Wednesday, February 3, 2010

Πώς πέρασα στις καλοκαιρινές μου διακοπές


Φανταζόμουν ότι κάποια μέρα θα κάτσω κάτω και θα γράψω ωραία και συγκροτημένα τις εντυπώσεις μου από τη διαμονή μου στο Great Sky Zen Sesshin –ξέρετε, όπως κάνουν οι επαγγελματίες γραφιάδες. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, είμαι ανίκανος να κάνω κάτι τέτοιο ή, για την ακρίβεια, έχει μαζευτεί πάρα πολλή δουλειά και δεν έχω να αφιερώσω τον χρόνο που απαιτεί κάτι τέτοιο. Οπότε, να οι γενικές μου εντυπώσεις, γραμμένες κατευθείαν στον επεξεργαστή κειμένου του μπλογκ –χωρίς καν διορθωτή.

Το μοναστήρι Χοκιότζι (Hokyoji) είναι ΕΝΤΕΛΩΣ στου διαόλου τη μάνα, σε μια ερημιά. Αρχικά φτάνεις στο Λα Κρος (La Crosse) του Ουισκόνσιν, σε ένα αεροδρόμιο που μοιάζει πιο πολύ με σταθμό λεωφορείου (μιλάμε για ένα μέρος που κάνει το μικρό αεροδρομιάκι του Άκρον να μοιάζει με το Λα Γκουάρντια της Νέας Υόρκης). Από κει, οδηγείς καμία ώρα μέσα στους λόφους κατά μήκος του Μισσισσιππή, διασχίζεις ένα μικρό κομμάτι της Άιοβα και μπαίνεις στη Μινεσότα. Επίσημα, το Χοκιότζι βρίσκεται στο Έιτζεν (Eitzen) της Μινεσότα, όμως στην πραγματικότητα, η κοντινότερη πόλη είναι ένας μικρός οικισμός της Άιοβα το όνομα του οποίου μου διαφεύγει και με πληθυσμό καμιά 200αριά άτομα. Αν και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του οικισμού, θυμάμαι το όνομα του τύπου που έχει το βενζινάδικο εκεί και που το δουλεύει τα τελευταία 40 χρόνια –ο τύπος (δεν κάνω πλάκα), λέγεται Τζαγκ Ντάρλινγκ (Jug Darling). Αν θέλει κανείς να βρει κάτι να κάνει, θα πρέπει να πάει άλλα 45 λεπτά με το αμάξι σε μια άλλη πόλη της Άιοβα –ούτε κι αυτής της πόλης θυμάμαι το όνομά της, όμως ο πληθυσμός της είναι 2000 άτομα.

Όχι ότι πήγαμε σε κανένα από τα μέρη αυτά την εβδομάδα που κράτησε το σέσιν –για επτά μέρες, μείναμε στο Χοκιότζι, τρώγαμε το φαί του Χοκιότζι και χέζαμε τα σκατά του Χοκιότζι (για να παραφράσω ένα παλιό Ζεν ποίημα). Το μοναστήρι αποτελείται από τέσσερα κύρια κτήρια απλωμένα σε μερικά στρέμματα ξεχερσωμένου δάσους το οποίο αρχίζει εκεί που τελειώνει ένας παράδρομος μήκους ενάμισι χιλιομέτρου. Για μας που συμμετείχαμε στο σέσιν, το βασικό κτήριο ήταν το Ζέντο (Σ.τ.Μ. ο χώρος στον οποίο γίνεται το Ζαζέν), το οποίο βρισκόταν προς το κέντρο του μοναστηριού και χωρούσε τριάντα άτομα. Πέρα απ’ αυτό, υπήρχε ένα κτήριο που το λένε «καλύβα» επειδή κάποτε (όταν πρωτοφτιάχτηκε το μέρος) ήταν όντως μια καλύβα ενός δωματίου, χωρίς ηλεκτρισμό και νερό –σήμερα, είναι ένα κανονικό σπίτι με ηλεκτρισμό και τρεχούμενο νερό, δόξα τω Θεώ. Εγώ, ωστόσο, δεν την έπεσα εκεί –με έβαλαν σε ένα άλλο κτήριο που το λένε «εργαστήριο», στην άλλη άκρη του μέρους. Το κτήριο αυτό, όπως υπονοεί και το όνομά του, ήταν κάποτε πραγματικό εργαστήριο όπου πριόνιζαν ξύλα και έκαναν διάφορες άλλες δουλειές που πρέπει να γίνουν όταν χτίζεις κτήρια. Το επάνω μέρος του, έχει μετατραπεί σε ένα αρκετά σπαρτιάτικο κατάλυμα, χωρίς τρεχούμενο νερό αλλά, ευτυχώς, με ηλεκτρισμό. Το άλλο κτήριο λέγεται «τεϊοποτείο», βρίσκεται κοντά στο Ζέντο και, εκτός από το ότι έχει όντως έναν μικρό χώρο για τσάι, έχει και κάτι ντους που σου πετάνε ελάχιστο νερό χλιαρό ή βραστό), στο κεφάλι. Όσες μέρες έμεινα εκεί, δεν κατάφερα να κάνω το νερό να φτάσει στα πόδια μου.

Κάθε μέρα, είχε εννέα σαραντάλεπτες περιόδους Ζαζέν, αρχίζοντας από τις 5 το πρωί και τελειώνοντας στις 10 το βράδυ. Η καμπάνα του εγερτηρίου χτυπούσε στις 4:30 το πρωί –όλα αυτά είναι σχετικά στάνταρ, όμως τα σέσιν του Νισιτζίμα είναι λίγο πιο εύκολα ως προς τον χρόνο του Ζαζέν. Αν και είχα κάποιες ανησυχίες σχετικά με τα γόνατά μου, ευτυχώς κατάφερα να τα βγάλω πέρα χωρίς καμιά εμφανή ζημιά. Οι περίοδοι του Ζαζέν διακόπτονται αρχικά από μια «λειτουργία» όπου ψέλνεται η Σούτρα της Καρδιάς, μετά από το πρωινό που είναι σε στιλ οριόκι, από ένα σύντομο διάλειμμα, από μια συζήτηση-διάλεξη, από μια άλλη «λειτουργία» όπου ψέλνεται το Τζιτζούγιου Ζανμάι (Jijuyu Zanmai - Σαμάντχι της Πρόσληψης και Χρήσης του Εαυτού) του Ντόγκεν, από το γεύμα, από ένα μεγάλο διάλειμμα και από μια περίοδο εργασίας (περισσότερα επ’ αυτού πιο κάτω), από άλλη μια καταραμένη «λειτουργία» στην οποία ψέλνεται το Ντάι Σιν Νταράνι και από μια τελευταία λειτουργία στην οποία ψέλνεται το Φουκανζαζένγκι (Fukanzazengi –Γενικές Συμβουλές για την Άσκηση του Ζαζέν) του Ντόγκεν. Μεταξύ όλων αυτών των πραγμάτων, είτε κάθεσαι και κοιτάς τον τοίχο, είτε κάνεις Κινχίν (περπατητό Ζαζέν) ή αλλιώς όλα αυτά γίνονται μεταξύ των περιόδων του Ζαζέν –διαλέγετε και παίρνετε.

Μερικά από τα κόλπα αυτά ήταν κάτι καινούριο για μένα. Τα σέσιν του Νισιτζίμα δεν έχουν κανενός είδους λειτουργίες ή ψαλμωδίες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήξερα κανέναν από τους ψαλμούς που έλεγαν. Επίσης, οι περίοδοι εργασίας στα σέσιν του είχαν να κάνουν με το να καθαρίζεις τις τουαλέτες ή να σκουπίζεις τους χώρους ύπνου –στο Great Sky, αντίθετα, κάνεις κανονική, σκληρή δουλειά, πράγμα που είναι αναγκαίο επειδή ακόμα και μετά από 30-40 χρόνια που υπάρχει το μέρος, υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια που δεν έχουν ολοκληρωθεί. Έτσι, η δουλειά μας είχε κυρίως να κάνει με το πώς να κάνουμε τους κήπους παρουσιάσιμους και με το να φτιάχνουμε πράγματα που χρειάζονταν φτιάξιμο –α, ναι, και με το να κυνηγάμε τις σφήκες από τους χώρους ύπνου. Στο τέλος κάθε περιόδου εργασίας αισθανόμουν εξαντλημένος, όμως ταυτόχρονα αισθανόμουν πολύ καλά. Όλη αυτή η ιστορία σε τόνωνε πολύ μετά από όλο αυτό το καθισιό, συν το ότι κατάφερνες να ασκηθείς και λίγο, κάτι που απουσιάζει από αρκετά ησυχαστήρια Ζεν.

Η συμμετοχή ήταν γύρω στα 30 άτομα, μεταξύ των οποίων και πέντε (ναι, πέντε) δάσκαλοι του Ζεν. Για να δούμε πόσους θυμάμαι: την Τόνεν Ο’ Κονορ από το Κέντρο Ζεν του Μιλγουόκι (Tonen O'Connor/Milwaukee Zen Center), τη Ζούικο Ρέντινγκ από το Κέντρο Ζεν του Σένταρ Ράπιντς (Zuiko Redding/Cedar Rapids Zen Center), τον Ντοκάι Γκεόργκεσεν (Dokai Georgesen) από το ίδιο το Χοκιότζι, τον Ρόσαν Γιοσίντα (Rosan Yoshida) από κάπου από την Άιοβα –νομίζω–, τον Γκένμιο Σμιθ (Genmyo Smith) από κάπου που δε θυμάμαι και τον εαυτό μου –οι πληροφορίες αυτές κάπου υπάρχουν και θα μπορούσα να πάω να τις κοιτάξω, όμως θα χαθεί το αυθόρμητο του συγκεκριμένου ποστ. Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η Ζούικο: είχε μελετήσει με την ίδια ιδιαίτερα σκληρή Δασκάλα του Ζεν με την Τάιτζουν Σάιτο, μια μοναχή που μελετούσε με τον Νισιτζίμα, και ήξερε (όπως και η Τάιτζουν), όλα τα τελετουργικά του Ζεν, απ’ έξω και ανακατωτά. Εγώ από την άλλη μεριά, δεν ξέρω την τύφλα μου από τα τελετουργικά –όχι ότι περιφρονώ καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυτούς που τα ξέρουν, απλώς εγώ δεν τα ξέρω και μάλλον και δε θα τα μάθω ποτέ επειδή, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δε με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις και να μαθαίνεις κάτι από τους ανθρώπους που τα ξέρουν.

Τι άλλο θα μπορούσα σας πω; Πολλά. Και μάλλον θα το κάνω στα επόμενα ποστ. Όμως εδώ θα προτιμήσω να μην πω πολλά.

Τι έμαθα; ΟΚ. Έμαθα ότι δεν έχει απολύτως καμιά σημασία τι σκέφτεσαι όταν κάθεσαι. Ναι, το ήξερα ήδη. Όμως την τέταρτη μέρα, το αισθάνθηκα πολύ έντονα. Καθόμουν, ως συνήθως ελαφρώς τσαντισμένος και πονεμένος και σκεφτόμουν «Γαμώτο, παραδουλεύει το μηχάνημα εκεί πάνω –δεν μπορεί να σταματήσει για λίγο;» Θα πρέπει εδώ να κάνω ένα μικρό φλας μπακ και να σας πω ότι είχαν πέσει πολλά επάνω μου πριν το σέσιν και ένα από αυτά, ήταν η βόμβα ότι η εταιρεία για την οποία δουλεύω, αποφάσισε να κλείσει το γραφείο της στο Λος Άντζελες. Το γραφείο της στο Λος Άντζελες είμαι εγώ –περισσότερα γι αυτό κάποια άλλη στιγμή, αρκεί όμως να πω ότι αυτό, όπως και καμιά εικοσαριά άλλα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσω, θα έπρεπε να περιμένουν μετά το τέλος του σέσιν. Αυτό είναι που κάνω τώρα και αυτός είναι ο λόγος που το κομμάτι αυτό είναι σύντομο και αυθόρμητο.

ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, διάφορα κέρατα κλωθογυρνούσαν μέσα στο κεφάλι μου και από τη στιγμή που είχαν πάρει μπρος, δε θα σταματούσαν μέχρι να αναλώσουν όλη μου την ενέργεια. Και κάποια στιγμή, πρόσεξα ότι δεν είχε καμία απολύτως γαμημένη σημασία. Η σκέψη ήταν κάτι που απλώς συνέβαινε την ώρα της άσκησης, όμως η άσκηση δεν έχανε τίποτα από το νόημά της. Προσέξτε με: αυτό που λέω δε μου ήρθε σαν ιδέα –ήταν πραγματικό βίωμα. Υπάρχει ένα παλιό κοάν με έναν μοναχό που λέει «Αν έρθει ο καθαρός νους, ας έρθει και αν έρθει ο θολωμένος νους, ας έρθει». Ο δάσκαλός του τον ρωτάει «Και τι γίνεται αν δεν έρθει ούτε καθαρός νους, ούτε θολωμένος;» και ο μοναχός απαντάει κάτι του στιλ «Είδα κάτω στα μαγαζιά ότι έχουν προσφορές στα εσώρουχα». Κάπως έτσι το αισθάνθηκα –πολύ κουλ.

Έχει πλάκα πώς λειτουργεί όλο αυτό το πράγμα. Το μάθημα αυτό το είχα μάθει, το είχα ξεχάσει και το είχα ξαναμάθει δεκάδες φορές. Και είμαι σίγουρος ότι θα το μάθω κάμποσες φορές ακόμα πριν με κάψουν και πετάξουν τις στάχτες μου πίσω από το κλαμπ JB's Down στο Κεντ του Οχάιο.

Μμμμμμ. Τι άλλο; Έκανα και μια ομιλία. Οι ομιλίες όλων των άλλων δασκάλων ήταν ομιλίες περί Ζεν και η δικιά μου έμοιαζε με παραλήρημα του Κράστι, του κλόουν από τους Σίμπσον. Έτσι είναι η ζωή. Επίσης, έκανα κάτι βόλτες με το φορτηγάκι του μοναστηριού προσπαθώντας να βρω πού είναι η όπισθεν και έκανα και διάφορα άλλα πράγματα.

Πρέπει να την κάνω τώρα. Σόρι. Πιο πολλά κάποια άλλη στιγμή! Ρωτήστε με τίποτα, μπας και ταρακουνηθεί κάπως η μνήμη μου.

Μπραντ Ουόρνερ – Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007

ΥΓ
Όσοι θέλουν να δουν ιδίοις όμμασι (που λέει ο λόγος) το μοναστήρι Χοκιότζι, μπορούν να περάσουν μια βόλτα από τη διεύθυνση http://www.hokyoji.org/ Ακόμα, και σε ό,τι αφορά το Τζιτζούγιου Ζανμάι (Jijuyu Zanmai) του Ντόγκεν, το πρωτότυπο κείμενο λέει «Samadhi of Recieving and Using the Self» και το αποδίδω, εντελώς άκομψα «Σαμάντχι της Πρόσληψης και Χρήσης του Εαυτού» –πρόκειται για μια από τις πρώτες έννοιες που συναντά κανείς στο Σομπογκένζο, και συγκεκριμένα στο Μπέντοουα (Bendowa), το πρώτο του «κεφάλαιο». Τα ιδεογράμματα που αποτελούν τη φράση σημαίνουν «εαυτός», «πρόσληψη»/«λήψη»/«αποδοχή» και «χρήση» (για το «Τζιτζούγιου») και «αυταπάρνηση»/ «συγκέντρωση»/«προσήλωση» (για το Ζανμάι –η λέξη είθισται να αποδίδεται στη βουδιστική φιλολογία με τη σανσκριτική λέξη «σαμάντχι»). Στη μετάφραση του Σομπογκένζο από τους Νισιτζίμα και Κρος, το «Τζιτζούγιου Ζανμάι» αποδίδεται ως «η κατάσταση της φυσικής ισορροπίας την οποία βιώνουμε όταν καταβάλλουμε προσπάθεια χωρίς εσκεμμένο στόχο» –αυτό δηλαδή που βιώνει κανείς όταν κάνει Ζαζέν. Στην περίπτωση του Φουκανζαζένγκι (επίσης από το Σομπογκένζο), τα πράγματα είναι πιο απλά καθώς πρόκειται όντως για έναν οδηγό σχετικά με το πώς να κάνει κανείς Ζαζέν. Α, και το
Ντάι Σιν Νταράνι είναι ένας ψαλμός προς τιμήν του/της Μποντισάτβα του ελέους Αβαλοκιτεσβάρα (επί το ιαπωνικότερο, Κάνον –ναι, όπως οι φωτογραφικές μηχανές).

No comments: