Για μια ακόμα φορά πήγαμε, καθίσαμε και κοιτάγαμε τους τοίχους για τρεις μέρες και μετά φύγαμε –αν κάποιος θέλει να συνοψίσει το σέσιν της ομάδας Ντόγκεν Σάνγκα στο ναό Κασουϊσάι στη Σιζουόκα, θα μπορούσε να πει την παραπάνω φράση και να έχει καλύψει όλη την ουσία του τριημέρου φθινοπωρινού «ησυχαστηρίου». Ωστόσο η φορά αυτή είχε ορισμένες πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις από τα άλλα σέσιν που κάναμε στο ναό Τοκέι-ιν (επίσης στη Σιζουόκα) και για τα οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ και ο βασικός λόγος ήταν ότι αντίθετα με το Τοκέι-ιν στο οποίο το πρόγραμμα που ακολουθούσαμε ήταν δικής μας επινόησης και η τήρησή του επαφιόταν στον πατριωτισμό μας, στο Κασουϊσάι έπρεπε να ακολουθήσουμε το υπάρχον πρόγραμμα καθώς ο συγκεκριμένος ναός όχι μόνο έχει αρκετούς μοναχούς αλλά είναι και ένα από τα κέντρα εκπαίδευσης της γραμμής Σότο του Ζεν –μικρότερο από τα δύο μεγάλα κέντρα (το Έιχεϊ-τζι στο Φουκούι και το Σότζι-τζι στην Καναγκάουα) αλλά κέντρο εκπαίδευσης όπως και να ‘χει.
Αυτό λοιπόν που κερδίσαμε τις τρεις αυτές ημέρες ήταν μια εκ των έσω ματιά στο πώς λειτουργεί ένα κέντρο εκπαίδευσης Ζεν∙ πώς ζουν οι άνθρωποι που σε μερικά χρόνια θα βγουν έξω, θα διαχειρίζονται τους δικούς τους ναούς και θα διδάσκουν Ζεν σε άλλους ανθρώπους, πώς ασκούνται (στη θεωρία και την πράξη του βουδισμού) και πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα καθώς είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο με ορισμένους από αυτούς όταν οι ελεύθεροι χρόνοι μας συνέπιπταν. Και παρότι η εμπειρία ήταν όντως ενδιαφέρουσα, προσωπικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αν η απόφαση για το που θα γίνει το επόμενο σέσιν εξαρτιόταν αποκλειστικά από εμένα, θα διάλεγα για μια ακόμα φορά το Τοκέι-ιν ή κάποιον αντίστοιχο ναό και όχι το Κασουϊσάι. Όχι επειδή η καλογερική είναι βαριά αλλά επειδή είναι βαριά στα λάθος πράγματα –τουλάχιστον σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται το Ζεν η ομάδα με την οποία σχετίζομαι.
Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το πρόγραμμα του Κασουϊσάι δεν περιλαμβάνει πολύ Ζαζέν –αντίθετα περιλαμβάνει άφθονους ψαλμούς και λειτουργίες (για την ακρίβεια τρεις λειτουργίες μιάμισης ώρας κάθε μια). Και είναι απολύτως λογικό: οι άνθρωποι που εκπαιδεύονται εκεί πρόκειται, όπως είπα παραπάνω, κάποια στιγμή να τελειώσουν τη μαθητεία τους, να βγουν στην κοινωνία και να αναλάβουν ναούς στους οποίους θα πρέπει να επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα∙ καθώς μιλάμε για βουδισμό (και δη για Ζεν) τα καθήκοντά τους αυτά θα είναι κάτα 95% κηδείες και μνημόσυνα οπότε η άριστη γνώση των ψαλμών που χρησιμοποιούνται για την κάθε περίπτωση είναι αναγκαία. Προφανώς, πολύ πιο αναγκαία από το να συνηθίσουν να κάθονται και να κοιτάνε τον τοίχο.
Βεβαίως υπήρχε Ζαζέν. Το ζέντο τους ήταν πολύ πιο μεγάλο από το ζέντο του Τοκέι-ιν (αν υπολόγισα καλά πρέπει να χώραγε τουλάχιστον καμιά πενηνταριά άτομα, ίσως και περισσότερα) και κάθε φορά που υπήρχε περίοδος καθίσματος υπήρχε και άτομο επιφορτισμένο με το καθήκον να χρησιμοποιεί το ραβδί κιοσάκου (警策) στην περίπτωση που κάποιος το ζητούσε ή στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος μοναχός έκρινε ότι κάποιος είχε χάσει εντελώς τη στάση του ή είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Όμως οι επίσημες περίοδοί τους για Ζαζέν ήταν μόνο τρεις φορές την ημέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) και σχεδόν ποτέ δεν είδα μέσα στο ζέντο όλους τους μοναχούς –δόκιμους ή εκπαιδευτές∙ αντίθετα, στις λειτουργίες ήταν όλοι, εκτός από κάποιους που είχαν καθήκοντα στην κουζίνα (η κουζίνα είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο ενός ναού Ζεν και ο μάγειρας το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο σε ιεραρχία μετά τον ηγούμενο).
Το θέμα είναι ότι για τη γραμμή του Γκούντο Νισιτζίμα (και του Μπραντ Ουόρνερ και των άλλων μαθητών που έχω γνωρίσει στην Ιαπωνία), η ουσία του Ζεν είναι η άσκηση –σίγουρα παίζει ρόλο ότι τόσο ο ίδιος ο Νισιτζίμα όσο και οι μαθητές του, τόσο αυτοί που είναι δάσκαλοι του Ζεν όσο και αυτοί που απλώς συμμετέχουν στις συναντήσεις και στα σέσιν είναι στην καλύτερη περίπτωση «λαϊκοί μοναχοί» δηλαδή δεν έχουν δικό τους ναό και βγάζουν το ψωμί τους με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή δουλεύοντας. Και λέω «στην καλύτερη περίπτωση» καθώς πολλοί από αυτούς δεν έχουν κάνει καν τη βασική χειροτόνηση (τζουκάι/受戒) που απαιτείται για να χαρακτηριστεί κανείς «μοναχός» στο βουδισμό Ζεν∙ έρχονται στις συναντήσεις και στα σέσιν, κάνουν την άσκηση και αυτό είναι όλο. Και, αν θέλουμε να μείνουμε στην ουσία, πράγματι αυτό είναι όλο!
Προφανώς η ανάγκη της κοινωνίας (και δη των μικρών κοινοτήτων) για την ύπαρξη ναών που θα καλύπτουν ορισμένες βασικές λειτουργίες είναι δεδομένη και, άρα, αδιαπραγμάτευτη∙ και βεβαίως για να μπορεί ένας ναός να είναι λειτουργικός για την κοινωνία θα πρέπει να είναι επανδρωμένος από ανθρώπους που ξέρουν να φέρουν εις πέρας τις διαδικασίες που τον κάνουν λειτουργικό, δηλαδή τις τελετές. Και παρότι ιδωμένες με το μάτι του ενδιαφερόμενου παρατηρητή, οι τελετές είχαν όντως ενδιαφέρον, ομολογώ ότι υπήρξαν αρκετές στιγμές που βαρέθηκα αρκετά κυρίως επειδή –και αυτό μπορεί να ακουστεί όσο αλαζονικό θέλετε- προσωπικά δεν τις χρειάζομαι.
Όποιος ενδιαφέρεται να ψάξει τις αιτιολογήσεις πίσω από την ύπαρξη τελετουργικών στις θρησκείες (και όχι μόνο σ’ αυτές) θα δει ότι η επικρατέστερη είναι η ενίσχυση του αισθήματος ότι αυτός που συμμετέχει στο τελετουργικό ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα και συμμερίζεται κάποιες συγκεκριμένες πεποιθήσεις –στο μέτρο που κάποιος συμμερίζεται τις πεποιθήσεις έτσι κι αλλιώς, το τελετουργικό είναι όχι μόνο άχρηστο αλλά, δυνητικά, εμπόδιο (το αστείο είναι ότι στον πολύ κλασσικό βουδισμό, υπάρχει ειδική μνεία στο πώς οι τελετές μπορούν να εμποδίσουν την πραγματική κατανόηση της διδασκαλίας του Βούδα –ο όρος στα σανσκριτικά είναι σιλαμπάτα-παραμάσο/sīlabbata-parāmāso και η υπέρβασή του θεωρείται από τα πρώτα βήματα για να θεωρηθεί κανείς μέρος του βουδιστικού «ρεύματος»).
Παρενθετικά εδώ, αξίζει να αναφέρω ότι για ιστορικούς λόγους και με τη γνωστή άνεση που χαρακτηρίζει τους ιάπωνες σε θρησκευτικά θέματα, το Κασουϊσάι φιλοξενεί στους χώρους του τον ναό ενός τοπικού αρχαίου σαμάνου ο οποίος είναι κάτι σαν ο «θεός της φωτιάς» της περιοχής (ουδεμία σχέση με βουδισμό αλλά όπως είπαμε, εδώ είναι Ιαπωνία και τέτοια πράγματα είναι λεπτομέρειες!) Προκειμένου λοιπόν να τιμήσουν τον υψηλό τους καλεσμένο, οι μοναχοί του Κασουϊσάι κάνουν ένα μέρος των λειτουργιών τους στο δικό του ναό ακολουθώντας ένα τελετουργικό αρκετά διαφορετικό από αυτό που συνηθίζεται στους ναούς Ζεν: αν και το κείμενο που χρησιμοποιούν είναι η «Σούτρα της Καρδιάς» (Πράτζνια-παραμιτά-χριντάγια/Prajñāpāramitā Hṛdaya ή επί το ιαπωνικότερο Χάνια Σίνγκυο/般若心経), το μεγάλο σουξέ του Ζεν την ψέλνουν με μπόλικη μουσική και με διάφορα οπτικά εφέ άκρως εντυπωσιακά!
Όμως εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: όσο ωραίο και αν ήταν το σόου, δεν έπαυε να είναι ένα σόου το οποίο στην πραγματικότητα δεν προσφέρει τίποτα στην ουσία του βουδισμού, τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι ότι τον αντιλαμβανόταν ο Βούδας και όπως πέρασε από αυτόν στον Ναγκαρτζούνα, στον Μποντιντάρμα, στον Χούι-νενγκ και στον Ντόγκεν και από εκεί στον Κόντο Σαουάκι και στον Γκούντο Νισιτζίμα. Αν αποφασίσει κανείς να τραβήξει μια γραμμή όπως αυτή στα φύλλα ισολογισμών και από κάτω να γράψει τι είναι αυτό που κάνει το βουδισμό Ζεν διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ή από οποιαδήποτε άλλη σχολή σκέψης, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η άσκηση που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και στην υπεύθυνη πράξη. Αυτό που είδαμε στο Κασουϊσάι και στο οποίο, ως κάποιο βαθμό συμμετείχαμε, ήταν τελετουργικός βουδισμός και, δυστυχώς, μεταξύ τελετουργικού βουδισμού και τελετουργικού π.χ. χριστιανισμού, ο κοινός παρονομαστής είναι η τελετή και, προσωπικά, αν έχω να επιλέξω μεταξύ ενός περιβάλλοντος στο οποίο υπογραμμίζεται η τελετή και ενός στο οποίο υπογραμμίζεται η άσκηση, η απάντηση μου βγαίνει σχεδόν αντανακλαστικά!
Αυτό λοιπόν που κερδίσαμε τις τρεις αυτές ημέρες ήταν μια εκ των έσω ματιά στο πώς λειτουργεί ένα κέντρο εκπαίδευσης Ζεν∙ πώς ζουν οι άνθρωποι που σε μερικά χρόνια θα βγουν έξω, θα διαχειρίζονται τους δικούς τους ναούς και θα διδάσκουν Ζεν σε άλλους ανθρώπους, πώς ασκούνται (στη θεωρία και την πράξη του βουδισμού) και πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα καθώς είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο με ορισμένους από αυτούς όταν οι ελεύθεροι χρόνοι μας συνέπιπταν. Και παρότι η εμπειρία ήταν όντως ενδιαφέρουσα, προσωπικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αν η απόφαση για το που θα γίνει το επόμενο σέσιν εξαρτιόταν αποκλειστικά από εμένα, θα διάλεγα για μια ακόμα φορά το Τοκέι-ιν ή κάποιον αντίστοιχο ναό και όχι το Κασουϊσάι. Όχι επειδή η καλογερική είναι βαριά αλλά επειδή είναι βαριά στα λάθος πράγματα –τουλάχιστον σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται το Ζεν η ομάδα με την οποία σχετίζομαι.
Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το πρόγραμμα του Κασουϊσάι δεν περιλαμβάνει πολύ Ζαζέν –αντίθετα περιλαμβάνει άφθονους ψαλμούς και λειτουργίες (για την ακρίβεια τρεις λειτουργίες μιάμισης ώρας κάθε μια). Και είναι απολύτως λογικό: οι άνθρωποι που εκπαιδεύονται εκεί πρόκειται, όπως είπα παραπάνω, κάποια στιγμή να τελειώσουν τη μαθητεία τους, να βγουν στην κοινωνία και να αναλάβουν ναούς στους οποίους θα πρέπει να επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα∙ καθώς μιλάμε για βουδισμό (και δη για Ζεν) τα καθήκοντά τους αυτά θα είναι κάτα 95% κηδείες και μνημόσυνα οπότε η άριστη γνώση των ψαλμών που χρησιμοποιούνται για την κάθε περίπτωση είναι αναγκαία. Προφανώς, πολύ πιο αναγκαία από το να συνηθίσουν να κάθονται και να κοιτάνε τον τοίχο.
Βεβαίως υπήρχε Ζαζέν. Το ζέντο τους ήταν πολύ πιο μεγάλο από το ζέντο του Τοκέι-ιν (αν υπολόγισα καλά πρέπει να χώραγε τουλάχιστον καμιά πενηνταριά άτομα, ίσως και περισσότερα) και κάθε φορά που υπήρχε περίοδος καθίσματος υπήρχε και άτομο επιφορτισμένο με το καθήκον να χρησιμοποιεί το ραβδί κιοσάκου (警策) στην περίπτωση που κάποιος το ζητούσε ή στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος μοναχός έκρινε ότι κάποιος είχε χάσει εντελώς τη στάση του ή είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Όμως οι επίσημες περίοδοί τους για Ζαζέν ήταν μόνο τρεις φορές την ημέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) και σχεδόν ποτέ δεν είδα μέσα στο ζέντο όλους τους μοναχούς –δόκιμους ή εκπαιδευτές∙ αντίθετα, στις λειτουργίες ήταν όλοι, εκτός από κάποιους που είχαν καθήκοντα στην κουζίνα (η κουζίνα είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο ενός ναού Ζεν και ο μάγειρας το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο σε ιεραρχία μετά τον ηγούμενο).
Το θέμα είναι ότι για τη γραμμή του Γκούντο Νισιτζίμα (και του Μπραντ Ουόρνερ και των άλλων μαθητών που έχω γνωρίσει στην Ιαπωνία), η ουσία του Ζεν είναι η άσκηση –σίγουρα παίζει ρόλο ότι τόσο ο ίδιος ο Νισιτζίμα όσο και οι μαθητές του, τόσο αυτοί που είναι δάσκαλοι του Ζεν όσο και αυτοί που απλώς συμμετέχουν στις συναντήσεις και στα σέσιν είναι στην καλύτερη περίπτωση «λαϊκοί μοναχοί» δηλαδή δεν έχουν δικό τους ναό και βγάζουν το ψωμί τους με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή δουλεύοντας. Και λέω «στην καλύτερη περίπτωση» καθώς πολλοί από αυτούς δεν έχουν κάνει καν τη βασική χειροτόνηση (τζουκάι/受戒) που απαιτείται για να χαρακτηριστεί κανείς «μοναχός» στο βουδισμό Ζεν∙ έρχονται στις συναντήσεις και στα σέσιν, κάνουν την άσκηση και αυτό είναι όλο. Και, αν θέλουμε να μείνουμε στην ουσία, πράγματι αυτό είναι όλο!
Προφανώς η ανάγκη της κοινωνίας (και δη των μικρών κοινοτήτων) για την ύπαρξη ναών που θα καλύπτουν ορισμένες βασικές λειτουργίες είναι δεδομένη και, άρα, αδιαπραγμάτευτη∙ και βεβαίως για να μπορεί ένας ναός να είναι λειτουργικός για την κοινωνία θα πρέπει να είναι επανδρωμένος από ανθρώπους που ξέρουν να φέρουν εις πέρας τις διαδικασίες που τον κάνουν λειτουργικό, δηλαδή τις τελετές. Και παρότι ιδωμένες με το μάτι του ενδιαφερόμενου παρατηρητή, οι τελετές είχαν όντως ενδιαφέρον, ομολογώ ότι υπήρξαν αρκετές στιγμές που βαρέθηκα αρκετά κυρίως επειδή –και αυτό μπορεί να ακουστεί όσο αλαζονικό θέλετε- προσωπικά δεν τις χρειάζομαι.
Όποιος ενδιαφέρεται να ψάξει τις αιτιολογήσεις πίσω από την ύπαρξη τελετουργικών στις θρησκείες (και όχι μόνο σ’ αυτές) θα δει ότι η επικρατέστερη είναι η ενίσχυση του αισθήματος ότι αυτός που συμμετέχει στο τελετουργικό ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα και συμμερίζεται κάποιες συγκεκριμένες πεποιθήσεις –στο μέτρο που κάποιος συμμερίζεται τις πεποιθήσεις έτσι κι αλλιώς, το τελετουργικό είναι όχι μόνο άχρηστο αλλά, δυνητικά, εμπόδιο (το αστείο είναι ότι στον πολύ κλασσικό βουδισμό, υπάρχει ειδική μνεία στο πώς οι τελετές μπορούν να εμποδίσουν την πραγματική κατανόηση της διδασκαλίας του Βούδα –ο όρος στα σανσκριτικά είναι σιλαμπάτα-παραμάσο/sīlabbata-parāmāso και η υπέρβασή του θεωρείται από τα πρώτα βήματα για να θεωρηθεί κανείς μέρος του βουδιστικού «ρεύματος»).
Παρενθετικά εδώ, αξίζει να αναφέρω ότι για ιστορικούς λόγους και με τη γνωστή άνεση που χαρακτηρίζει τους ιάπωνες σε θρησκευτικά θέματα, το Κασουϊσάι φιλοξενεί στους χώρους του τον ναό ενός τοπικού αρχαίου σαμάνου ο οποίος είναι κάτι σαν ο «θεός της φωτιάς» της περιοχής (ουδεμία σχέση με βουδισμό αλλά όπως είπαμε, εδώ είναι Ιαπωνία και τέτοια πράγματα είναι λεπτομέρειες!) Προκειμένου λοιπόν να τιμήσουν τον υψηλό τους καλεσμένο, οι μοναχοί του Κασουϊσάι κάνουν ένα μέρος των λειτουργιών τους στο δικό του ναό ακολουθώντας ένα τελετουργικό αρκετά διαφορετικό από αυτό που συνηθίζεται στους ναούς Ζεν: αν και το κείμενο που χρησιμοποιούν είναι η «Σούτρα της Καρδιάς» (Πράτζνια-παραμιτά-χριντάγια/Prajñāpāramitā Hṛdaya ή επί το ιαπωνικότερο Χάνια Σίνγκυο/般若心経), το μεγάλο σουξέ του Ζεν την ψέλνουν με μπόλικη μουσική και με διάφορα οπτικά εφέ άκρως εντυπωσιακά!
Όμως εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: όσο ωραίο και αν ήταν το σόου, δεν έπαυε να είναι ένα σόου το οποίο στην πραγματικότητα δεν προσφέρει τίποτα στην ουσία του βουδισμού, τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι ότι τον αντιλαμβανόταν ο Βούδας και όπως πέρασε από αυτόν στον Ναγκαρτζούνα, στον Μποντιντάρμα, στον Χούι-νενγκ και στον Ντόγκεν και από εκεί στον Κόντο Σαουάκι και στον Γκούντο Νισιτζίμα. Αν αποφασίσει κανείς να τραβήξει μια γραμμή όπως αυτή στα φύλλα ισολογισμών και από κάτω να γράψει τι είναι αυτό που κάνει το βουδισμό Ζεν διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ή από οποιαδήποτε άλλη σχολή σκέψης, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η άσκηση που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και στην υπεύθυνη πράξη. Αυτό που είδαμε στο Κασουϊσάι και στο οποίο, ως κάποιο βαθμό συμμετείχαμε, ήταν τελετουργικός βουδισμός και, δυστυχώς, μεταξύ τελετουργικού βουδισμού και τελετουργικού π.χ. χριστιανισμού, ο κοινός παρονομαστής είναι η τελετή και, προσωπικά, αν έχω να επιλέξω μεταξύ ενός περιβάλλοντος στο οποίο υπογραμμίζεται η τελετή και ενός στο οποίο υπογραμμίζεται η άσκηση, η απάντηση μου βγαίνει σχεδόν αντανακλαστικά!
No comments:
Post a Comment