: δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι η διεθνής συγκυρία είναι άσχετη με την καθημερινότητα που βιώνει αυτή τη στιγμή ο ελληνικός λαός. Πιστεύω όμως ότι αν ο ελληνικός λαός (για την ακρίβεια, αν καθένας από τους ανθρώπους που τον αποτελούν) λειτουργούσε λιγότερο με το θυμικό και περισσότερο με τη λογική, θα είχε και κάποια εφόδια για να αντιμετωπίσει τη διεθνή συγκυρία. Ο καπιταλισμός περνάει διαρκώς από διάφορες κρίσεις· για την ακρίβεια, οι κρίσεις είναι μέρος του συστήματος αυτού και θα λυθούν από το ίδιο το σύστημα, αγνοώντας την πραγματικότητα ενός εκάστου. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς για να αμυνθούμε (και ακόμα περισσότερο για να νικήσουμε –αν το ζητούμενο είναι αυτό) είναι να αντιληφθούμε τι ακριβώς έχουμε μπροστά μας, πώς λειτουργεί και ποια είναι η θέση μας απέναντί του, πράγμα που σημαίνει ότι θα αντιληφθούμε και ποια είναι η θέση μας γενικώς, χωρίς φαντασιώσεις και χωρίς υπεκφυγές. Και, αν δεν έχω παρεξηγήσει απολύτως ό,τι έχω διαβάσει περί βουδισμού τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μόνη γνώση που έχει αξία είναι η γνώση του ποιος είμαι (*).
(*) Θα αφήσω να περάσει ασχολίαστη η ειρωνεία που εμπεριέχεται στο πόσο θεμελιώδης ήταν αυτή η γνώση για την αρχαία ελληνική σκέψη.