Τίποτα δε μας κάνει να θέλουμε να βγάλουμε από τον λήθαργό τους, τους σχεδόν ατροφικούς από την απραξία θρησκευτικούς/πνευματικούς μας μύες όσο ο θάνατος ενός κοντινού μας προσώπου. Ειδικά αν το πρόσωπο αυτό δεν ήταν ένας 98χρονος προπάππους που ζούσε σε κάποιο χωριό στην ορεινή Αρκαδία, που τα τελευταία πέντε χρόνια μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία εκπλήσσοντας τους γιατρούς που τη σκαπουλάρισε άλλη μια φορά και που ούτως ή άλλως περνούσε την ημέρα του βάζοντας απέναντί του μελιτζάνες και καρότα και λέγοντάς τους ιστορίες για μάχες με τους ναζί στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο της Κορέας, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ζόρικα και απαιτούν απαντήσεις. Τις οποίες, για κάποιον λόγο δεν προσπαθούμε να βρούμε στην πραγματικότητα αλλά τις αναζητάμε στα (υποτιθέμενα) λεγόμενα ανθρώπων που έζησαν (αν έζησαν) πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια –φαντάζομαι το σκεπτικό μας είναι ότι για να επέζησαν ως τώρα, θα κρύβουν ίσως το μυστικό της αθανασίας που, όπως μας έδειξε το δικό μας θλιβερό γεγονός, ίσως τελικά και να μην είναι τόσο σίγουρη.
Βεβαίως κάνουμε λάθος: η αθανασία είναι σίγουρη! Απλώς, όπως συμβαίνει και με αρκετά άλλα πράγματα (που παραδόξως είναι όλα αυτά που εντάσσουμε στην κατηγορία “μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας”), ο τρόπος που την προσδιορίζουμε είναι λάθος. Και παρότι το λάθος είναι απολύτως φυσιολογικό καθώς οφείλεται στην εγωκεντρική μυωπία με την οποία αντιμετωπίζουμε τον κόσμο, θα περίμενε κανείς να το έχουμε ξεπεράσει –αν μη τι άλλο, κάποιοι άνθρωποι μας το επισημαίνουν εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια (ναι, πρόκειται για τους ίδιους τους οποίους θυμόμαστε κάθε φορά που το μπαλόνι σκάει πολύ κοντά μας). Παρεμπιπτόντως, και μόνο το ίδιο το γεγονός ότι οι απαντήσεις αυτές έχουν αντέξει στον χρόνο (ενώ ελάχιστα πράγματα από την εποχή εκείνων των ανθρώπων έχει καταφέρει το ίδιο) θα έπρεπε να είναι αρκετό για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι αυτό που ζητάμε είναι μπροστά στα μάτια μας και ότι αν δεν το βλέπουμε πιθανότατα φταίει ο τρόπος μας.
Τι εννοώ ότι ο τρόπος μας είναι λάθος; Ότι αυτό που συνήθως εννοούμε όταν λέμε “αθανασία” βρίσκεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης από αυτό που σταματάει να συμβαίνει όταν οι σωματικές λειτουργίες ενός ανθρώπου παύουν και όταν ο γιατρός σημειώσει στο χαρτί του “ώρα θανάτου 09: 34”. Αυτό που συμβαίνει τότε είναι ένα φυσικό γεγονός: ο τερματισμός της ζωής ενός ανθρώπου. Όμως αυτό που εννοεί καθένας από εμάς λέγοντας “ζωή του ανθρώπου αυτού” είναι κάτι διαφορετικό, πράγμα που σημαίνει ότι εξίσου διαφορετικά πράγματα είναι και το τέλος της ζωής αυτής και η συνέχισή της. Ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο η έννοια “ζωή” και η πραγματική ζωή, αυτή που μετριέται με τα ιατρικά όργανα, ταυτίζονται και άρα όντως τελειώνουν μαζί τη στιγμή της τελευταίας του εκπνοής είναι ο εκλιπών όμως αυτός τίθεται εξ ορισμού εκτός συζήτησης αφού πλέον δε βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ύπαρξης μ’ εμάς.
Τα παραπάνω ακούγονται αφηρημένα οπότε να τα φέρουμε λίγο στα μέτρα μας (χα!) Το κείμενο αυτό γράφεται με αφορμή τον θάνατο ενός πολύ αγαπημένου μου προσώπου –από εκείνα που αυτοί που αρέσκονται σε τέτοιους προσδιορισμούς (ή όλοι μας, κάποια εποχή στο δημοτικό) θα αποκαλούσαν “καλύτερου φίλου”. (Ναι, βρίσκω τον προσδιορισμό ανόητο: πιστεύω ότι κάποιος ή είναι φίλος ή δεν είναι και από τη στιγμή που είναι, η ιεράρχηση σε ανθυποφίλους, υποφίλους, φίλους, επιφύλους, αντιφύλους και αρχιφύλους είναι απολύτως άνευ ουσίας.) Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν σχεδόν ακριβώς συνομήλικός μου και είχαμε μια ιδιαίτερα στενή σχέση από το 1983 ως σήμερα με πολύ λίγα και πολύ βραχύχρονα διαλείμματα –επιπλέον, δραστηριοποιούμενοι από κάποιο σημείο και μετά και στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, αποφύγαμε αυτό που παθαίνουν πολλοί άνθρωποι με τους φίλους από τα εφηβικά τους χρόνια, δηλαδή την απόσταση που προκαλεί η εμπλοκή με διαφορετικά αντικείμενα. Με άλλα λόγια, συνεχίσαμε σχεδόν επί τρεισήμισι δεκαετίες να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και μάλιστα που ανανεώνονταν αν όχι καθημερινά, τουλάχιστον ανά μερικούς μήνες.
Γνωρίζοντας τη σχέση μας, τις δύο-τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, αρκετοί κοινοί φίλοι με ρώτησαν πώς είμαι. Και σε όλους απάντησα “Προφανώς άσχημα όμως καλύτερα από ό,τι θα πίστευα”. Ένας από αυτούς μου επεσήμανε ότι ενδεχομένως είμαι στο πρώτο στάδιο από τα πέντε της κατά Κίμπλερ-Ρος αντιμετώπισης της θλίψης (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή) όμως όπως του απάντησα, αν και δε διαφωνώ με το μοντέλο (και πώς θα μπορούσα άλλωστε; Δεν είμαι ψυχίατρος!) ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν αυτό: δεν αρνούμαι το γεγονός ότι ο φίλος μου πέθανε, δε θυμώνω (αν και ομολογουμένως υπάρχει ένα ανάμεικτο συναίσθημα ενοχλημένης στενοχώριας γιατί πιστεύω ότι θα μπορούσε να έχει προσέξει περισσότερο τον εαυτό του –αυτό όμως είναι κάτι που το είχα συζητήσει και μαζί του και το παραδεχόταν και ο ίδιος), δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης γιατί δεν πιστεύω σε κάποιον θεό που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα οπότε δεν έχω με ποιον να διαπραγματευθώ, δεν έχω κατάθλιψη (ή τουλάχιστον έτσι νομίζω: αν η στενοχώρια που αισθάνομαι είναι κατάθλιψη τότε μάλλον την περνάω στο πόδι!) και όπως είπα και στο πρώτο στάδιο έχω αποδεχτεί ότι ο φίλος μου πέθανε.
Μια απάντηση στο γιατί έχω την εντύπωση ότι το πράγμα μου περνάει ελαφρά ίσως βρίσκεται στην απόσταση: τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι έτσι κι αλλιώς πολύ μακριά από τον τόπο στον οποίο πέρασα τα περισσότερά μου χρόνια (και, άρα, και τα περισσότερα χρόνια μαζί με τον φίλο μου). Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η σχέση μας είχε περάσει στο ηλεκτρονικό επίπεδο ενώ το ζωντανό της μέρος είχε περιοριστεί σε 1-2 συναντήσεις τον χρόνο και δη συνωστισμένες σε ένα διάστημα μερικών εβδομάδων· δεδομένου ότι το Ίντερνετ ήταν ο κοινός τόπος δουλειάς μας και δεδομένου ότι ασχοληθήκαμε μαζί του αρκετά νωρίς, η ηλεκτρονική μας επαφή δεν μας έδινε την αίσθηση ότι είναι λιγότερο πραγματική (πρόκειται για μια περίεργη συναισθησία που είμαι σίγουρος ότι θα φανεί γνωστή σε όλους όσους χρησιμοποιούν πολύ το Δίκτυο) όμως ήταν. Και το λέω με απόλυτη σιγουριά: έχοντας περάσει με τον συγκεκριμένο άνθρωπο (και με άλλους σε άλλες φάσεις της ζωής μου) μεγάλα διαστήματα καθημερινής πολύωρης συνύπαρξης, η ένταση εκεί είναι πολύ, πολύ διαφορετική.
Είναι όμως κάτι παραπάνω από την απόσταση –πιο σωστά, η απόσταση είναι η δεύτερη πιο ευδιάκριτη διάσταση του ζητήματος επειδή στη δική μας περίπτωση ήταν και αντικειμενικά μεγάλη (περίπου 10.000 χλμ). Και είναι ειρωνικό ότι η πρώτη πιο ευδιάκριτη διάσταση είναι κρυμμένη σε κοινή θέα στην ίδια τη διατύπωση που χρησιμοποίησα ήδη τρεις φορές: ο φίλος μου. Ο λόγος που δεν έχω συντριβεί (πέρα από δυο τρεις συναισθηματικές κρίσεις –όμως θα επανέλθω και σ’ αυτές) είναι επειδή στη δική μου πραγματικότητα, ο φίλος μου δεν έχει πεθάνει. Και ο λόγος που δεν έχει πεθάνει είναι επειδή δεν είναι δυνατόν να πεθάνει όσο ζω εγώ. Όταν εγώ πεθάνω, θα πεθάνει κι εκείνος μαζί μου όμως όσο ζω θα συνεχίσει να ζει επειδή, και εδώ είναι το σημείο που συνήθως μας διαφεύγει και στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, ο φίλος μου γεννήθηκε τη στιγμή που γνωριστήκαμε, εκείνον τον Σεπτέμβρη του 1983 στο “Π” της Φωκίωνος Νέγρη και όχι 16 χρόνια πριν τη συνάντηση αυτή· αντίστοιχα, αυτός που πέθανε πριν από μερικές μέρες, ήταν κάποιος άλλος και ο μόνος ο οποίος μπορεί να μιλήσει γι αυτόν δεν είναι πλέον εδώ.
Φοβάμαι ότι τα παραπάνω μπορεί να ακουστούν επικίνδυνα γλυκερά, σαν εκείνα τα τσιτάτα που την ίδια εποχή στην οποία αναφέρθηκα μόλις, κυκλοφορούσαν σε χαλκογραφίες στα “εναλλακτικά” δωράδικα των Εξαρχείων και που σήμερα τα βλέπει κανείς με γραμματοσειρές με ουρές πάνω σε JPG ουρανών, τοπίων, ανοιχτών θαλασσών κ.λπ. –“αν αγαπάς κάποιον ασ’ τον ελεύθερο: αν επιστρέψει είναι δικός σου για πάντα –αν όχι δεν ήταν ποτέ” και τέτοια. Οπότε θα ήθελα να εξηγηθώ: δεν εννοώ ότι όσο εγώ ζω, ο φίλος μου θα ζει –μεταφορικά- στις αναμνήσεις μου. Εννοώ ότι κυριολεκτικά τη στιγμή που συναντηθήκαμε, εμφανίστηκε στον νου και των δυο μας η εικόνα μας για τον άλλον και ότι η εικόνα αυτή συνέχισε να τροφοδοτείται τα επόμενα 34 και κάτι χρόνια. Συνεπώς, προ ημερών δεν πέθανε ο φίλος μου: πέθανε ένας άνθρωπος μέρος του οποίου ήταν ο φίλος μου και μαζί του πέθαναν και οι δικοί του φίλοι (μεταξύ των οποίων και το μέρος μου πάνω στο οποίο είχε στηριχτεί η δική του εικόνα για τον φίλο του).
Να το λιανίσω λίγο παραπάνω: ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε επαν-εφεύρει τον εαυτό του τουλάχιστον τρεις φορές στα χρόνια που τον ήξερα. Και λέγοντας “επαν-εφεύρει” δεν εννοώ ότι είχε αλλάξει χτένισμα, ντύσιμο, αυτοκίνητο ή δουλειά. Εννοώ αλλαγές τόσο μεγάλες που κανείς από το εκάστοτε περιβάλλον του δε θα πίστευε ακόμα και αν τις άκουγε –είναι δε προς μεγάλη του τιμή ότι κάθε φορά που έκανε μια αλλαγή την υπερασπιζόταν με τόση επιμονή και προσοχή στη λεπτομέρεια που ήταν απολύτως τέλεια. Εν ολίγοις δεν επρόκειτο για απάτη –σε βάρος τρίτων ή του εαυτού του- αλλά για έντιμη, ειλικρινή και ολοκληρωμένη αλλαγή. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν μιλήσει κανείς με τους εκατοντάδες ανθρώπους που (όπως έμαθα καθώς δεν κατάφερα να πάω) βρίσκονταν στην κηδεία του, και ρωτήσει καθέναν “ποιος πέθανε;” και πάρει τις απαντήσεις και τις αντιπαραβάλλει, θα υπάρξει κάτι κοινό; Και δεν αναφέρομαι εδώ σε μερικές βασικές ποιότητες χαρακτήρα τις οποίες έτσι κι αλλιώς μπορεί να βρει κανείς σε πολλούς ανθρώπους. Αναφέρομαι σ’ αυτά που έκαναν τον συγκεκριμένο άνθρωπο να είναι αυτό που εγώ και πολλοί από αυτούς τους εκατοντάδες ανθρώπους να λένε “ο φίλος μου”.
Προφανώς τα στοιχεία αυτά είναι διαφορετικά για τον καθένα –και αυτό δε συμβαίνει μόνο σε ανθρώπους που έκαναν μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Ακόμα και ο πιο ήσυχος και ανώνυμος άνθρωπος με την πιο πεζή και άνευ απροόπτων ζωή είναι δύο πράγματα: αυτό που είναι και μια σειρά από αντανακλάσεις στα μάτια των ανθρώπων που τον γνωρίζουν. Και ναι, βεβαίως μερικές φορές η εικόνα που έχουμε για έναν άνθρωπο είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Όμως δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο που όσα πράγματα και αν διαβάσει, δει, ακούσει και συζητήσει κανείς για το σεξ δεν υποκαθιστούν την ίδια την πράξη και το σύνολο των βιωμάτων που την αποτελούν. Όταν λοιπόν λέω “ο φίλος μου δεν πέθανε”, το εννοώ κυριολεκτικά: αυτό που εννοούσα και εννοώ κάθε φορά που αναφέρομαι στον συγκεκριμένο άνθρωπο είναι αυτό που είχα κατασκευάσει εγώ χρησιμοποιώντας σαν πρώτη ύλη στοιχεία που έπαιρνα από αυτόν· ακόμα και τα ίδια τα στοιχεία αυτά δεν ήταν κομμάτια του αλλά η δική μου απεικόνιση των κομματιών του. Από τη στιγμή που εγώ ζω και από τη στιγμή που ο εγκέφαλός μου λειτουργεί, είναι απολύτως αδύνατον αυτό να εξαφανιστεί όσο αδύνατον είναι να εξαφανιστεί οτιδήποτε άλλο έχω κατασκευάσει.
Όπως έγραψα παραπάνω, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι δε στενοχωριέμαι για τον θάνατο του ανθρώπου αυτού. Όμως ξέρω ότι στενοχωριέμαι για πράγματα που αφορούν εμένα, όχι εκείνον –και εδώ μπαίνει και το θέμα του 98χρονου παππού με τον οποίο ξεκίνησα το κείμενο αυτό. Γιατί άραγε θεωρούμε ότι η ζωή ενός 98χρονου που είδε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα και όλες τις αλλαγές που πέρασε ο κόσμος τους τελευταίους δύο αιώνες αξίζει λιγότερο από αυτή ενός 50άρη ή ενός 25άρη; Προφανώς όχι για τους ίδιους τους τελευταίους καθώς αυτοί δεν είναι εδώ για να δουν τι έχασαν πεθαίνοντας. Εμείς είμαστε εδώ, εμείς κάνουμε τις αξιολογήσεις και εμείς λυπόμαστε για αυτό που έγινε. Όταν κλαίω για τον θάνατο του φίλου μου, κλαίω γιατί από το δικό μου περιβάλλον απουσιάζει πια ο άνθρωπος από τον οποίο τροφοδοτούσα την εικόνα την οποία είχα χτίσει και αποκαλούσα “ο φίλος μου”. Και βεβαίως ο άνθρωπος που ήταν αποδέκτης μιας σειράς από συναισθήματα τα τελευταία 34 και κάτι χρόνια, όμως αυτά τα συναισθήματα τα είχα μοιραστεί μαζί του συνεπώς τι είναι αυτό που απουσιάζει πια; Η δυνατότητα να μοιραστώ κι άλλα; Άρα και πάλι καταλήγουμε σ’ αυτό που θέλω εγώ και που πλέον δεν μπορώ να ικανοποιήσω.
Το πράγμα δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο μετά από ένα περιστατικό που έγινε μερικές μέρες μετά τον θάνατό του –συγκεκριμένα την επόμενη μέρα της κηδείας του. Για κάποιον λόγο, μου ήρθε στον νου ένας στίχος από το “Πρώτη του 2000” του Σαββόπουλου και το έψαξα στο YouTube για να το ακούσω. Ακούγοντάς το, άρχισα να κλαίω και μάλιστα γοερά για τον φίλο μου, γεγονός που θα δικαιολογούταν περισσότερο αν (α) είχαμε κάποια κοινή εμπειρία με το συγκεκριμένο τραγούδι (που δεν είχαμε), (β) είχαμε κάποια κοινή εμπειρία με τον Σαββόπουλο γενικότερα (που δεν είχαμε) και (γ) το τραγούδι ήταν κάποιο από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου (που δεν είναι). Συνεπώς, ένα ερέθισμα, πυροδότησε μια συναισθηματική έξαρση σε ένα εντελώς άσχετο πεδίο. Υπάρχει άραγε λόγος; Ή απλώς μερικές φορές πρέπει να συμφιλιωνόμαστε με το γεγονός ότι ορισμένα πράγματα συμβαίνουν μέσα στον εγκέφαλό μας έτσι γενικώς, επειδή ο εγκέφαλός μας λειτουργεί και όπως παράγει έτσι και υπέρ-παράγει; Έχοντας περάσει αρκετές εκατοντάδες ώρες της ζωής μου κοιτάζοντας τον τοίχο, είμαι σίγουρος ότι το τελευταίο συμβαίνει σίγουρα όμως στην περίπτωση αυτή έκατσα και το έψαξα λίγο παραπάνω –όπως είπα, οι θάνατοι μας κάνουν να γινόμαστε πιο απαιτητικοί με τα εσωτερικά μας.
Και τελικά βρήκα την απάντηση: στο τραγούδι ο Σαββόπουλος αναφέρεται στη γενιά του, μια γενιά που αρκετοί από τους συνομηλίκους μου θεωρήσαμε (και θεωρούμε, ίσως;) πολύ κοντινή μας. Αναφερόμενο στις καλές και τις κακές στιγμές που έζησε η γενιά αυτή και στην επαν-εκτίμησή τους από έναν 50άρη ενόψει της πρωτοχρονιάς της τρίτης χιλιετίας, το τραγούδι με έκανε να σκεφτώ την αντίστοιχη δική μου γενιά και να επαν-εκτιμήσω (σε μια ηλικία όχι πολύ μικρότερη από αυτή του Σαββόπουλου όταν το έγραψε) τις δικές μου καλές και κακές στιγμές καθώς και τα όποια όνειρα, προβλέψεις, ανησυχίες και προσδοκίες είχα και είχαμε από το ορόσημο του 2000. Και αυτά ήταν πράγματα που εν πολλοίς τα έκανα με τον φίλο μου· καθώς ο... ξενιστής του δε βρίσκεται πλέον εδώ, δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί του όλα αυτά που πρόκειται να γίνουν και αυτό με λυπεί. Όμως όλο αυτό το παιχνίδι των αναμνήσεων, της σύγκρουσής τους με την πραγματικότητα, της αναμέτρησής τους με τις αναμνήσεις του Σαββόπουλου και του μέλλοντος ήταν αποκλειστικά μέσα στο δικό μου μυαλό χωρίς στην πραγματικότητα να έχει τροφοδοτηθεί από τον ίδιο τον φίλο μου.
Είναι όλα αυτά κάτι παραπάνω από μια δημόσια ψυχανάλυση; Ίσως όχι όμως στην πραγματικότητα το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για ένα μεγάλο μέρος των κειμένων που σχετίζονται με τον βουδισμό Ζεν. Είμαι σίγουρος ωστόσο ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του “φίλου μου” και του ανθρώπου πάνω στον οποίο βάσισα την κατασκευή που αποκαλώ έτσι δεν είναι κάτι που είχα σκεφτεί πριν εμπλακώ με τον βουδισμό και σίγουρα δεν είναι κάτι που είχα συνειδητοποιήσει πριν την άσκηση του Ζαζέν. Έχει καμιά σημασία; Για μένα ναι, καθώς αν μη τι άλλο, ο θάνατος ενός πολύ κοντινού μου προσώπου δε με διέλυσε όπως έχω δει να διαλύουν άλλους ανθρώπους αντίστοιχα συμβάντα. Όπως έγραψα και παραπάνω, δεν έχω ψευδαισθήσεις: ήδη έχουν υπάρξει στιγμές που η συνειδητοποίηση του θανάτου του ανθρώπου αυτού μου έρχεται σαν στιγμιαία ψυχρολουσία και είμαι βέβαιος ότι όταν θα πάω ξανά στην Ελλάδα και οι στιγμές αυτές θα πληθύνουν και η ένταση του συναισθήματος θα είναι μεγαλύτερη. Όμως ξέρω ότι αν η αντικειμενική στενοχώρια (χα!) της απώλειας δεν τοκιστεί και ανατοκιστεί με τα συναισθηματικά επιτόκια της δικής μου επινόησης θα είναι πολύ πιο εύκολα αντιμετωπίσιμη. Ήδη είναι...