Thursday, February 17, 2011

Πώς καταλαβαίνω ότι το έχω παρακάνει με το Ίντερνετ


Τον τελευταίο καιρό μου συμβαίνουν πολλά στον πραγματικό κόσμο. Πριν από κάνα-δυο βδομάδες, συνειδητοποίησα κάπως απότομα αλλά με πολλή βεβαιότητα ότι το Μπρούκλιν δεν είναι το κατάλληλό μέρος για να ζω. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι αυτό, όμως αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε φάση να τους απαριθμήσω –αυτό που έχει σημασία είναι ότι μου ήρθαν όλοι μονομιάς στο κεφάλι και έγινε σαφές ότι το πιο σωστό πράγμα που είχα να κάνω, ήταν να μετακομίσω. Στην παρούσα στιγμή ήμουν απολύτως απροετοίμαστος να μετακομίσω καθώς είμαι έτοιμος να ξεκινήσω για μια περιοδεία έξι εβδομάδων στις Μεσοδυτικές πολιτείες και τη Φλόριντα (ναι, αυτά συμβαίνουν όταν προγραμματίζεις ο ίδιος της περιοδείες σου και τυγχάνεις κάπως ηλίθιος). Μόλις είχα μεταφέρει κάποια από τα πράγματά μου στο σπίτι μου στο Μπρούκλιν, με αποτέλεσμα να έχω πλέον πιο πολλά πράγματα από όσα χωράει το PT Cruiser μου και είχα σχεδιάσει μια σειρά από πράγματα με δεδομένο ότι θα βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Όμως η κατάσταση απαιτούσε δράση και έπρεπε να κάνω αυτό που ήταν αναγκαίο. Και το έκανα.

Ο υπόλοιπος κόσμος δεν έδωσε καμία σημασία στην ανάγκη μου να ηρεμήσω κάπως και να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα κέρατα. Έτσι, και ενώ έψαχνα σα μουρλός να βρω ένα μέρος να μείνω, παράλληλα έκανα πρόβες και ένα λάιβ με τους Zero Defex, έκανα γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή μου, έπαιξα σε μια ταινία που γυρίζει ένας φίλος (του είχα υποσχεθεί ότι θα έπαιζα), άλλαξα την περιοδεία μου ώστε να μπορέσω να ταξιδέψω από το Άκρον και όχι από τη Νέα Υόρκη, φρόντισα να εξασφαλίσω ότι θα φτάσω στα διάφορα μέρη της περιοδείας εγκαίρως και ότι θα έχω κάπου να μείνω, έγραψα ένα καινούριο βιβλίο, έγραψα κάτι άρθρα που μου είχαν ζητήσει (δωρεάν φυσικά –γκρρρρρρρρ) –καταλαβαίνετε την κατάσταση, ελπίζω. Εν ολίγοις, όπως έλεγε και ένας Κινέζος συνάδελφός μου στην Tsuburaya Productions, είχα «τη δουλειά της αρκούδας».

Και, βεβαίως, έτσι για να γίνει η ζωή μου πιο ενδιαφέρουσα, καθώς ταξίδευα για την πρώτη μου εμφάνιση, στο Λόρενς του Κάνσας, πρόσεξα ότι το ψυγείο μου έχανε σα μουρλό και ότι το εξαφανιζόταν παράλληλα και το υγρό του τιμονιού. Έμεινα κάνα-δυο ώρες σε μια πόλη της Ιντιάνα που λέγεται Πλείνφιλντ μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια και όταν ήρθε, έπιασα την κουβέντα με τον οδηγό του γερανού προσπαθώντας να καταλήξω στο τι να κάνω μετά. Κατάλαβα ότι είχα μια ελπίδα να προλάβω να φτάσω στο Κέντρο Ζεν του Μισούρι στο Σεντ Λούις αρκεί να σταματούσα αρκετά συχνά και να συμπλήρωνα νερό στο ψυγείο –η λύση αυτή θα ήταν πιο οικονομική από το να περάσω το Σ/Κ σε κάποιο μοτέλ στο Πλέινφιλντ περιμένοντας να ανοίξουν τα συνεργεία το πρωί της Δευτέρας και στη συνέχεια να μείνω στο Πλέινφιλντ μέχρι ο μηχανικός να τελειώσει με τα’ αμάξι μου.

Τελικά έφτασα στο Σεντ Λούις αρκετά μετά τα μεσάνυχτα χωρίς να υπερθερμάνω τη μηχανή, αν και προς το τέλος το πρόλαβα στο τσακ. Την Κυριακή το πρωί, σηκώθηκα από τα χαράματα για να καθίσω με την ομάδα εκεί. Πολύ καλά παιδιά –έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μου κάνουν τη ζωή εύκολη και μάλιστα με πήγαν και στο τοπικό καλό δισκάδικο, το Vintage Vinyl Records και μου έφτιαξαν και ένα πολύ ωραίο κάρυ.

Με όλον αυτόν τον χαμό στον πραγματικό κόσμο, συνειδητοποίησα ότι βούλιαζα όλο και περισσότερο στον κυβερνοχώρο (*) Έτσι, πέρα από τις δεκάδες πραγματικές σχέσεις, τα προβλήματα και τις χαρές που έπρεπε να διαχειριστώ, διαχειριζόμουν παράλληλα και κάμποσα εικονικά πράγματα, κάποια σχετικά με το μπλογκ αυτό και κάποια όχι. Η διαφορά μεταξύ αυτών που μου συνέβαιναν στον πραγματικό κόσμο και των εικονικών, ήταν ότι σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, είχα μια αίσθηση ότι έλεγχα την κατάσταση. Ενώ δεν είχα πολλές επιλογές (ενίοτε και καθόλου επιλογές) ως προς το πώς να αντιμετωπίσω αυτά που συνέβαιναν στην πραγματική μου ζωή, φαινόταν να έχω κάποια επιλογή ως προς τη συμμετοχή μου σε κάποια πράγματα του εικονικού κόσμου της online επικοινωνίας. Μ’ άλλα λόγια, αισθανόμουν ότι μπορούσα να βουλιάξω στον κόσμο αυτόν (δηλαδή σ’ αυτόν εδώ!) όποτε ήθελα και να φύγω όποτε μου άρεσε –μια κατάσταση αρκετά ανακουφιστική σε σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα που δεν μπορούσα να ελέγξω τόσο εύκολα.

Έπιασα τον εαυτό μου να έλκεται από ορισμένες διαστάσεις της επικοινωνίας (ή της έλλειψης επικοινωνίας) του εικονικού κόσμου –και αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πώς είμαι κανονικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρώ κάτι τέτοιο· στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα pattern το οποίο το έχω δει πολλές φορές από τότε που άρχισα να μπλέκομαι με όλη αυτή την ιστορία με το online. Μου πήρε λίγο καιρό μέχρι να το συνειδητοποιήσω και είναι κάπως αδιόρατο (ή εγώ είμαι κάπως αργός) με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκομαι μπλεγμένος με το pattern αυτό πριν καταλάβω ότι συμβαίνει ξανά.

Όταν η μητέρα μου πέθαινε από την ασθένεια του Χάντιγκτον, ο πατέρας μου περνούσε πολύ χρόνο στον υπολογιστή του –έκανε ψιλοκουβέντες, έμπλεκε σε συζητήσεις, έπαιζε παιχνίδια και γενικώς ερχόταν σε επαφή με ένα σωρό ανθρώπους που δεν είχε δει ποτέ του από κοντά. Όποτε πήγαινα στο σπίτι τους, φρόντιζα να τον τραβήξω μακριά από τον υπολογιστή γιατί έβλεπα ότι έπεφτε κι εκείνος στο ίδιο pattern που έπεφτα κι εγώ: δραπέτευε από μια επώδυνη και ανεξέλεγκτη κατάσταση του πραγματικού κόσμου μέσα από έναν άλλο, εικονικό κόσμο που έμοιαζε πιο ελεγχόμενος.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατάλαβα για τα καλά ότι παραείχα μπει ξανά στον κυβερνοχώρο σήμερα το πρωί, την ώρα που κάναμε το πολύ πρωινό μας Ζαζέν εδώ, στο Κέντρο Ζεν του Μισούρι. Ο νους μου ξέφευγε συνέχεια –πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς τα πραγματικά προβλήματα που έχω να αντιμετωπίσω- όμως αυτά που ξέρναγε ο εγκέφαλός μου δεν είχαν καμία σχέση με τον πραγματικό κόσμο. Δεν είχαν σχέση με το αμάξι μου και την επισκευή του, με το αν θα προλάβω να πάω στην ομιλία μου αύριο, με το διαμέρισμα που προσπαθώ να νοικιάσω στο Άκρον ή με τις διάφορες επαφές που πρέπει να κάνω προκειμένου να μπορέσω να τα κάνω όλα αυτά. Αντίθετα, όλα όσα μου έρχονταν στο μυαλό, είχαν σχέση με διάφορες επαφές μου στον εικονικό κόσμο –επαφές που, εντελώς μεταξύ μας, δεν είναι καθόλου μα καθόλου αναγκαίες.

Μερικές φορές, όταν κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, μιλάει με τους φίλους του και ακούει την άποψή τους. Μερικές φορές οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Όμως ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι χρήσιμο να τους ακούς. Το θέμα είναι ότι η επικοινωνία με τους ανθρώπους εξαρτάται κατά πολύ από τις καταστάσεις μέσα στις οποίες συμβαίνει αυτή η επικοινωνία. Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή μόνο στον κυβερνοχώρο (ή κυρίως μέσα σ’ αυτόν) θέλουν να σε κρατήσουν εκεί –θέλουν από σένα να τους προσφέρεις μια φυγή από τον πραγματικό τους κόσμο, όπως κι εσύ θέλεις να σου προσφέρουν μια φυγή από τον δικό σου.

Έχω προσέξει ότι τα τελευταία χρόνια, πολύς κόσμος χρησιμοποιεί τη λέξη «μιλάω», αναφερόμενος σε online επικοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι αυτοί λένε ότι μιλούν σε κάποιον, συνήθως εννοούν ότι του έστειλαν κάποιο e-mail, κάποιο γραπτό μήνυμα, ότι μπήκαν μαζί του σε κάποιο τσατ. Όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με το να μιλάς –όταν μια συζήτηση γίνεται αποκλειστικά με λέξεις, υπάρχουν πολλά που χάνονται.

Οι άνθρωποι που γνωρίζονται μόνο από τον online κόσμο, έχουν την τάση να ενισχύουν μια σειρά από αξίες που έχουν προέλθει από τις online επικοινωνίες και από ανθρώπους που περνούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του χρόνου τους online. Μ’ άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ να σου πουν ότι ίσως ένα μέρος του προβλήματός σου είναι ότι περνάς πολύ χρόνο online –πιθανότατα δεν το αναγνωρίζουν καν σαν πρόβλημα. Επίσης, κάποιος που δε σε έχει δει ποτέ από κοντά (ή σε έχει δει πολύ λίγο), δε σε ξέρει πραγματικά, όσο επιδέξια και αν καταφέρνει να το παρουσιάσει έτσι όταν ανταλλάσεις μηνύματα μαζί του στο Ίντερνετ. Στη δική μου περίπτωση, υπάρχουν πολλοί που με διαβάζουν λίγο πιο προσεκτικά από όσο θα ‘πρεπε και που δημιουργούν έναν φανταστικό κόσμο στον οποίο είμαι πολύ στενός τους φίλος. Όμως εγώ δεν τους ξέρω τους ανθρώπους αυτούς.

Όταν βλέπω κάποιον να γίνεται πολύ πιο συναισθηματικός από όσο θα ‘πρεπε σχετικά με κάτι που συμβαίνει online, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ δυσάρεστο στην πραγματική ζωή του. Όταν βλέπω δύο ή περισσότερους ανθρώπους να μπλέκονται σε κάποια πολύ έντονη συζήτηση στο Δίκτυο, πιστεύω ότι χρησιμοποιούν το μέσο προκειμένου να αποδράσουν από μια επώδυνη πραγματικότητα καταφεύγοντας σε έναν φαινομενικά πιο ελεγχόμενο online κόσμο. Αν θες να ξεφύγεις από μια online διαφωνία, αρκεί να πατήσεις ένα κουμπί –όμως ο πραγματικός κόσμος δε λειτουργεί έτσι. Οι online διαφωνίες είναι μια μορφή «ψυχαγωγίας φυγής», για να χρησιμοποιήσω έναν νεολογισμό. Δηλαδή κάτι σαν ένα πιο ζουμερό βιντεοπαιχνίδι.

Οποτεδήποτε γράφω σ’ αυτό εδώ το μπλογκ κάτι σχετικά με το ότι κάποιοι άνθρωποι περνάνε πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου τους στον κυβερνοχώρο, η σελίδα των σχολίων παίρνει φωτιά από μηνύματα ανθρώπων που υπερασπίζονται την επιθυμία τους να δραπετεύσουν στην εικονική πραγματικότητα. Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι πολύ έξυπνοι και τα καταφέρνουν πολύ καλά στο γράψιμο, καταφέρνουν να υποστηρίξουν την άποψή τους πολύ δημιουργικά –αν ενδιαφέρεστε να δείτε πώς το κάνουν, πηγαίνετε στη σελίδα των σχολίων και διαβάστε. Σχεδόν σας εγγυώμαι ότι θα βρείτε αρκετούς ανθρώπους που έχουν προσπαθήσει πολύ να επινοήσουν πολύ εύγλωττες και αξιόλογες άμυνες για το ότι περνάνε πολύ χρόνο στο online περιβάλλον. Αυτή την παράγραφο που διαβάζετε τώρα, την πρόσθεσα μόνο και μόνο για να προκαλέσω τους ανθρώπους αυτούς και είμαι σίγουρος ότι θα ανταποκριθούν στην πρόκληση με εντυπωσιακό τρόπο (αν έχετε την καλοσύνη, ωστόσο, μην παραφράσετε αυτά που λέω –έχω αρχίσει να τη βαριέμαι την τακτική αυτή).

Εγώ πάντως, θα απομακρυνθώ λιγάκι από τον online κόσμο –δε θα τον εγκαταλείψω, απλώς θα αποστασιοποιηθώ για λίγο. Θα συνεχίσω να ποστάρω το συνηθισμένο μου κομμάτι κάθε τρεις-τέσσερις μέρες, όμως για λίγο καιρό δε θα κοιτάζω καθόλου τη σελίδα με τα σχόλια, ούτε θα απαντάω σε ό,τι γράφεται εκεί. Αν έχετε κάτι που αισθάνεστε ότι πραγματικά πρέπει να μου πείτε, στείλτε μου e-mail στη διεύθυνση spoozilla@gmail.com Κάποια στιγμή, όταν τα πράγματα ηρεμήσουν κάπως, θα επιστρέψω. Είμαι σίγουρος ότι οι σπάμερ και τα τρολ θα ξεσαλώσουν, όμως θυμηθείτε: πιθανότατα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στο σπίτι τους, οπότε κοιτάξτε να είστε καλά παιδιά.

Νομίζω ότι είναι πραγματικά σημαντικό να τα προσέχει κανείς πολύ αυτά τα ζητήματα. Θυμηθείτε ότι οι άνθρωποι έζησαν για πολλά χρόνια χωρίς καμία επαφή μέσω του Ίντερνετ. Δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά επείγον σε κανένα τσατ, σε καμία σελίδα σχολίων κανενός μπλογκ, σε κανένα Facebook, σε κανένα Second Life, σε κανένα από αυτά τα μέρη (τα οποία δεν είναι καν μέρη) που πραγματικά να χρειάζεται την προσοχή σας. Πρόκειται απλώς για μια πιο επιτηδευμένη μορφή ψυχαγωγίας. Μπορεί να είναι διαδραστική, όμως δεν είναι πραγματική επαφή και τίποτα που λέγεται εκεί δεν έχει πραγματική σημασία. Μπορείτε να ζήσετε και χωρίς αυτά. Και αν κάποιος θέλει πραγματικά να επικοινωνήσει μαζί σας, θα βρει κάποιον άλλον τρόπο –δε χρειάζεται τη σελίδα σχολίων κάποιου μπλογκ ή κάποιο τσατ.

Υστερόγραφο
Το αμάξι είναι πλέον στο συνεργείο –ο λογαριασμός είναι 400 δολάρια και θα χρειαστεί τρεις ώρες για να φτιαχτεί. Οπότε, θα καταφέρω να φτάσω στο Λόρενς αύριο. Καθώς τόσο η συγκεκριμένη εμφάνιση, όσο και οι υπόλοιπες της περιοδείας αυτής είναι δωρεάν (υπάρχει μόνο η πιθανότητα κάποιας δωρεάς), ελπίζω ότι θα καταφέρω να τελειώσω την περιοδεία έχοντας βγάλει κάτι ελάχιστο, συνυπολογίζοντας και τον λογαριασμό του συνεργείου. Και μάλλον θα τα καταφέρω. Ή να αρχίσω κι εγώ να πουλάω εμπειρίες φώτισης για 50.000 δολάρια το κομμάτι;

Μπραντ Ουόρνερ – Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

ΥΓ
(*) Όσοι έχουν διαβάσει παλιότερα, Ιντερνετικά κείμενά μου, ξέρουν ότι έχω μια απέχθεια στη λέξη «κυβερνοχώρος»: δε μου αρέσει ούτε η αγγλική εκδοχή της (cyberspace), ούτε –πολύ περισσότερο- η ελληνική. Αφού όμως τη χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Μπραντ, τη μεταφέρω ως έχει.

2 comments:

Anonymous said...

Ούτε η σοκολάτα διορθώνει την υπογλυκαιμία, ούτε τα αντυπυρετικά γιατρεύουν τη γρίππη.
Προσφέρουν όμως στιγμές χαράς :)


Δεν έχω ξεκάθαρη άποψη του πώς ή του πότε το "παρακάνω" με το ιντερνετ - θεωρητικά όταν ξεχνάω οτι είναι ένα μέσον και το αντιμετωπίζω σαν αυτοσκοπό, αλλά πού είναι η διαχωριστική γραμμή; Μήπως όταν εγκαταλείπω τις συμβατικές μου υποχρεώσεις, οι οποίες όμως είναι και η αιτία της κατάχρησης του δικτύου;
Φαύλος κύκλος μάλλον.

Κάνε μια βόλτα:
http://alombar42.blogspot.com/

Γρηγόρης A. Μηλιαρέσης said...

Χμμμ. Διάφορα πράγματα –ας τα πιάσουμε σιγά-σιγά :-) Κατ' αρχάς, η σοκολάτα *διορθώνει* την υπογλυκαιμία και το αντιπυρετικό *γιατρεύει* κάποια από τα συμπτώματα της γρίπης –για την ακρίβεια τα μετριάζει ώστε να μην υποφέρουμε όσο ο οργανισμός μας προσπαθεί να γιατρέψει τον εαυτό του. Από εκεί και ύστερα, αν συζητάμε για μια μόνιμη θεραπεία κάποιας παθολογικής υπογλυκαιμίας και/ή άλλης αρρώστιας, ναι, προφανώς χρειάζεται κάτι παραπάνω από την άμεση δράση μιας σοκολάτας ή ενός αντιπυρετικού. Από εκεί και ύστερα, αν η σοκολάτα και/ή τα αντιπυρετικά (ή το Ίντερνετ) δε χρησιμοποιούνται σαν άμεση δράση αλλά απλώς για να δώσουν «στιγμές χαράς» προφανώς είναι τακτικές φυγής, πράγμα το οποίο είναι και το point του άρθρου.

Εν συνεχεία για το θέμα της τήρησης ή μη των συμβατικών υποχρεώσεων: θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να είμαστε βέβαιοι ότι εννοούμε το ίδιο πράγμα όταν λέμε «συμβατικές υποχρεώσεις». Για παράδειγμα, αν «συμβατικές» σημαίνει «προϊόν σύμβασης» (δηλαδή συμφωνίας), ναι, το να παραμελεί κανείς τις συμβατικές του υποχρεώσεις (δηλαδή να μην κάνει κάτι που έχει συμφωνήσει να κάνει), είναι ένα μέτρο ότι το έχει παρακάνει με το Ίντερνετ (ή με οτιδήποτε άλλο). Αν «συμβατικές» σημαίνει «τυπικές και/ή άνευ περιεχομένου» εκεί, προφανώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά.

Ανεξάρτητα από το πώς ορίζει κανείς το «συμβατικές» πάντως, το point κατά τη γνώμη μου είναι διαφορετικό και είναι αυτό που υπαινίσσομαι παραπάνω: οι υποχρεώσεις (συμβατικές με τη μια ή με την άλλη έννοια) είναι πραγματικές ενώ το Ίντερνετ όχι –συνεπώς το να χρησιμοποιεί κανείς το δε για να παρακάμψει τις μεν («[...] οι οποίες όμως είναι και η αιτία της κατάχρησης του δικτύου»), σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κάτι μη-πραγματικό για να παρακάμψει κάτι που είναι πραγματικό. Ή για να επιστρέψω στην αρχή της κουβέντας, έχω υπογλυκαιμία/γρίπη και κοιτάω φωτογραφίες από σοκολάτες/παυσίπονα για να μου περάσει :-) Και δεν μπαίνω καν (ακόμα;) στη συζήτηση ότι παρακάμπτοντας κάτι απλώς το παρακάμπτεις –δεν το λύνεις...